Ticker

3/recent/ticker-posts

Από πού πήραν το όνομά τους οι νομοί της Ελλάδας

Τι είναι Νομός;

Νομός ονομάζεται μια διοικητική δικαιοδοσία ή υποδιαίρεση σε οποιαδήποτε χώρα ή σε εκκλησιαστικές δομές.
νομός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομός (βοσκή, διοικητική περιφέρεια) (< νέμω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préfecture 


ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ


Οι νομοί της Ελλάδας 


Οι νομοί της Ελλάδας είναι μια καταργημένη βαθμίδα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης (1833-2010), ωστόσο συνεχίζει να αναφέρεται στον προφορικό λόγο ως γεωγραφικός προσδιορισμός. Αποτελούσε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και αρμοδιότητά της ήταν η διοίκηση των τοπικών ζητημάτων σε επίπεδο νομού. Από την 1η Ιανουαρίου 2011, οπότε τέθηκε σε ισχύ το πρόγραμμα Καλλικράτης του Ν. 3852/2010, οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν (με μετονομασία ή διάσπαση) από τις Περιφερειακές ενότητες.



Ιστορική εξέλιξη 

Οι νομαρχίες εισήχθησαν με τη διοικητική μεταρρύθμιση της Αντιβασιλείας (1833) ως ενδιάμεσο επίπεδο διοίκησης ανάμεσα στους αμιγώς τοπικούς θεσμούς (δήμοι - επαρχίες) και την κυβέρνηση. Συγκεκριμένα ο καινοτόμος αυτός θεσμός της νομαρχίας καθορίστηκε από την Κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης της χώρας από την Αντιβασιλεία μετά την άφιξη του Βασιλέα Όθωνα στην Ελλάδα. Με βάση την τότε νέα διοικητική διαίρεση, που τέθηκε σε εφαρμογή με το Βασιλικό Διάταγμα της 3/15 Απριλίου του 1833 «Περί διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του», η επικράτεια του Ελληνικού Βασιλείου χωρίσθηκε σε δέκα νομούς - νομαρχίες και 47 επαρχίες. Επικεφαλής της κάθε νομαρχίας ήταν ο νομάρχης, ανώτερο διοικητικό όργανο στη διοικητική διεύθυνση του νομού, με υπαγόμενες επαρχίες και δήμους, τα καθήκοντα του οποίου ορίσθηκαν με το από 25 Απριλίου του 1833 Βασιλικό Διάταγμα «Περί της αρμοδιότητας των νομαρχών και περί της κατά τας νομαρχίας υπηρεσίας». Τη διαίρεση αυτή ακολούθησε στη συνέχεια και η διοικητική σύσταση αναγνώριση ισάριθμων μητροπόλεων με εξαίρεση εκείνη της Μάνης (Γυθείου).


Πρώτοι νομάρχες του Βασιλείου της Ελλάδος, που ορίστηκαν με την παραπάνω νομοθεσία ήταν ξεκινώντας από τη νομαρχία πρωτεύουσας, οι: Φραγκίσκος Μαύρος (Αργολίδος και Κορινθίας), Γεώργιος Γλαράκης (Αχαΐας και Ήλιδος), Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Αρκαδίας), Δημήτριος Χρηστίδης (Μεσσηνίας), Ανδρέας Μεταξάς (Λακωνίας), Αναγνώστης Μοναρχίδης (Ακαρνανίας και Αιτωλίας), Ιωάννης Αμβροσιάδης (Φωκίδος και Λοκρίδος), Μ. Σχινάς (Αττικής και Βοιωτίας), Γεώργιος Αινιάν (Εύβοιας), και τέλος Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (Κυκλάδων).


Οι νομαρχίες καταργήθηκαν προσωρινά από νέα μεταρρύθμιση τρία χρόνια αργότερα, επανασυστάθηκαν όμως το 1845 με το Νόμο ΚΕ'.


Στον ενάμιση αιώνα που ακολούθησε, ο αριθμός, οι περιοχές και τα αντικείμενα αρμοδιότητάς τους συχνά άλλαζαν, ακολουθώντας τις αντίστοιχες γεωγραφικές και δημογραφικές μεταβολές. Όμως ο δομικός χαρακτήρας τους παρέμενε ίδιος: τοπικοί βραχίονες της κεντρικής εξουσίας, αφού η τελευταία διόριζε άμεσα ή έμμεσα τα όργανά τους. Η πρώτη (και τελευταία) ουσιαστική μεταβολή του χαρακτήρα τους έγινε το 1994 με το Ν. 2218 της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος θέσπισε την εκλογή του νομάρχη και του συμβουλίου με άμεση καθολική ψηφοφορία, μετατρέποντας το θεσμό σε πλήρως αιρετό δευτεροβάθμιο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης. Λόγω αυτού, οι νομαρχίες μετονομάστηκαν επισήμως σε Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, αν και στην καθημερινή γλώσσα συνέχισαν να αποκαλούνται με την παλαιά ονομασία τους.

Ας δούμε από πού πήραν το όνομά τους οι νομοί της Ελλάδας

ΑΤΤΙΚΉΣ

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και το Πάριο χρονικό ο Κέκροπας μετονόμασε τη χώρα από Ακτική - Αττική (ονομασία που είχε πάρει από το βασιλιά Ακταίο) σε Κεκροπία.

Μετά βασίλεψε ο Κραναός, που νυμφεύτηκε τη Μύνητα από τη Λακεδαιμόνα και γέννησε την Κρανάη, την Κραιναίχμη και την Ατθίδα, από την οποία ο Κραναός μετονόμασε τη χώρα σε Ατθίδα.

Στη συνέχεια τον Κραναόν εξόρισε ο Αμφικτύων του Δευκαλίωνος, που κατ΄άλλους ήταν αυτόχθων και κατ’ άλλους όχι, και αυτόν ο Εριχθόνιος.

Ο Εριχθόνιος ήταν γιος του Ηφαίστου και της Ατθίδας ή του Ηφαίστου και της Θεάς Αθηνάς και από αυτόν η Αττική ονομάστηκε και Ερεχθηίς.

Σημειώνω ότι:

Σύμφωνα με την ετυμολογία το όνομα «Ακτική – Αττική» σημαίνει η παράλια γη (εξ ου και στη μυθική ονομασία της Αθήνας περιπλέκεται ο Ποσειδώνας) και ως λέξη παράγεται από το ουσιαστικό «η ακτίς – ακτή» = «ακίς + τίθημι»: άκρα (η), ακρωτήριο (το), ακτάζω, άκτιος, παράκτιος (ο,η) κ.α. Από αυτά και τα: ακτή > Ακτική – Αττική, Ατθίς κ.α. Αθήναι = λατινικά «Attenae - Athenae” = αγγλικά Athens.

ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΊΑΣ 

Αιτωλία: Αγνώστου ετυμολογίας.

Ακαρνανία: Από τον Ακαρνάνα, γιο του Αλκμέωνος, και της κόρης του Αχελώου Καλλιρρόης, σύμφωνα με τον Παυσανία.

ΑΡΚΑΔΊΑΣ

Για το όνομα του νομού υπάρχουν πολλές εκδοχές

 Η πρώτη εκδοχή συνδέεται με τον Αρκαδικό μύθο που αναφέρει ο Παυσανίας στα "Αρκαδικά" και οφείλεται στον Καθηγητή Μιχ. Σακελλαρίου. Κατ' αυτήν, η λέξη Αρκαδία προέρχεται απο τη λέξη άρκτος, αρκούδα. Η ετυμολογία αυτή, εξυπακούει μια τοτεμική λατρεία αρκούδας, όπως και ο Αρκαδικός μύθος που παρουσιάζει τη μητέρα του Αρκάδος ως αρκούδα ή ως μια νύμφη που μεταμορφώθηκε σε αρκούδα. Συμφωνα με αυτόν ο πρώτος κάτοικος και ο πρώτος που κυβέρνησε την Αρκαδία ήταν ο Πελασγός, γιός του οποίου ήταν ο Λυκάων. Ο Λυκάων απέκτησε μια κόρη την Καλλιστώ με την οποία συνδέθηκε ο Δίας. Τους έπιασε όμως η Ήρα η οποία μεταμόρφωσε την Καλλιστώ σε αρκούδα, την οποία όμως στη συνέχεια σκότωσε η Άρτεμις. Για να σώσει το παιδί του που είχε η Καλλιστώ στην κοιλιά της, ο Δίας την μεταμόρφωσε στον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου. Από αυτήν το παιδί της πήρε το όνομα Αρκάς. Όταν μεγάλωσε ο Αρκάς βασίλεψε πάνωστους κατοίκους της περιοχής που ονομάστηκε Αρκαδία και εδίδαξε πρώτος αυτός τους κατοίκους - που αργότερα ονομάστηκαν Αρκάδες προς τιμή του - πως να φτιάχνουν ψωμί και να γνέθουν μαλλί. Ο Αρκάς ενυμφεύθη την Δρυάδα νύμφη.

ΑΡΓΟΛΊΔΑΣ

Η Αργολίδα πήρε το όνομά της από την πόλη του Άργους

Το όνομα Άργος είναι αρκετά παλαιό. Συναντάται κατά πρώτον στα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα της αρχαίας μας Γραμματείας, τα ομηρικά έπη. Η σημασία όμως του ονόματος σ’ αυτά είναι σχεδόν πάντοτε ευρυτέρα της συγκεκριμένης πελοποννησιακής πόλεως. Δηλαδή το όνομα άλλοτε δηλώνει όλο τον ελλαδικό χώρο, άλλοτε την Πελοπόννησο και ενίοτε την Αργολίδα άπασα. Η πολυποίκιλη αυτή εννοιολογική χρήσις του ονόματος συνεχίστηκε και σε κείμενα της μεταγενέστερης των ομηρικών επών γραμματείας.

Συγκεκριμένα, στον Στράβωνα διαβάζομε: «Οίμαι δ’ ότι και Πελασγιώτας και Δαναούς, ώσπερ και Αργείους, η δόξα της πόλεως ταύτης και τούς άλλους Έλληνας καλείσθαι παρεσκεύασεν = Νομίζω ότι και τους Πελασγούς και τους Δαναούς, όπως ακριβώς και τους ίδιους τους Αργείους και τους άλλους Έλληνες η δόξα αυτής της πόλης τους έκανε να αποκαλούνται Αργείοι» (VIII, p. 371). Και πάλι γράφει o Στράβων: «Άργος την Πελοπόννησον λέγει = Ονομάζει την Πελοπόννησο Άργος » (sc. Όμηρος) (VIII, p. 371). H στενότερη έννοια του ονόματος Άργος στα ομηρικά έπη ευρίσκε­ται στη χρήσι της ως χώρου της ηγεμονίας του Αγαμέμνονος (Ίλ. Β 108, 287, I 141, 283, Όδ. γ 251, 262), δηλώνεται δηλ. όλη η Αργολίδα.

Στα αρχαία χρόνια υπήρχαν και εκφράσεις στις οποίες το όνομα Άργος αποκτούσε κάποια ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα, Άργους γαία = Ελλάς, Άργεος μυχός= τα ενδότερα της Πελοποννήσου. Παροιμιώδης ήταν η έκφρασις «Άργους λόχος ή λόφος», πού εσήμαινε κατά τον Αποστόλιο (III 75) τη δεινή συμφορά λόγω σφαγής πού έλαβε χώρα εκεί. Επίσης, κατά τον Ζηνόβιο, υπήρχε έκφρασις «ως την Άργει ασπίδα καθελών σεμνύνεται» (VI 52). Και παροιμίες: «Αργείοι φώρες»= οι προδήλως πονηροί (Αριστο­φάνη Ανάργυρος), «Αργείους οράς» για οξυδερκείς (Σούδα) κ.ά.

Άλλοι τύποι του ονόματος: Ως εθνικό το όνομα έχει τον τύπο Αργείος, προερχόμενο εκ του Αργέσ-jος, και απαντάται κατά πρώτον στα ομηρικά έπη, όπου Αργείοι= Έλληνες.

ΆΡΤΑΣ 

Άρτα < άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν από παραφθορά του τοπωνυμίου του ποταμού Αράχθου, ή από τη λατινική artus (στενό) ή τη σλαβικής προέλευσης balta (έλος)

ΑΧΑΪ́ΑΣ 

Ο νομός Αχαϊας πήρε το όνομά του από τον  μυθικό ήρωα Αχαιό , απόγονο του Ἕλληνος, γενάρχης των Αχαιών, γιος της Κρεούσης και του βασιλιά της Αθήνας Ξούθου, ή του βασιλιά της Αχαΐας Αιγιαλού . Αδελφός του Ίωνα έγινε βασιλιάς της Θεσσαλίας. Από το όνομα του ονομάστηκε ο λαός Αχαιοί .

ΒΟΙΩΤΊΑΣ

Το όνομα Βοιωτία προέρχεται από το επίθετο βοιωτός και αυτό από το αρχαίο βοώτης, που σημαίνει βοηλάτης, ζευγίτης, γεωργός

ΓΡΕΒΕΝΏΝ

Ο νομός πήρε το όνομά του από την πρωτεύουσα του νομού.

Τα Γρεβενά αναφέρονται για πρώτη φορά σε κείμενο την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με το όνομα Γριβάνα από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (905 – 953). Το όνομα συναντιέται σε γραπτές και προφορικές πηγές με τις παραλλαγές «Γραιβινό», «Γρεβενός», «Γρεβυνόν», «Γκρεμπενίτζ», «Γρεβαινά», «Γρεβαινό» κλπ. Το πιθανό είναι η τοπωνυμία να είναι λατινικής προέλευσης, καθώς στη λατινική γλώσσα υπάρχει η λέξη gravis = δυσχερής, απότομος, τραχύς και το επίρρημα grave με παραπλήσιες έννοιες ή είναι  < σλαβικής προέλευσης гребен / greben (πλαγιά βουνού, βουνοσειρά) < πρωτοσλαβική *grebenь  , οποία λέξη μπορεί να προέρχεται από τα λατινικά με λίγο διαφοροποιημένη σημασία .Το Γρεβενό το συναντάμε  ως τοπωνύμιο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας πχ. στην ορεινή Φθιώτιδα πάνω από την Υπάτη.

ΔΡΆΜΑΣ

Ο νομός πήρε το όνομά του από την  μεγάλη πόλη που υπήρχε εκεί

Στους ρωμαϊκούς χρόνους η Δράμα ήταν γνωστή ως “Daravescos-δώσε μου φαγητό  ,στα λατινικά”, αποτελώντας ουσιαστικά ένα σταθμό μιας διακλάδωσης της Εγνατίας Οδού, που ξεκινούσε από τους Φιλίππους και κατέληγε στην Ηράκλεια Σιντική, το σημερινό Σιδηρόκαστρο Σερρών. Μετά τους Ρωμαίους, το βαρβαρικόν χάος: Οστρογότθοι, Βησιγότθοι, Κουτριγούροι, Σλάβοι και Βούλγαροι. Πάντως, η πρώτη τεκμηριωμένη μνημόνευση του ονόματος της Δράμας, αλλά ως “Darma”(darme στα ισπανικά σημαίνει δώσε μου) γίνεται από τον Ισπανοεβραίο Εβραίο Βενιαμίν από την Τουδέλη, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη, και την ανθούσα εβραϊκή της παροικία, το 1165.

Και οι δύο λέξεις έχουν κοντινή σημασία μιας και τα ισπανικά είναι λατινογενής γλώσσα.Αυτό δηλώνει ότι ίσως η Δράμα να αποτελούσε σημαντικό σταθμό ανεφοδιασμού για τους ταξιδιώτες και τους στρατούς που κινούνταν κατά μήκος της Εγνατίας

ΈΒΡΟΥ

Πήρε το όνομά  του από το ποταμό Έβρο .Ετυμολογικά μπορεί να έχει σχέση με τη λέξη Ευρώτας,ευρύς που σημαίνει πλατύς. Τον ποταμό Έβρο τον συναντάμε και στην Ισπανία

ΕΥΒΟΊΑΣ 

Το όνομα Εύβοια δίνεται ουσιαστικά από τον Όμηρο και φανερώνει το γόνιμο καλλιεργήσιμο έδαφος και την ανεπτυγμένη βοοτροφία για την οποία το νησί ήταν ονομαστή. «Εύ» και «βους» σημαίνει καλό βόδι. Στα ιστορικά τεκμήρια όμως τη συναντάμε και με άλλα ονόματα, όπως: 1) Μάκρα ή Μάκρις, από το σχήμα της. Αυτό είναι πιθανότερα και το αρχαιότερο όνομά της. Μάκρις βέβαια ονομαζόταν και η τροφός της Ήρας, που μεγάλωσε στην Εύβοια. 2) Αβαντίς ή Αβαντιάς, από τον λαό των Αβάντων που εγκαταστάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού πριν από τους Ίωνες και τους Ελλοπείς. 3) Ελλοπία, από τον θεσσαλικό λαό των Ελλόπων που αποίκισε το νησί. 4) Διακρία, από τα Διάκρια όρη που δεσπόζουν στην Κεντρική και Ανατολική Εύβοια. 5) Χαλκωδοντίς, από τον μυθικό βασιλιά Χαλκώδοντα, γιο του Άβαντα. 6) Όχη, από το ομώνυμο όρος του νότου. 7) Ασωπίς, από τον βοιωτικό ποταμό Ασωπό, γιο της νύμφης Εύβοιας. 8) Δολίχη, από το μακρόστενο σχήμα. 9) Μελανηίς, από το παχύ και εύφορο χώμα της. 10) Αονία, από μια προελληνική φυλή, τους Άονες, κατοίκους της Εύβοιας κατά την εποχή του Χαλκού. 11) Εύριπος ή Έγριπος, από το όνομα του στενού του πορθμού ή την ορμητική φορά του παλιρροϊκού ρεύματος στο στενό (ευ-ριπή). 12) Νεγρεπόντε κατά την Ενετοκρατία, από το μαύρο γεφύρι που ήταν χτισμένο με μαύρες σκληρές πέτρες και συνέδεε τα δύο κάστρα εκατέρωθεν του Ευρίπου. Τέλος, 13) Εγριπόζ και Γριπονήσι κατά την Τουρκοκρατία

ΕΥΡΥΤΑΝΊΑΣ 

Η ονομασία της περιοχής οφείλεται μάλλον στον μυθικό ήρωα Εύρυτο, ο οποίος βασίλευε στην πόλη Οιχαλία, που είχε κτίσει ο Μελανεύς, βασιλιάς των Δρυόπων.


ΖΑΚΎΝΘΟΥ 

Η Ζάκυνθος, την οποία ο Όμηρος αναφέρει σαν «Υλήεσσα» δηλαδή δασώδη, πήρε το όνομά της από τον πρώτο εποικιστή της τον Ζάκυνθο, γιο του Βασιλιά της Φρυγίας Δάρδανου. Στην Αρχαία ελληνική μυθολογία ο Ζάκυνθος ήταν ήρωας από την Ψωφίδα που έγινε ο πρώτος οικιστής της Ζακύνθου από την οποία πήρε το όνομα του. Το όνομα του Ζακύνθου με την κατάληξη "νθος" παραπέμπει σε Πελασγική καταγωγή. Οι γονείς του ήταν ο Δάρδανος από την Αρκαδία και η Βάτεια της Τρωάδος, κόρη του Τεύκρου, τα αδέλφια του ήταν ο Ίλος του Δαρδάνου, ο Εριχθόνιος της Τρωάδος και πιθανότατα η Ιδαία. Ο Ζάκυνθος μετέβη από την Ήλιδα στην απέναντι νήσο και της έδωσε το όνομα του.

ΗΛΕΊΑΣ

Αγνώστου ετυμολογίας

ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Ο νομός πήρε το όνομά του από την μεγάλη πόλη Ηράκλειο

Η σημερινή πόλη του Ηρακλείου, μέχρι τα νεότερα χρόνια ονομαζόταν Χάνδακας. Μετά την απελευθέρωση, αποφασίστηκε να πάρει το όνομα του αρχαίου επινείου της Κνωσού, του Ηρακλείου, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Ιδαίου Ηρακλή. Ο τελευταίος ήταν ένας από τους πέντε μυθικούς Κουρήτες, πλάσματα της Κρήτης στα οποία η Ρέα εμπιστεύτηκε τον νεογέννητο Δία.

ΘΕΣΠΡΩΤΊΑΣ

Θεσπρωτοί και Θεσπρωτία κατά μια άποψη σημαίνει   η πρωτοεμφανισθείσα χώρα μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗΣ

Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο και έλαβε το όνομά της προς τιμήν της συζύγου του, Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κόρη του Φιλίππου Β΄ και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλής πριγκίπισσας Νικησίπολης. Το όνομά της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων Θεσσαλῶν και Νίκη, σε ανάμνηση της νίκης των Μακεδόνων και του Κοινού των Θεσσαλών έναντι του τυραννικού καθεστώτος των Φερών και των συμμάχων τους Φωκέων, στο πλαίσιο του Τρίτου Ιερού Πολέμου.

Το όνομα απαντάται σε διάφορες μορφές αλλά με ελαφρώς παραλλαγμένη ορθογραφία και φωνητικές διακυμάνσεις. Θεσσαλονίκεια είναι η επιθετική μορφή, που βρίσκουμε στο έργο του Στράβωνα[8] και χρησιμοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ως ονομασία της πόλης, σχηματιζόμενη από το όνομα φυσικού προσώπου, όπως αντίστοιχα γινόταν για τη Σελεύκεια από τον Σέλευκο, την Κασσάνδρεια από τον Κάσσανδρο, την Αλεξάνδρεια από τον Μέγα Αλέξανδρο κ.ά. Η επικρατούσα όμως μορφή του ονόματος είναι η Θεσσαλονίκη. Από την ελληνιστική εποχή υπάρχουν και αναφορές με το όνομα Θετταλονίκη, κυρίως από τον ιστορικό Πολύβιο, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις].

Ο τύπος Σαλονίκη (η), απαντάται στο Χρονικόν του Μορέως (14ος αι., στ. 1010, 1075, 3603 κλπ.) και είναι συνηθισμένος σε δημοτικά τραγούδια. Φαίνεται ότι είναι παλαιότερος καθώς ο Άραβας γεωγράφος Idris το 1150 αναφέρει την πόλη ως Salunik (απ' όπου και το τουρκικό Selanik). Κατά μια άποψη το Σαλονίκη προήλθε από την πολυχρόνια χρήση της έκφρασης στη Θεσσαλονίκη > στ'Θ'σαλουνίκ' > στ'Τ'σαλουνίκ' > στ(η) Σαλουνίκ. Από το Σαλονίκ(η) προήλθε η ονομασία της πόλης και σε άλλες γλώσσες της περιοχής κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι τουρκόφωνοι και οι Οθωμανοί αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (οθωμανική γλώσσα: سلاني, τουρκ.: Selânik), όπως και οι Ιουδαίοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή λαντίνο, οι Βαλκανικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν (κυρ.: Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα (βλαχ.: Sãrunã).

ΙΩΑΝΝΊΝΩΝ 

Πήρε ο νομός το όνομά του από την μεγάλη πόλη που υπήρχε εκεί ,η οποία έγινε και πρωτεύουσά του

Η πιο διαδεδομένη σήμερα άποψη είναι ότι το όνομα της πόλης προέρχεται από το ‘Ιωάννης’ και ότι σήμαινε ‘τα Ιωαννινά’ (με τόνο στην λήγουσα), τα κτήματα του Αγίου Ιωάννη, ενός μοναστηριού που βρισκόταν στο Κάστρο, για το οποίο όμως δεν υπάρχει καμία ιστορική μαρτυρία. Η άποψη αυτή είναι και γλωσσολογικά λάθος, αφού αγνοεί πλήρως την πρώτη μορφή του ονόματος στο θηλυκό γένος. Η μόνη άλλη άποψη, που μπορεί να σταθεί γλωσσολογικά, είναι αυτή που υποστηρίζει την προέλευση του ονόματος από το σλαβικό όνομα Γιοβάνα / Γιάνα. Με την σλαβική κατάληξη -ινα προέκυψε το τοπωνύμιο Γιάνινα που σημαίνει ‘της Γιάνας’ και που προφανώς αναφέρεται σε κάποια καλύβα ή κτήμα που ανήκε στην γυναίκα αυτή. Αν και στην περιοχή της Ηπείρου υπάρχουν πολλά σλαβικά τοπωνύμια που διατηρήθηκαν από την εποχή  που οι Σλάβοι είχαν καταλάβει την Ήπειρο (6ος αιώνας και μετά), από ιστορικής όμως άποψης η υπόθεση αυτή είναι αδύναμη διότι τίποτα δεν είναι γνωστό για αυτήν την Σλάβα Γιάνα. Αυτός ήταν και ο λόγος που με παρακίνησε να επιχειρήσω μια νέα ετυμολογία – την πεντηκοστή κατά σειρά! – που με οδήγησε στο όνομα της βυζαντινής πριγκίπισσας Ιωαννίνας που γλωσσολογικά πιστεύω είναι καθόλα σωστή, αλλά που όπως είδαμε συνάδει και με τις ιστορικές πηγές. Κι αυτό είναι σημαντικό.

ΚΑΒΆΛΑΣ 

Πιθανολογείται πως το όνομα της πόλης προέρχεται από τον αρχαίο οικισμό "Σκαβάλλα", σημερινή Παλαιά Καβάλα, από την οποία θεωρείται πως έφτασαν στην Καβάλα οι αρχαίοι κάτοικοί της. Η Σκαβάλλα αναφέρεται από το 470 π.Χ. ως σύμμαχος των Αθηναίων. Με το πέρασμα του χρόνου καταστράφηκε από τις επιδρομές των βαρβάρων και οι κάτοικοί της διαφεύγοντας, ήρθαν στη Χριστούπολη για περισσότερη ασφάλεια. Με τον ερχομό των νέων κατοίκων η πόλη έλαβε άλλη όψη, έπαψε να λέγεται Χριστούπολις και αναφέρεται ως Νέα Σκαβάλα.

Νεάπολις (7ος αιώνας π.Χ.-746 μ.Χ.)

Χριστούπολις (746 μ.Χ.-1470 μ.Χ.)

Καβάλλα (1470 - 16 Οκτωβρίου 1940)[3] ή Καβάλα (16 Οκτωβρίου 1940 - σήμερα)

Άλλοι ιστορικοί λένε ότι το όνομα της η πόλη το πήρε από τους Ιταλούς Γενουάτες που κατοίκησαν εδώ. Αυτοί όταν πρωτοείδαν την πόλη μακριά από τη θάλασσα, που έμοιαζε με άλογο την είπαν καβάγιο (Cavallo=άλογο) δηλαδή "άλογο" και έτσι επικράτησε να λέγεται Καβάλα

ΚΑΡΔΊΤΣΑΣ 

Πήρε το όνομά του από την πρωτεύουσα του.

Οι πρώτες ασφαλείς πληροφορίες για την ύπαρξη της Καρδίτσας ανάγονται στον 15ο αιώνα και προέρχονται από οθωμανικές διοικητικές πηγές. Το όνομα «Καρδίτσα» θεωρείται κατά μία εκδοχή παραφθορά του σλαβικού «гардец-Γκαρδίτα, το οποίο σημαίνει « οχυρωμένος τόπος-φρουρά-παρατηρητήριο», μάλλον λόγω της ύπαρξης παρατηρητηρίου στην παλιά θέση της πόλης στην Μητρόπολη Καρδίτσας  μέχρι τον 8ο αιώνα ,όταν καταστράφικε από τους Σλάβους Μια παραλλαγή του ονόματος είναι το τοπωνύμιο Γαρδίκι που το συναντάμε σε πολλούς νομούς.Και τα δύο έχουν σχέση με το λατινικό guardare  που σημαίνει για την ακρίβεια παρατηρώ,άρα τα Γαρδίκια είναι τα παρατηρητήρια.

 

ΚΈΡΚΥΡΑΣ

Τεκμήρια ανθρώπινης παρουσίας στην Κέρκυρα απαντούν από την Παλαιολιθική εποχή, αλλά και από τη Νεολιθική εποχή έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές λείψανα. Η παλιότερη αναφορά για την Κέρκυρα καταγράφεται τη Μυκηναϊκή περίοδο γύρω στο 1300 π.Χ. με την ελληνική λέξη "ko-ro-ku-ra-i-jo" σε Γραμμική Β που μεταφράζεται «άντρας από την Κέρκυρα».

Σύμφωνα με τον Στράβονα η Κόρκυρα ήταν το Ομηρικό νησί της Σχερίας και οι κάτοικοι του νησιού ήταν γνωστοί σαν Φαίακες. Το νησί έχει πραγματικά ταυτιστεί από πολλούς ιστορικούς μετά τον 6ο αιώνα π.Χ. με το "Νησί των Φαιάκων" που περιγράφεται στην Οδύσσεια του Ομήρου αν και άλλοι ιστορικοί την ταυτίζουν με την Ιθάκη. Ο Ελλάνικος ο Λέσβιος αναφέρει ότι ο Ποσειδώνας ερωτεύτηκε παράφορα τη νύμφη Κέρκυρα ή Κόρκυρα, κόρη του ποταμού Ασωπού, την απήγαγε από το σπίτι της στην Αρχαία Βοιωτία και την έφερε στο νησί όπου γεννήθηκε ο καρπός της σχέσης τους Φαίακας. 

Η ονομασία Κέρκυρα φαίνεται πως είναι Ιλλυρικής προέλευσης, ίσως προέρχεται και από τη λέξη "Κέρκουρος" (ονομασία ελαφρού τύπου πλοίου, ή κάποιου ψαριού).

ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΆΣ 

Υπάρχουν στοιχεία ότι η Κεφαλονιά κατοικείται από την παλαιολιθική εποχή . Οι πρώτοι γνωστοί κάτοικοι ήταν Λέλεγες οι οποίοι κατοίκησαν το νησί προφανώς την εποχή του 15ου αι. π.Χ., φέρνοντας μαζί τους τη λατρεία του Ποσειδώνα Την εποχή του χαλκού, ένας άλλος αρχαίος Ελληνικός λαός, οι Ταφίοι ή Τηλεβόες είχαν εγκατασταθεί στην γύρω θάλασσα, και κατοικούσαν στο νησί, ή διατηρούσαν εμπορική βάση στο νησί και συναλλάσσονταν στενά με τους κατοίκους του νησιού.

Η ορθή ονομασία της νήσου είναι "Κεφαλληνία" προερχόμενη από τους αρχαίους ορεσίβιους κατοίκους της, τους Ομηρικούς "Κεφαλλήνες" (Δωριστί "Κεφαλλάνες") και όχι "Κεφαλονία-Κεφαλονιά" από τον μυθικό ήρωα της Αττικής τον Κέφαλο, που κατά τους Αθηναίους υποτίθεται πως κατέλαβε τη νήσο και της έδωσε το όνομά του. Η Αθηναϊκή εκδοχή για το όνομα "Κεφαλονιά" σχετίζεται με τον μυθικό ήρωα Κέφαλο που βοήθησε τον Αμφιτρύωνα από τις Μυκήνες στον πόλεμο εναντίον των Τηλεβοΐδων νήσων και των Ταφίων. Ο Αμφιτρύωνας του έδωσε δώρο τη νήσο Σάμη που έμεινε γνωστή σαν Κεφαλονιά.

ΚΟΖΆΝΗΣ 

Το 1392 άποικοι προερχόμενοι από την Πρεμετή, το Βυθικούκι και την Κόζδιανη της Ηπείρου, κατέφυγαν κυνηγημένοι από τους Τουρκαλβανούς στην περιοχή βόρεια της Σέλιτσας (που μέχρι σήμερα ονομάζεται Παλιοκόζδιανη) και στη συνέχεια μεταναστεύοντας ανατολικά συνάντησαν τον χριστιανικό οικισμό στα Καλύβια.

 Αν και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το όνομα της πόλης η επικρατέστερη είναι πως οι άποικοι αυτοί της Ηπείρου ονόμασαν τον νέο οικισμό Κόσδιανη που στη συνέχεια μετατράπηκε σε Κόζιανη και οι μετέπειτα λόγιοι το μετασχημάτισαν σε Κοζάνη.

Στα σλαβικά kozjani  σημαίνει  δερμάτινα είδη.Μάλλον αυτοί που εποίκησαν την περιοχή ασχολούνταν με την επεξεργασία του δέρματος.Αργότερα σε μια γειτονική πόλη τη Σιάτιστα αναπτύχθηκε η επεξεργασία της γούνας

ΚΟΜΟΤΗΝΉΣ

Το βυζαντινό όνομα ήταν Κουμουτζηνά ή Κομοτηνά ή Κομοτηναί. Ως προς την προέλευση του ονόματος, έχει διατυπωθεί η εκδοχή ότι έτσι είχαν χαρακτηριστεί τα κτήματα κάποιου κόμητα της περιοχής: *Κομητηνά > Κομοτηνά > Κομοτζηνά/Κουμουτζηνά

 Η πρώτη χρήση του ονόματος Γκιουμουλτζίνα, τουρκικά: Gümülcine έχει καταγραφεί σε οθωμανική πηγή το έτος 1344 μ.Χ και σημαίνει  τόπος που γίνεται επεξεργασία του ασημιού Το όνομα Κομοτηνή ορίσθηκε επισήμως το 1920  και αποτελεί τη λόγια μορφή του ονόματος Κουμουτζηνά που χρησιμοποιούσε ο Κατακουζηνός στα μέσα του 14ου αιώνα.

ΚΟΡΙΝΘΊΑΣ 

Πήρε το όνομά του από την πόλη της Κορίνθου που βρισκεται τους τελευταίους κοντα στη θάλασσα

Κόρινθος < αρχαία ελληνική Κόρινθος < προελληνική *kar (κορυφή) και η κατάληξη -νθος είναι προελληνική με σημασία παρόμοια  ίσωςμε το άνθος  "λουλούδι", από τη ρίζα ΠΙΕ *andh- "να ανθίσει" (πηγή επίσης της σανσκριτικής andhas "βότανο".

ΚΙΛΚΙΣ

Πήρε το όνομά του από την πρωτεύοθσα του νομού το Κιλκίς

Ο πρώτος, ο οποίος προσπάθησε να δώσει ιστορική υπόσταση στην πόλη Κιλκίς ήταν ένας  συγγραφέας που το 1835 ταύτισε το αρχαίο Καλλικός ή Γαλλικός (γνωστό με την ονομασία Gallicum ή Callicum) με το Κιλκίς του 19ου αιώνα. Αναλυτικά αναφέραμε, στο σχετικό κεφάλαιο με τον αρχαίο οικισμό Gallicum, στη σελίδα 155 του παρόντος έργου

Ενενήντα χρόνια μετά , το 1926, ο Άγγλος αρχαιολόγος Casson, έχει την ίδια άποψη, πως, δηλαδή, η ονομασία του Κιλκίς φαίνεται να προέρχεται από το αρχαίο Gallicum ή Callicum. Γράφει ο Casson « η σύγχρονος ονομασία Γαλλικός (Gallico) φαίνεται να προέρχεται από μια αρχαία πόλη που ονομαζότανε Gallicum

Όταν αργότερα κατέβηκαν οι Σλάβοι νοτιότερα, τους ξένιζε η ονομασία του οικισμού και τον ονόμασαν με το δικό τους τρόπο Κου-κούς, (σλαβικά Кykyw) παραφθορά δηλαδή της ονομασίας Καλικούς ή Καλκούς.

Σημειώνεται, μάλιστα, πως η σλαβική αυτή ονομασία παρουσιάζεται μετά το 1885. Πριν ήταν γνωστή συνήθως ως Καλκίτς ή Κιλκίτς ή Κηλκής. Πουθενά νωρίτερα δεν υπάρχει  η σλαβική ονομασία.

Η ονομασία Καλκίτς-kalkiç σημαίνει  ασβεστόλιθος  στα τουρκικά.Προέρχεται από παραφθορά του λατινικού calcium -calx ,που με τη σειρά του έχει σχέση με το ελληνικό khalix-χαλίκι.

Πιθανόν να οφείλει το όνομά του στο λατομείο ασβεστόλιθου που υπήρχε στο λόφο του Αγίου Γεωργίου  στο βόρειο άκρο της πόλης του Κιλκίς

ΚΥΚΛΑΔΩΝ 

Πήρε το όνομά του από το σχήμα των νησιών στο χάρτη

Κυκλάδες < αρχαία ελληνική Κυκλάδες (νῆσοι) < κυκλάς < κύκλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷékʷlos

ΛΑΚΩΝΊΑΣ 

Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία και ειδικότερα με τον κύκλο των μύθων της Λακωνίας ο Λας ήταν μυθικός επώνυμος ήρωας οικιστής που έδωσε το όνομά του στην προϊστορική πόλη Λας.

Σύμφωνα με το μύθο ο Λας φονεύθηκε από τον Αχιλλέα όταν εκείνος κατέβηκε στη Λακωνική ως μνηστήρας της Ωραίας Ελένης. Αν και παρατηρείται εδώ ανάμιξη μύθων και ηρώων, εν τούτοις συμπεραίνεται ότι παλαιότερα στη Λακωνική είχε δημιουργηθεί ολόκληρος κύκλος μύθων που σχετίζονταν με την Λήδα και την Ελένη ως θεότητες, πολύ πριν η δεύτερη γίνει σύμβολο γυναικείας ομορφιάς.

ΛΑΣΙΘΊΟΥ

Πήρε το όνομά του από το όνομα της περιοχής κατά τους αρχαίους χρόνους

Θα ήταν σωστό να αναφερθεί και η αξιοπρόσεκτη περίπτωση του τοπωνυμίου Λασίθι. Το τοπωνύμιο αυτό έχει κακοπαθήσει από την παρετυμολογία. Έγινε δηλαδή προσπάθεια να αποδοθεί φωνητικά και να συσχετιστεί εμπειρικά ή με λογικοφανή επιχειρήματα ότι προέρχεται από κάποιες ρίζες, για να αποδοθεί και να τεκμηριωθεί η ορθή προέλευση της λέξης (βλ. και Γ. Κορναράκης 2000).

Τέτοιες απίθανες και πιθανές ετυμολογίες είναι οι παρακάτω:

Λάκκος (διότι ως οροπέδιο είναι λάκκος της γης που περικλείεται από βουνά) > Λακκίδιον (υποκοριστικό με κρητική προφορά κι=τσι) > Λατσίδιον (κατάληξη βυζαντινίζουσα) > Λατσίδι > Λασίθι (Θωμόπουλος Ι. 1975, σελ. 137-143, και του ιδίου 1988).

Λάκκος + σίτος (στο οροπέδιο σπέρνονται σιτηρά) > Λακκοσίτι (=ο Λάκκος του σιταριού) > Λασίθι (Ελευθ. Αλέξης).

Λας + ίθι (= ιδέ πέτρες ή και πήγαινε στις πέτρες) > Λασίθι (Ζερβογιάννης)

Εκ του λάσιος (=δασώδης. Η άποψη αυτή υποστηρίχτηκε από τον Στ. Ξανθουδίδη.) > Λασίθι (έχει επικρατήσει αυτή η ερμηνεία και για το λόγο αυτό η γραφή που έχει παγιωθεί σήμερα φέρεται να είναι απότοκο της παραπάνω σκέψης).

Λατώ (=όνομα αρχαίας πόλης της περιοχής Μεραμβέλλου, η οποία υπάγεται στο Λασίθι) > Λατήτης (=ο κάτοικος της Λατούς) > Λατήτιον (=υποκοριστικό) > Λατήτι > Λασήθι.

La Scitti, Della Sithi συσχετίζεται με το Σητεία (αρχαία πόλη Ήτεια) > Λασήθι (οι τελευταίες γραφές του τοπωνυμίου είναι με η) > Λασήθι. (Σταυράκης 1898, σελ. 189, Γιάνναρης Αντ. 188[1]).

Εσχάτως όμως οι πλάνες αυτές διαλύθηκαν χάρη στις προσπάθειες του επιγραφολόγου Χαρ. Κριτζά (Κριτζάς 1996), ο οποίος τη φυλή των Λασυνθίων, που διαβάστηκε σε επιγραφή του ιερού του Ερμή Κερδίτη (κερδώος Ερμής) και της Αφροδίτης (Β’ μισό του 2ου π.Χ. αιώνα) στην Κάτω Σύμη Βιάννου, συσχέτισε με το ra-su-to της Γραμμικής Β. Σύμφωνα με αυτά, το εθνικό Λασυνθίων είναι ra-su-ti-jo (Λασύνθιος, -ων), Έτσι Λάσυνθος > Λασύνθιον (πεδίον ή όρος) > Λασύθι.

ΛΆΡΙΣΑΣ 

Μήρε το όνομά του από την ομώνυμη πόλη.

Το όνομα της Λάρισας είναι προελληνικό πελασγικής προέλευσης και ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στον ελλαδικό χώρο και σημαίνει ισχυρά οχυρωμένος λόφος ή ακρόπολη. Το όνομα αυτό είχε και η ακρόπολη του Άργους. Επίσης σύμφωνα με τη μυθολογία η πόλη της Λάρισας χτίστηκε στην πελασγική περίοδο από τον ήρωα Λάρισo, γιο του Πελασγού.

Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, η νύμφη Λάρισα παίζοντας με την μπάλα της δίπλα στον Πηνειό γλίστρησε και πνίγηκε στα νερά του και από αυτή πήρε το όνομα της η πόλη. Η Λάρισα, κατά τη μυθολογία, ήταν σύζυγος του Ποσειδώνα και μητέρα του Αχαιού, του Φθία και του Πελασγού ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν κόρη του Πελασγού.

Μακριά από τους θρύλους και τις παραδόσεις για την όμορφη νύμφη οι ειδικοί στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν την ονομασία της πόλης θεωρούν ότι αυτή προήλθε από αλλού και δόθηκε κατ' ευφημισμό, μιας και ο χαμηλός γήλοφoς του Φρουρίου με τίποτα δεν ταιριάζει στη σημασία της λέξης Λάρισα, δηλαδή αυτής της λίθινης ακρόπολης ή οχυρού.

ΛΕΣΒΟΥ

Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι της Λέσβου ήταν οι Πελασγοί. Το όνομά της όμως, το πήρε από τον Λέσβο, που έφτασε στο νησί μαζί με Λαπίθες από τη Θεσσαλία.


ΛΕΥΚΆΔΑΣ 

Το όνομα της νήσου Λευκάδας μας το παραδίδει ο Όμηρος και προέρχεται από το «λευκάς» γιατί ήταν λευκογαία, είχε δηλαδή άσπρο χώμα.



ΜΑΓΝΗΣΊΑΣ 

Ο γάλλος ιστορικός-ερευνητής Bruno Ηelly έχει ασχοληθεί επισταμένως με την ιστορία της περιοχής και σε μία πρόσφατη συνεργασία του με έλληνες ορυκτολόγους (Π.Βουδούρης και Β. Μέλφος) απέδειξαν ότι υπάρχουν μαγνητικά ορυκτά στην περιοχή του Μαυροβουνίου της Αγιάς [3]. Ας θυμηθούμε ότι η Μαγνησία της Αρχαιότητας περιελάμβανε όλη την ανατολική παράκτια ζώνη του Αιγαίου από τις εκβολές του Πηνειού ως το Τρίκερι. Στο ίδιο κείμενο ο Helly λέει:

“To όνομα μαγνητης μάλλον προέρχεται από το προσωπικό όνομα «Μάγvης», το όνομα του μυθικού ήρωα και των ανθρώπων που κατοίκησαν την περιοχή αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά, η Μαγνήτις Γή δηλαδή η γη της Μαγνησίας όπως αργότερα ονομάστηκε η επαρχία Μαγvησία στη Θεσσαλία. Είναι κοινή η πρακτική στην αρχαία Ελλάδα, η ονομασία ενός αντικειμένου να έρχεται από την γεωγραφική του προέλευση. Ωστόσο, υπάρχουν και δύο άλλες Μαγνησίες στην Ιωνία και τη Λυδία, αντίστοιχα.

ΜΕΣΣΗΝΊΑΣ

Αγνώστου ετυμολογίας

ΞΆΝΘΗΣ 

Πήρε το όνομά του από την ομώνυμη πόλη

Για το όνομα της πόλης υπάρχουν δύο απόψεις: η πρώτη, πως Ξάνθη ονομαζόταν μία από τις κόρες του Ωκεανού και της Τηθύος και η δεύτερη, πως προέρχεται από μία αμαζόνα που είχε το όνομα Ξάνθη και βασίλευε τότε στην περιοχή. Κατά μία άλλη εκδοχή, η ονομασία της πόλης προέρχεται από ένα άλογο του Διομήδη, τον Ξάνθο.

ΠΈΛΛΑΣ 

Πήρε το όνομά του από την πρωτεύοθσα των Αρχαίων Μακεδόνων

Το όνομα της πρωτεύουσας των Μακεδόνων, της Πέλλας, φαίνεται ότι συγγενεύει με το ουσιαστικό πέλλα, το οποίο παραδίδει ο λεξικογράφος Ησύχιος και το ερμηνεύει ως «λίθος». Με τη σειρά του το ουσιαστικό πέλλα μοιάζει να προέρχεται από την ίδια ρίζα με τη λέξη φελλεύς που σημαίνει «ανώμαλο, βραχώδες έδαφος». Υπήρχε ορεινή περιοχή Φελλεύς στην Αττική, από όπου παραγόταν το τοπικό Φελλείτης. Επίσης η φελλία, φελλίς γῆ, φελλίον, φελλεών, όλα με τη σημασία του βραχώδους τόπου. Θηλυκό Φελλεῖς, περιοχή στην Αττική. Ο Ηρωδιανός επισημαίνει ότι το όνομα Φελλεύς δεν δηλώνει μόνο το όρος της Αττικής, αλλά κάθε βραχώδες ύψωμα που είναι κατάλληλο για ελαιοφυτία. Ο Παυσανίας αναφέρει έναν ποταμό Φελλία στην Λακωνία (= «ο πετρώδης ποταμός»). Ως όνομα πόλης το Πέλλα θα μπορούσε να δηλώνει την οχυρή τοποθεσία σε βραχώδες μέρος ή λόφο, γεγονός που θα εξηγούσε τα παρόμοια ονόματα πόλεων σε όλη την Ελλάδα: Πελλήνη, Πελλάνα, Παλλήνη κ.ά

ΠΙΕΡΊΑΣ

Το όνομά της οφείλει στους αρχαίους κάτοικους, τους Πιερείες, οι οποίοι κατά τη μακεδονική κατάκτηση μετανάστευσαν πέρα του Στρυμώνα, στους πρόποδες του Παγγαίου (Θουκυδίδης Β 99). Εκτεινόταν δε κατά μήκος της θάλασσας νότια της Ημαθίας και του Αλιάκμονα μέχρι του Ολύμπου και του Πηνειού που αποτελούσαν και τα όρια μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας (Ηρόδοτος Ζ 128-129, 173) (Στράβων Απόσπ. 12,14,15 και Θ' 429) (Κλαύδιος Πτολεμαίος Γ' 13,15 κλπ). Η σύγχρονη άποψη λέει ότι το όνομά του ο νομός το οφείλει στα Πιέρια Όρη.

Κατά κάποιους άλλους συγγραφείς, ετυμολογικά παράγεται πιθανότατα από το ομηρικό επίθετο πίων, πίειρα (προσδιορισμός του ουσιαστικού χώρα), το οποίο σημαίνει εύφορη, γόνιμη. Στις Βάκχες του Ευριπίδη, αναφέρεται: «Μάκαρ, ω Πιερία, σέβεται σε Εύιος (Διόνυσος)». Μία άλλη εκδοχή για την προέλευση της ονομασίας της Πιερίας είναι ότι έλαβε το όνομά της από το μυθικό βασιλιά της, τον Πίερο.

ΣΑΜΟΥ

Το όνομα προκύπτει από την μηκυναϊκή λέξη «σάμη» ή «σάμος», η οποία σημαίνει ύψωμα δίπλα στην ακτή. Η γεωμορφολογία της Σάμου επιβεβαιώνει αυτήν την ονομασία, αφού το νησί έχει αρκετά βουνά και υψώματα.

ΣΕΡΡΩΝ

Η αρχαία πόλη, μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο (τον 5ο π.Χ. αιώνα) με το όνομα Σίρις,όνομα που πιθανότατα σχετίζεται με τη λέξη «Σίριος», δηλαδή ήλιος. Ο Ηρόδοτος ανέφερε για πρώτη φορά την πόλη, και ονόμασε τους κατοίκους της Σιροπαίονες, ωστόσο η ίδρυσή της φαίνεται πως ανάγεται τουλάχιστον στις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, έχοντας δηλαδή να επιδείξει μια μακραίωνη ιστορία τεσσάρων χιλιετιών

Οι Σέρρες αναφέρονται πάντα στον πληθυντικό. Όταν αναφέρονται στην αιτιατική, αρκετοί από τους ντόπιους χρησιμοποιούν τον τύπο: «τας Σέρρας» (της Καθαρεύουσας), αντίθετα με τη χρήση στη Δημοτική (τις Σέρρες). Παράδειγμα χρήσης: «Είμαι από τας Σέρρας». Υποστηρίζεται επίσης και η άποψη πως το όνομα της πόλης δεν είναι «οι Σέρρες» αλλά «τα Σέρρας».

  Μπορεί να πήρε το  τωρινό όνομά της απο το  серез -Σέρεζ-череша  που στα Σλαβικά σημαίνει κεράσι και η περιοχή προς τη Δράμα είναι γεμάτη κερασιές 

ΦΘΙΏΤΙΔΑΣ

Πήρε το όνομά του από την Αρχαία Φθία.

Η Φθία ήταν περιοχή της Αρχαίας Ελλάδας η οποία αναφέρεται στην ομηρική Ιλιάδα και τοποθετείται στο νοτιοανατολικό άκρο της Θεσσαλίας. Κάτοικοί της ήταν οι Μυρμιδόνες και ήταν επίσης η πατρίδα του Αχιλλέα και του Πατρόκλου.

Έχει παρατηρηθεί από ειδικούς πιθανή σχέση της ρίζας φθι- με το ρήμα φθίνω/φθίω/φθινύθω. Σε συνδυασμό με τον τρόπο με τον οποίο ο Όμηρος αναφέρεται στη Φθία από το σημείο του θανάτου του Πατρόκλου και έπειτα, σχηματίζεται η εντύπωση πως πρόκειται για τον κόσμο των νεκρών. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται στον διάλογο του Πλάτωνα, Κρίτων, όπου ο Σωκράτης αφηγείται στον φίλο του πως, σε όνειρό του είδε μια ωραία γυναίκα να του αναγγέλλει τον επικείμενο θάνατό του: «την τρίτη μέρα θα φτάσεις στη Φθία με τα παχιά χώματα». Ανάλογη χρήση γίνεται και στην Ιφιγένεια του Ευριπίδη, στο σημείο όπου ο Αγαμέμνονας αναγγέλλει στην Κλυταιμνήστρα τον υποτιθέμενο επικείμενο γάμο της κόρης τους με τον Αχιλλέα. Στην Ανδρομάχη του Ευριπίδη ως Φθια αναφέρει τα Φάρσαλα ο μεγάλος τραγωδός ποιητής .

Κατά την αρχαιότητα, η Φθία ήταν μία από τις τρεις διαφορετικές σημασίες της λέξης Φθιώτις (οι άλλες δύο αφορούσαν στη μία από τις τέσσερεις ενότητες της Θεσσαλικής Τετραρχίας). Επίσης, σε κάποιες αρχαίες πηγές, υπονοείται πως η Φθία ήταν πόλη. Ωστόσο αυτή δεν είναι η επικρατέστερη άποψη σήμερα

ΦΛΏΡΙΝΑΣ 

Για την ονομασία της πόλης και του νομού Φλώρινας υποστηρίζονται διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η ονομασία “Φλώρινα” προέρχεται από το όνομα του μυθικού Φλώριδος, ο οποίος ήταν φίλος των βασιλιάδων Ίδα και Κάστορα. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, ο ιστορικός Καντακουζηνός (14ος αι.) μνημονεύει τον “Φλερηνόν” ή “Χλερηνόν”. Στα τουρκικά έγγραφα, που έχει εκδώσει το ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, η “Φλώρινα” αναφέρεται συχνά. Στον “Κώδικα του Παρισιού” (14ος αι.) μαρτυρείται το “Κάστρο της Φλώρινας”. Σε παρισινή γκραβούρα του 1684 αναφέρεται η ” Florina “. Ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσεμπελή (17ος αι.) καταγράφει τη “Φιλορίνα”, η “πόλη των φλουριών ή των πουλιών φλώρων”. Ο Ρήγας Φερραίος αναφέρει τη “Φιλουρίνα” στη “Μεγάλη Χάρτα” του. Σύμφωνα με την πειστική ερμηνεία του ιστοριοδίφη Σωκράτη Λιάκου, από τη βυζαντινή ονομασία “Χλερηνός” προήλθε η αλ­βανόφωνη “Φολορίνα” ή “Φιλορίνα”, το οποίο σημαίνει χρυσός-το φλουρί. Από δω προφανώς, προέκυψε και η τελική ονομασία “Φλώρινα”. Το βέβαιο είναι ότι η ονομασία “Χλερηνός” συγγενεύει νοημα­τικά και ηχητικά με τη “Χλωρίδα”, θεά της βλάστησης, αλλά και με τη flora , τη χλωρίδα, κατά τους Ρωμαίους.

ΧΑΝΊΩΝ

Πήρε το όνομά του από την ομώνυμη πόλη.

Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί πάνω στην ετυμολογία του τοπωνύμιου. Ο Gerola παίρνοντας το ερέθισμα από την ετυμολογία της λέξης που έκανε ο Briondelmonti, υποστήριξε ότι τα Χανιά προέρχεται από το Λαχανέας. Οι Ενετοί το πήραν σαν Lacanea και μετεγενέστερα μεταβλήθηκε από αυτούς σε LaCanea. Οι Έλληνες αποσιώπησαν την πρώτη συλλαβή και έμεινε το Canea, από το οποίο προέκυψε το Χανιά.

Ο Ξανθουδίδης αρχικά υποστήριξε την παραπάνω άποψη και στη συνέχεια πρότεινε την προέλευση από το προσηγορικό Χάνι. Ο Κριτοθουλίδης υποστηρίζει ότι αν το όνομα Χανία δεν είναι παραφθορά του Χθονία, αρχαίου ονόματος της Κρήτης, τότε πιθανόν το όνομα προέρχεται από κάποιο κατακτητή Χάνη όταν οι Σαρακηνοί υπόταξαν για κάποιο χρονικό διάστημα την Κρήτη. Ο Γ. Καλαϊσάκης ετυμολόγησε το όνομα της πόλης από την περσαραβική λέξη han – χάνι (= πανδοχείο). Σε κάποιο μέρος της πόλης υπήρχαν χάνια, τα οποία οι Ενετοί μετάτρεψαν σε Canea και αργότερα εξελληνίστηκε σε Χανία και Χανιά. Ο Καρολίδης γράφει: «Χάνδακας όπως και Χανία προήλθαν από το αραβικό χενδέκ (= τάφρος, οχύρωμα)».

Η πιθανότερη ετυμολογία σύμφωνα με το Γ. Σήφακα είναι ότι η λέξη παράγεται απο το djeben, που σημαίνει τυρί, gabania είναι το τυροπωλείο, από το οποίο έχουμε gabnia, gania και τέλος Χανιά. Ο ‘Αραβας γεωγράφος του 12ου αιώνα αναφέρει την πόλη με το όνομα Rhabdh-el-Djobn, δηλαδή πόλη που βγάζει τυρί. Ο Γ.Κουρμούλης πιστεύει ότι το όνομα προέρχεται από το ψάρι χάννο, χαννί και προτείνει σαν ορθή τη γραφή Χαννιά. Ο Ν. Πλάτων υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο Χανιά προέρχεται από το προελληνικό «Αλχανία κώμη» που μας έχει σωθεί σε επιγραφή.

ΧΙΟΥ

Για το όνομα της Χίου έχουν πλεχτεί πολλοί μύθοι. Το παλαιότερο όνομα του νησιού ήταν, κατά τον Όμηρο, το προελληνικό, Κίος ή Κέως, το οποίο είναι παραπλήσιο με το σημερινό. Οι παλαιότεροι μύθοι αναφέρουν ότι το όνομα «Χίος» προέρχεται από τη Χιόνη που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν νύμφη και κόρη του Οινοπίωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος κάτοικος και βασιλιάς του νησιού ήταν ο Οινοπίων, γιος του Διονύσου και της Αριάδνης, ο οποίος ήρθε από την Κρήτη στο νοτιότερο άκρο της Χίου και έμαθε στους κατοίκους του νησιού το εμπόριο, τη θάλασσα και το πώς να καλλιεργούν τα αμπέλια. Εκτός από τη Χιόνη, την πατρότητα της Χίου διεκδικεί και άλλο μυθικό πρόσωπο, ο Χίος, γιος του Ωκεανού ή του Ποσειδώνα, που ονομάστηκε έτσι επειδή κατά τη γέννησή του έπεσε πολύ χιόνι. Κατά τον ιστορικό - γεωγράφο Ισίδωρο, οι Σύροι αποκαλούσαν Χίο τη μαστίχα. Ο γεωγράφος Όλφερτ Ντάπερ (1635-1689) λέει ότι Chia σημαίνει όφις στη συριακή γλώσσα, εξ ου και το άλλο όνομα της Χίου Οφιούσα, το οποίο δόθηκε λόγω των πολλών φιδιών που είχε. Άλλο όνομα της Χίου ήταν Πιτυούσα, μάλλον λόγω των πολλών πεύκων που υπήρχαν, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της. Άλλο όνομά της ήταν Αριούσα από το δέντρο «αριών», το οποίο είναι ένα είδος δρυός – πρίνου. Τα άρια (δρυς) κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Χίου. Άλλα ονόματα ήταν Αιθάλη (αναφέρει ο έφορος Πλίνιος) και Αρέθουσα, αναφέρουν ο Ιταλός Ruberto Valentino και ο Ιερώνυμος