Κάθε ελληνική φορεσιά ή καλύτερα ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο.
Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία: ντύνει και στολίζει το κορμί, και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που την φορά στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μια στολή. Η στολή βασίζεται στην παράδοση και στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή.
Η Ελλάδα έχει πλήθος παραδοσιακών φορεσιών λόγω της επικοινωνίας της διαχρονικά με γειτονικούς λαούς ,οι οποίοι δεν επηρέασαν μόνο τις φορεσιές ,αλλά τους χορούς ,τη γλώσσα,το τρόπο ζωής κτλ.
Εδώ θα προσπαθήσουμε να ετυμολογήσουμε τα πιο συνηθισμένα κομμάτια των παραδοσιακών φορεσιών
ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΛΑ
ΦΕΣΙ
Το τσαρούχι είναι ελαφρύ, δερμάτινο χειροποίητο ανδρικό ή γυναικείο υπόδημα με ή χωρίς φούντα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές των Βαλκανίων και της Τουρκίας μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα ως υποδήματα μαζί με τη φουστανέλα και με τη στολή των Ευζώνων.
Η αρχική τους ονομασία ήταν «πίγγες» ενώ η σημερινή λέξη που προσδιορίζει τα συγκεκριμένα υποδήματα πιστεύεται ότι προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Στην Ιταλία υπάρχουν όμως μυτερά υποδήματα ονομαζόμενα «chiòchiera» («τσιότσιερα») ή «ciòcia» κάτι που επιτρέπει να υποθέσουμε την Ιταλική καταγωγή της ονομασίας. Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού. Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες.
Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.
Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα "γουρουνοτσάρουχα" που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Αυτά αποτελούνται από ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες από το ίδιο δέρμα.
Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Παρ' όλα αυτά είναι ευρέως γνωστό υπό τον όρο «τσαρούχι». Την εποχή που τα ευζωνικά τάγματα ήταν μάχιμα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, στις φούντες ήταν τοποθετημένα αιχμηρά αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν στις μάχες εκ του συστάδην.
ΓΙΛΕΚΟ
(άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یلك (yelek) (τουρκική yelek)
ΦΕΡΜΕΛΗ
χρυσοποίκιλτο ανδρικό γιλέκο που φοριέται με τη φουστανέλα: χρυσοκέντητες φέρμελες και κοντογούνια ακριβά
ΣΤΙΒΑΝΙΑ
από την ιταλική λέξη stivale, που σημαίνει μπότα
ΖΙΠΟΥΝΙ
μεσαιωνική ελληνική ζιπούνι(ν) < ζιπόνιν < βενετική zipon
ΣΙΓΚΟΥΝΙ
σεγκούνι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shegune < λατινική sagum < sagus < ελληνιστική κοινή σάγος (αντιδάνειο)
ΤΣΟΥΡΑΠΙΑ
Κάλτσες ανδρών και γυναικών, (άμεσο δάνειο) τουρκική çorap < αραβική جورب (cūrāb, κάλτσα
ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ
Περιδέραιο,(άμεσο δάνειο) τουρκική gerdan < περσική گردن (gardan)
ΚΑΛΙΚΙΑ-ΓΑΛΙΚΙΑ
Καλοκαιρινά υποδήματα της νύφης
ΦΛΟΥΡΙΑ
ΤΣΕΜΠΕΡΙ
ΚΑΜΙΖΟΛΑ-ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ
ΜΠΟΛΙΑ-ΟΜΠΟΛΙΑ
μπόλια └βενετ┘ imbogio
✦ προσόψι, πετσέτα
✦ φακιόλι, μαντίλα
ΚΑΠΙΤΣΑΛΙ
Το καπιτσάλι ή καπ(ι)τσέλι είναι μια υποσιαγώνια λουρίδα που χρησιμοποιείται ως εξάρτημα που συγκρατεί τον κεφαλόδεσμο σε αρκετές τοπικές φορεσιές της Ελλάδας, όπως αυτές της Αττικής, της Ελευσίνας, της Σκοπέλου και της Κύμης Ευβοίας. Κατασκευάζεται από ύφασμα, δέρμα ή μέταλλο και αρκετά συχνά είναι χρυσοκέντητο με χρυσές πούλιες. Λόγω του πλούσιου κεντήματός του συχνά χαρακτηρίζεται υποσιαγώνιο κόσμημα ενώ στη Σκόπελο, αναφέρεται και ως χρυσοκαπιτσέλι.
Ο όρος συναντάται και στο πολεμικό ναυτικό, όπου περιγράφει τη μαύρη ταινία που συγκρατεί το καπέλο των ναυτών. Η συγκεκριμένη ταινία ξεκινάει από το εσωτερικό του πηλήκιου, συνεχίζει περνώντας από το πηγούνι και καταλήγει στην άλλη πλευρά.
ΤΡΑΧΗΛΙΑ
ΝΤΟΥΛΑΜΑΣ
ντουλαμάς με λόγια επίδραση στην προφορά του [d] < ντολαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική dolama + -ς
ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΣ
Είναι τα βιδελίσια καφετιά ή μαύρα παπούτσια με τακούνι που φορούσαν οι απλές γυναίκες.Από τα
τουρκικά Kundur που σημαίνει παπούτσι
ΚΙΟΣΤΕΚΙΑ
Είναι αλυσίδες του στήθους με φλουριά και τους παράδες που γαντζώνουν πάνω στο σαγιάκι και πέφτουν έως τη μέση
Από το τουρκικό köstek που σημαίνει δεσμεύω
ΜΑΝΤΗΛΙ
Κεφαλόδεσμος απο διάφορα είδη υφασμάτων και σχεδίων
(κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μανδήλιον (και ἡ μαντήλη, τὸ μαντήλιον) < λατινική mantilium / mantelium, υποκοριστικού του mantile[1] / mantele < manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *man-
ΚΟΝΤΟΚΑΠ'
Κοντή κάπά των σαρακατσαναίων και όχι μόνο.
0 Σχόλια