Ticker

12/recent/ticker-posts

Από πού πήραν το όνομά τους τα ελληνικά φαγητά

Ελληνική κουζίνα

Η ελληνική κουζίνα είναι όρος ο οποίος περιγράφει την παραδοσιακή κουζίνα των Ελλήνων.

Η σύγχρονη ελληνική μαγειρική έχει ευρεία χρήση ελαιολάδου, δημητριακών, ζυμαρικών, κρασιού, κρέατος, λαχανικών, οσπρίων και ψαριών-θαλασσινών. Επίσης, άλλα σημαντικά τροφικά προϊόντα είναι οι ελιές, οι ντομάτες, το τυρί, οι μελιτζάνες, τα κολοκυθάκια, το κρεμμύδι, το σκόρδο, οι πιπεριές, μυρωδικά, το γιαούρτι και ο χυμός λεμονιού, ενώ θέση στο τραπέζι κατέχει σχεδόν πάντα και το ψωμί. Τα κύρια χαρακτηριστικά των παραδοσιακών ελληνικών γλυκών είναι οι ξηροί καρποί και το μέλι, ενώ συχνά χρησιμοποιούνται και διάφορα φρούτα κυρίως για τα λεγόμενα γλυκά του κουταλιού, αλλά επίσης και ζυμαρικά για ορισμένες συνταγές.

Ακόμα μια σημαντική παράμετρος της Ελληνικής κουζίνας και κουλτούρας είναι οι μεζέδες που είναι ένα συλλογικό όνομα για μια ποικιλία από διάφορα μικρά γεύματα, που συνήθως σερβίρονται με κρασί, ούζο ή τσίπουρο σε μεζεδοπωλεία, ουζερί και τσιπουράδικα, αλλά επίσης σερβίρονται και σε επισκέπτες που μπορεί να έχει κάποιος στο σπίτι του.

Η κουζίνα των Ελλήνων χαρακτηρίζεται ως Μεσογειακή, ενώ επίσης έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τις παραδοσιακές κουζίνες της Ιταλίας, των Βαλκανίων, της Τουρκίας και του Λεβάντες (τμήμα της Μέσης Ανατολής).


www.delta.gr



Ιστορία της ελληνικής κουζίνας

Κατά την αρχαιότητα και συγκεκριμένα το 320 π.Χ. γράφτηκε το πρώτο βιβλίο μαγειρικής στην ιστορία, από τον αρχαίο Έλληνα Αρχέστρατο, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο Πατέρας της Γαστρονομίας.

Η αρχαία ελληνική κουζίνα χαρακτηριζόταν από λιτότητα και είχε ως βάση την λεγόμενη «τριάδα της Μεσογείου»: Σιτάρι - ελαιόλαδο - κρασί, με βάση τα ψάρια. Το κρέας τρωγόταν πιο σπάνια, ενώ σημαντική παρουσία είχαν τα οπωροκηπευτικά και όσπρια, καθώς και τα γαλακτοκομικά (κυρίως το τυρί). Αυτή η τάση στην ελληνική διατροφή συνεχίστηκε στα ρωμαϊκά και μετέπειτα στα εναετικά και οθωμανικά χρόνια και μεταβλήθηκε σχετικά πρόσφατα, που με την τεχνολογική πρόοδο το κρέας έχει γίνει πολύ πιο εύκολα διαθέσιμο στο ευρύ πλήθος. Η αστικοποίηση, περίπου μετά το 1960, έφερε τις ανάλογες αλλαγές όπως νέες συνταγές, νέους τρόπους παρουσίασης και περισσότερα επεξεργασμένα τρόφιμα.

Το κρασί και το ελαιόλαδο ήταν πάντα ένα κεντρικό μέρος της ελληνικής κουζίνας διαχρονικά και η εξάπλωση των σταφυλιών και των ελαιόδεντρων στην περιοχή της Μεσογείου και ακόμη πιο μακριά συσχετίζεται στενά με τον Ελληνικό αποικισμό.

Η Βυζαντινή κουζίνα ήταν παρόμοια με την αρχαιοελληνική κουζίνα και αποτελεί την φυσική της συνέχεια, με κύρια διαφορά όμως ότι περιλαμβάνει νέα συστατικά που δεν ήταν διαθέσιμα στο παρελθόν, όπως το χαβιάρι, το μοσχοκάρυδο, τον βασιλικό και τα λεμόνια, ενώ το ψάρι συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διατροφής και ιδιαίτερα στους ανθρώπους πότε που ζούσαν κοντά στην θάλασσα. Η βυζαντινή κουζίνα είχε επωφεληθεί από τη κομβική γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης που ήταν ένα παγκόσμιο κέντρο του εμπορίου των μπαχαρικών.



ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΦΑΓΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 

ΟΡΕΚΤΙΚΑ


Ντολμαδάκια,

 αμπελόφυλλα γεμιστά με ρύζι και λαχανικά που συχνά περιλαμβάνει κρέας.

Ντολμάς σημαίνει γεμιστό που προέρχεται από το ρήμα «Dolmak» που σημαίνει γεμίζω. Και έτσι, οτιδήποτε μπορούσε να γεμιστεί, γεμίζεται. Ενώ τα αμπελόφυλλα είναι τα πιο δημοφιλή, συχνά χρησιμοποιείτε και το λάχανο που μας οδηγεί στη δεύτερη ονομασία αυτού του πιάτου, «Sarma».


Σαγανάκι

Τηγανητό κίτρινο τυρί (συνήθως γραβιέρα)

Το όνομά του προέρχεται από το τουρκικό sahan (σαχάν), ειδικό (τηγάνι), δηλαδή το ομώνυμο σκεύος μέσα στο οποίο συνήθως προετοιμάζεται. Παραλλαγές του μπορούν να γίνουν με την προσθήκη επιπλέον υλικών, όπως οι γαρίδες, μύδια κ

Τζατζίκι, 

Γιαούρτι με αγγούρι και σκόρδο πουρέ, που χρησιμοποιείται ως συνοδευτικό

Η λέξη τζατζίκι στα ελληνικά προέρχεται από την τουρκική γλώσσα, από τη λέξη cacık (οθωμανικά τουρκικά جاجیگ‎‎ [cacıg]), της οποίας η προέλευση είναι αβέβαιη. Στα αγγλικά (tzatziki) εμφανίστηκε στο μέσο του 20ου αιώνα ως δάνειο από τα ελληνικά.


Λουκάνικο 

Το λουκάνικο είναι τρόφιμο από χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας με καρυκεύματα σε σχήμα κυλινδρικό.

Τα περισσότερα λουκάνικα περιβάλλονται με ένα περίβλημα για να κρατήσουν το σχήμα τους. Αυτό το περίβλημα είναι φυσικό (έντερο ζώου) ή συνθετικό. Μερικές φορές το περίβλημα αφαιρείται πριν την κατανάλωση.

Τα λουκάνικα διατηρούνται με πάστωμα, κάπνισμα ή αποξήρανση.

Λοιπόν, η μεσαιωνική ελληνική λέξη “λουκάνικον”, προέρχεται από το λατινικό “lucanicum”, δηλαδή ένα είδος αλλαντικού, που έλκει την καταγωγή του από τους “Lucani”, ένα λαό της Κάτω Ιταλίας, που παρασκεύαζε με αυτό τον τρόπο τα αλλαντικά του

ΣΟΥΠΕΣ

Σούπα είναι ένα ρευστό ή παχύρρευστο φαγητό που παρασκευάζεται από ζωμό κρέατος, πουλερικού, ή ψαριού, ή λαχανικών που έχουν βράσει. Σερβίρεται σε βαθιά πιάτα και τρώγεται με κουτάλι.

σούπα < (άμεσο δάνειο) βενετική supa < γαλλική soupe

Γιουβαρλάκια

Τα γιουβαρλάκια επίσης γουρβαλάκια ή γουβαρλάκια (τουρκικά yuvarlak, ή yuvarlak köfte), είναι φαγητό υιοθετημένο της ελληνικής και κυπριακής κουζίνας από τις οθωμανικές επιρροές

Το όνομα σημαίνει στρογγυλός στα τουρκικά, περιγράφοντας μια πηχτή σούπα με αυγολέμονο

Κακαβιά

Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από την κακάβη, την ορειχάλκινη χύτρα, και η κακαβιά είναι το περιεχόμενό της. Η σούπα αυτή είχε τρεις ιδιομορφίες. Η πρώτη ήταν πως φτιαχνόταν από τα ψάρια που δεν μπορούσαν να πουλήσουν οι ψαράδες, ό,τι κι αν ήταν.

Πάτσας (Πατσά)

Ο πατσάς (τουρκικά: işkembe çorbası, βουλγαρικά: шкембе чорба‎) είναι σούπα που φτιάχνεται από στομάχι αγελάδας ή αρνιού (το οποίο αποκαλείται και αυτό πατσάς). Θεωρείται ευρέως (όχι όμως παγκοσμίως) ως θεραπεία της μέθης

πατσάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική paça + -ς  < περσική پاچه (pāça) που σημαίνει κομμένος σε μικρά κομμάτια.

Ο πατσάς είναι ένα συνηθισμένο πιάτο στις κουζίνες των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Θεωρείται ευρέως θεραπεία της μέθης.

Στην ιρανική κουζίνα, το σιραμπί (sirabi) γνωστό και ως sirab shir-dun είναι το όνομα της σούπας πατσά και μπορεί να γίνει είτε με πατσά μοσχαρίσιο ή αγελαδινό ή αρνίσιο πατσά.

Τραχανάς

Ο τραχανάς είναι ζυμαρικό φτιαγμένο από αλεύρι και γάλα και έχει σχήμα κοκκώδες και ακανόνιστο. Οι κόκκοι έχουν διάμετρο περίπου 2-3 χιλιοστά. Υπάρχει σε διάφορες ποικιλίες: ξινός και γλυκός, χοντρός και ψιλός. Ο ξινός τραχανάς ζυμώνεται με γιαούρτι.

Ο τραχανάς μαγειρεύεται σαν σούπα είτε με αρκετό νερό, είτε πιο πηχτή. Ο χρόνος μαγειρέματος του τραχανά είναι συνήθως μικρός, περίπου 15-20 λεπτά. Ορισμένες φορές μαγειρεύεται και με ντομάτα

Ο Πέρι, από την άλλη πλευρά, πιστεύει ότι η εξέλιξη από το τραγανός στο τραχανά/ταρχανά είναι απίθανη, και ότι η λέξη πιθανώς προέρχεται από το περσικά: ترخوانه‎ ταρχανέ. Θεωρεί την ομοιότητα με το τραγανός και το τραχύς 'χοντρή' σύμπτωση, αν και ο ίδιος εικάζει ότι το τραχύς ενδέχεται να έχει επηρεάσει τη λέξη από τη λαϊκή ετυμολογία.

Στην περσική γλώσσα, ο αλ-Ζαμαχσαρί ανέφερε για πρώτη φορά το φαγητό τον 11ο αιώνα, με τη μορφή ταρχανά στο λεξικό του, το οποίο πιστοποιείται κατά τον 13ο αιώνα με τη μορφή ταρχίνα στην Εγκυκλοπαίδεια Τζαχανγκίρι (από τον Τζαχανγκίρ, Μογγόλο αυτοκράτορα της Ινδίας). Το ταρ تر στα περσικά σημαίνει "υγρό, μουσκεμένο", και το χουάν خوان (προφέρεται χαν) σημαίνει "μέρος φαγητού/τραπέζι, φαγητό, μεγάλο ξύλινο μπολ". Έτσι στα περσικά σημαίνει "ποτισμένο ή εμποτισμένο τρόφιμο", η οποία ταιριάζει με τον τρόπο που παρασκευάζεται η σούπα: ο τραχανάς πρέπει να έχει εμποτιστεί με νερό και άλλα πιθανά συστατικά προστίθενται στη συνέχεια και μαγειρεύονται για κάποιο χρονικό διάστημα.

Οι περιφερειακές παραλλαγές του ονόματος περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: (αρμενικά: թարխանա, ελληνική τραχανάς ή (ξυνό)χονδρος, περσικά ترخینه، ترخانه، ترخوانه ταρχίνε, ταρχάνε, ταρχανέ, Κουρδικά: tarxane, αλβανικάQ trahana, βουλγαρικά: трахана ή тархана', σερβοκροατικά: tarana ή τραχανά, και τουρκικά: tarhana).

ΧΟΡΤΟΦΑΓΙΚΑ ΦΑΓΗΤΑ

Μπριάμ

 Το μπριάμ είναι πιάτο της ελληνικής κουζίνας, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των χορτοφαγικών πιάτων. Αποτελείται από μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκύθια, κρεμμύδια και αρωματικά βότανα περίπου σε ίδια κομμάτια. Μπορούν επίσης να σοταριστούν. Μοιάζει με το γαλλικό ρατατούι, και μπορεί να μαγειρευτεί στο ταψί ή στη κατσαρόλα.

Το όνομα προέρχεται από την τουρκική λέξη biryan που προέρχεται από την περσική بریان (ψητός, μαγειρεμένος).Εν τω μεταξύ στην ελληνική ύπαιθρο προφέρεται μπριάν και όχο μπριάμ.

Το μπριάμ λέγεται σοφεγάδο ή συμπεθεριό στην Κρήτη, και περιέχει πέρα από τη κύρια συνταγή φρέσκα φασολάκια και λίγες μπάμιες, προαιρετικά, ενώ στη Λευκάδα μοιάζει με ανοιχτή πίτα με χωριάτικο φύλλο και η γέμιση με κριθάρι ή μπριάμ απορροφά τα υγρά που βγάζει κατά το μαγείρεμα.

ΚΥΡΙΩΣ ΠΙΑΤΑ

Παστίτσιο

Το παστίτσιο είναι πιάτο της ελληνικής κουζίνας. Βασικό συστατικό του είναι τα μακαρόνια και ο κιμάς. Ψήνεται στο φούρνο και σερβίρεται ζεστό σαν κυρίως πιάτο.
Η ονομασία και για το φαγητό και για τη μουσική καθιερώθηκε προς τα τέλη του 17ου αι. στη γείτονα Ιταλία. Ως προς το πρώτο, αφορά μια μεγάλη οικογένεια από πίτες, που σχετίζονται κυρίως με ζυμαρικά και ραγού.

Ένα από τα πιο παραδοσιακά αυτής της κραταιάς φαμίλιας είναι το pasticcio alla ferrarese που αποτελείται από ζύμη σε σχήμα θόλου μέσα στην οποία κλείνονται τα ζυμαρικά, το κρέας, τα μανιτάρια και η σάλτσα. Καταγεγραμμένη βρίσκουμε τη συνταγή στο βιβλίο συνταγών του Πελεγκρίνο Αρτούζι «La Scienza in Cucina e L’ Arte di Mangiar Bene». Στη συνταγή αυτή χρησιμοποιούνται τριών ειδών κρέατα: χοιρινό, μοσχαρίσιο και περιστεριού!

Απάκι

ΓιουΤο απάκι είναι παραδοσιακό αλλαντικό της ορεινής Κρήτης. Παρασκευάζεται κυρίως από χοιρινό κρέας, συνήθως από το ψαρονέφρι,αλλά έχει παρασκευαστεί και από φιλέτο κοτόπουλο.Τα κρέας κόβεται σε κομμάτια τα οποία μαρινάρονται σε ξίδι με μπαχαρικά, τα οποία περιλαμβάνουν πάντα το κύμινο και ίσως δυόσμο, για 2-3 ημέρες. Στη συνέχεια κρεμιέται και καπνίζεται σε κλαδιά φασκόμηλου και θυμαριού.

Το απάκι μπορεί να καταναλωθεί τόσο κρύο όσο και ζεστό, σκέτο ή μέσα σε πιάτα αυγών, οσπρίων, πίτσα, μακαρονάδες ή σαλάτες. Επίσης μπορεί να σερβιριστεί ως συνοδευτικό μπύρας

Γιουβέτσι

Το γιουβέτσι ή γκιουβέτσι (τουρκ. güveç) είναι τρόπος μαγειρέματος της Οθωμανικής κουζίνας που ψήνεται σε πήλινο σκεύος τουρκικής προέλευσης σε αργό ψήσιμο, το οποίο είναι γνωστό με το ίδιο όνομα, ή στη γάστρα στο φούρνο.

Η Ελληνική εκδοχή είναι αρκετά πικάντικη και συνοδεύεται με ζυμαρικά. Η λέξη γιουβέτσι πρωτοαναφέρθηκε τον 11ο αιώνα στο λεξικό “Diwan Lughat al-Turk” ως “küveç” που σημαίνει πήλινη κανάτα. Με τα χρόνια η λέξη άλλαξε σε “küdeç”, που σημαίνει πήλινο σκεύος για μαγείρεμα.

Οι συσκευές με αυτό το όνομα είναι πάντα πήλινες & η πιο συνηθισμένη & παραδοσιακή μορφή είναι το πλατύ και χαμηλό σκεύος. Άλλες μορφές είναι το στενότερο αλλά & βαθύτερο σκεύος (βαθύ γιουβέτσι) το οποίο σε μικρότερο μέγεθος χρησιμοποιείται & ως πιάτο (γιουβετσάκι), ενώ μια τρίτη μορφή που χρησιμοποιείται πολύ σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία κλπ) είναι το γιουβέτσι πουλερικών. Αυτό είναι σαν μεγάλο πιάτο με μια στήλη στο κέντρο του, όπου τοποθετείται μπύρα & επί αυτής το πουλερικό ολόκληρο.

Χυλοπίτες 

Οι χυλοπίτες είναι είδος παραδοσιακού ελληνικού ζυμαρικού που παρασκευάζεται από αλεύρι, αυγά, γάλα και αλάτι. Σε κάποια μέρη της Πελοποννήσου ονομάζονται και «τουτουμάκια», ενώ στην Κύπρο «τουμάτσια». Σε περιοχές της Μακεδονίας λέγονται «γιουφκάδες».

Η ζύμη ανοίγεται σε λεπτό φύλλο, και έπειτα κόβεται σε λωρίδες. Σε κάποιες περιοχές τεμαχίζονται σε μικρά τετράγωνα. Η διαδικασία αυτή στο παρελθόν γινόταν στο χέρι, ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται ειδικές μηχανές. Οι χυλοπίτες απλώνονται για ορισμένες μέρες σε καθαρά σεντόνια, μακριά από σκόνες και έντομα για να στεγνώσουν και να ξεραθούν τελείως. Τα λαζάνια παρασκευάζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μόνο που κόβονται σε στενόμακρες λωρίδες.

Μαγειρεύονται με διάφορους τρόπους, είτε ως σούπα, είτε με κοτόπουλο κ.λ.π.

χυλόπιτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χυλόπιτα (για το φαγητό). Μορφολογικά αναλύεται σε χυλ(ός) + -ό- + -πιτα[


Κλέφτικο

Το κλέφτικο πήρε το όνομα του από τους κλέφτες που έκλεβαν αρνιά και τα έψηναν σε πρόχειρους φούρνους που έσκαβαν μέσα στη γη, για να κρύψουν την μυρωδιά από το ψήσιμο.

Κεφτεδάκια

Ο κεφτές (υποκοριστικό κεφτεδάκια, μέσω του τουρκ. köfte) είναι κιμάς ο οποίος έχει μετατραπεί σε μικρή μπάλα. Μερικές φορές αναμειγνύεται με ψίχουλα ψωμιού, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, αυγά, βούτυρο και καρυκεύματα.
 Μαγειρεύονται με τηγάνισμα, ψήσιμο, βράσιμο στον ατμό και άλλους τρόπους. Μπορεί να παρασκευαστεί με διάφορα είδη κρέατος.
Η λέξη αυτή, σύμφωνα με τον Nişanyan πάει πίσω στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kop- που σημαίνει κόβω και κοπανώ και τα κεφτεδάκια είναι με κομμένο κρέας σε πολύ μικρά κομματάκια.
Επομένως η σύγχρονη ελληνική λέξη προέρχεται από την τουρκική, η οποία την έχει δανειστεί από τα περσικά, τα οποία είναι ινδοευρωπαϊκή γλώσσα.
κεφτές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كوفته (köfte) (τουρκική köfte) < περσική کوفته (kufte).

Μουσακάς

Ο μουσακάς (Αραβικά: مسقعة μουσακά'α, σερβοκροατικά: musaka/мусака, Τούρκικα: musakka, Ουγγρικά: rakott padlizsán - από την Τούρκικη λέξη για την μελιτζάνα patlıcan) είναι η ονομασία που έχουν πολλά πιάτα με διαφορετικές μορφές, αλλά με κοινό χαρακτηριστικό συστατικό τις μελιτζάνες και που συναντώνται σε διάφορες μορφές στην Ελλάδα, σε όλα τα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Ρουμανία), σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής (Αίγυπτος, Λίβανος), στην Τουρκία και στην Κεντρική Ευρώπη.

Η λέξη μουσακάς προέρχεται από το αραβικό "musaqqa‘a", το οποίο σημαίνει κρύο. Η ρίζα "saqqa‘a" (θηλυκή παθητική μετοχή του ρήματος παγώνω) προέρχεται από τη λέξη "sa’a" που σημαίνει παγωμένο, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τη λέξη "saqi’a" που μεταφράζεται ως άσπρο . Όμως, αυτή δεν είναι η μοναδική ετυμολογική εξήγηση της λέξης μουσακάς. Ο 'Αλαν Ντέιβιντσον στο "Oxford Companion to Food" παραπέμπει μεν στην αραβική λέξη musaqqa (με την έννοια του υγραίνω), επισημαίνοντας παράλληλα ότι το όνομα αυτό χρησιμοποιήθηκε στην Τουρκία πρώτα και ότι δεν είναι βέβαιο ότι το πιάτο προέρχεται από την αραβική παράδοση. Ακόμη, σύμφωνα με τον Κλίφορντ Ράιτ, ετυμολογικά ο μουσακάς μπορεί να βασίζεται στο παλαιστινιακό musakhkhan ("αυτό που έχει ζεσταθεί"), το οποίο ουσιαστικά είναι ένα πιάτο από ψιλοκομμένο κοτόπουλο μαγειρεμένο με κρεμμύδι, τυλιγμένο σε ειδικό ψωμί και ψημένο στο φούρνο.

Μπριζόλες 

Η μπριζόλα είναι ένα είδος κρέατος, το οποίο αποτελείται από μυϊκές ίνες και μπορεί και οστό, τα οποία έχουν κοπεί εγκάρσια. Το κρέας μπορεί να προέρχεται από χοιρινό, βοδινό, αρνίσιο, γίδινο κρέας, καθώς και άλλα ζώα, αλλά και από κάποια ψάρια, όπως ο σολομός. Μπορούμε να το ψήσουμε πάνω σε μια ψηστιέρα ή πάνω στα κάρβουνα.

Στα ελληνικά η ονομασία προέρχεται από την ιταλική λέξη braciola, η οποία σημαίνει φέτα κρέατος ψημένη στα κάρβουνα. Στην ιταλική κουζίνα υπάρχουν ξεχωριστά γεύματα με το όνομα braciola.

Μπιφτέκι

Το μπιφτέκι είναι παρασκεύασμα από κιμά (ζωικής ή φυτικής προέλευσης) ο οποίος ζυμώνεται με αλάτι και πιπέρι και πλάθεται σε στρογγυλό σχήμα. Η ονομασία του προέρχεται από τη γαλλική λέξη bifteck (από την αγγλική beefsteak). Άλλα υλικά που μπαίνουν στο μίγμα είναι η τριμμένη φρυγανιά (εναλλακτικά μουλιασμένο ψωμί), το ξυσμένο κρεμμύδι, το λάδι, το αβγό, το γάλα, ο μαϊντανός και διάφορα μπαχαρικά.


Οφτό (αντικριστό)

Αυτό που ψήνεται στα κάρβουνα, ή και σκεπασμένο με στάχτη και κάρβουνα

Ετυμολογία:  [οφτός < οπτός < αρχαία ελληνική ὀπτός < ἕψω (βράζω)


Σουτζουκάκια Σμυρνέικα, 

Η λέξη σουτζούκ (sucuk ) στα τουρκικά σημαίνει λουκάνικο, συνεπώς σουτζουκάκι είναι το μικρό λουκάνικο. Ονομάστηκε έτσι από το μακρόστενο οβάλ σχήμα, ενώ η συνταγή έχει τις ρίζες της στην Οθωμανική / Τουρκική και την ελληνική κουζίνα. Οι Έλληνες παράλλαξαν τη συνταγή με το να αφαιρέσουν το ιστό του εντέρου με το οποίο ήταν τυλιγμένο το μίγμα που αποτελούσε το σουτζουκάκι. Στην Ελλάδα έγινε γνωστό και πέρασε από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης.


Σουβλάκι

Το σουβλάκι, είναι ελληνικό έδεσμα από ψημένα κομμάτια κρέατος. Είναι ονομαστό σε όλο τον κόσμο και σερβίρεται κυρίως σε ειδικά καταστήματα (σουβλατζίδικα). Είναι επίσης και ένας τύπος γρήγορου φαγητού που συναντάται σε υπαίθριες εκδηλώσεις εορταστικού χαρακτήρα. Στα ελληνικά πανηγύρια, σχεδόν πάντα συναντώνται πρόχειρες ψησταριές που πουλούν σουβλάκια με ψωμί.

Ονομάστηκε έτσι λόγω του τρόπου παρασκευής του: γιατί είναι κομμάτια κρέατος περασμένα σε μικρές μεταλλικές βέργες ή αλλιώς μικρές σούβλες.

Η συνταγή είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Αθήναιου στο έργο του Δειπνοσοφιστές, ότι ο Ηγήσιππος στο Οψαρτυτικό του, δηλ. στον οδηγό μαγειρικής που έγραψε, αναφέρει ένα έδεσμα που λεγόταν κάνδαυλος και ήταν κάτι ανάλογο με το σημερινό σουβλάκι. Συνδύαζε κομμάτια από ψητό κρέας, πίτα, τυρί και άνηθο και σερβιριζόταν με ζουμί (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 12, 516d).

Στιφάδο

Ετυμολογία στιφάδο < (άμεσο δάνειο) βενετική *stufado με τροπή [u] > [i] (δείτε και το ιταλικό stufato) < με απώτερη αρχή την αρχαία ελληνική τύφος ("ατμός"). Και ετυμολογική γραφή με ύψιλον.


ΕΠΙΔΟΡΠΙΑ

Γιαούρτι 

Γαλακτοκομικό παρασκεύασμα, το οποίο συχνά συσκευάζεται και διατίθεται στο εμπόριο σε κεσέδες ή γαβάθες

γιαούρτι < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική yaurti, πληθυντικός αριθμός του yaurte < οθωμανική τουρκική یوغورت (τουρκική yoğurt) < παλαιά τουρκικά yogurt < πρωτοτουρκική *jog-urt (πηγμένο γάλα)

Η ρίζα γιόγκ σημαίνει χονδρικά «συμπυκνώνω,γίνομαι ένα σώμα .

Είναι η υποθετική πηγή/απόδειξη ότι η ύπαρξή του παρέχεται από: Σανσκριτικά γιουγκάμ «ζυγός», γιουντζάτι «δένει, δεσμεύει», γιόγκα «ένωση». Χεττιτικό γιουγκάν "ζυγός;" Ελληνικός ζυγών «ζυγός», ζευγνιάναι «να ενωθώ, να ενωθώ

Παστέλι

Το παστέλι είναι ένα γλυκό από σουσάμι και μέλι. Είναι γλύκισμα τονωτικό, πλούσιο σε βιταμίνη Ε, ασβέστιο, φώσφορο, κάλιο, μαγνήσιο, σίδηρο. 
Οι ρίζες του παστελιού ξεκινούν από την Ιλιάδα του Ομήρου, το σησαμούς ή σησαμάτον γλύκισμα των Βυζαντινών.
Προς το τέλος του 20ου αιώνα, το παστέλι κυκλοφορούσε στην Ελλάδα συσκευασμένο σε παραλληλόγραμμα τεμάχια των 120-150 γραμμαρίων με αρκετά μαλακή υφή (μελάτο). 
Σήμερα το παστέλι βρίσκεται στην αγορά και σε μικρότερες συσκευασίες αλλά και σε προϊόντα με διαφορετική υφή (μελάτο, τραγανό). Υπάρχουν δε και άλλα γλυκά προϊόντα στα οποία το σουσάμι έχει αντικατασταθεί από ξηρούς καρπούς (αμύγδαλα κυρίως).
Το παστέλι έχει μεγάλη διάρκεια ζωής.
Αναφέρεται από τον Ηρόδοτο κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.:
ἱστάντες δὲ τοὺς χοροὺς τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος ἐποιήσαντο νόμον φέρεσθαι, ἵνα ἁρπάζοντες οἱ τῶν Κερκυραίων παῖδες ἔχοιεν τροφήν
αλλά και 1000 χρόνια αργότερα, τον 5ο αιώνα μ.Χ. από τον λεξικογράφο Ησύχιο:
<σησάμη>· σησαμίς. καὶ πλακοῦς ἐκ σησάμης.


Κουραμπιέδες

Ο κουραμπιές είναι χαρακτηριστικό γλύκισμα ευρύτατα διαδεδομένο σε όλη την Ελλάδα και στην Κύπρο που κατατάσσεται στα πατροπαράδοτα γλυκίσματα, όπως το μελομακάρονο, και που συνήθως παρασκευάζεται τα Χριστούγεννα. Το όνομά του προέρχεται από το περσικό Qurabiye, που σημαίνει μπισκότο, γλύκισμα από αλεύρι, βούτυρο και άχνη ζάχαρη. Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας δημιούργησαν στο Νομό Καβάλας το 1924 τη Νέα Καρβάλη και μετέφεραν την παραδοσιακή συνταγή κουραμπιέδων της Μικράς Ασίας. Έτσι σήμερα στην Ελλάδα οι πιο γνωστοί παραδοσιακοί κουραμπιέδες είναι αυτοί της Νέας Καρβάλης

Λουκούμι

Το λουκούμι (να μη συγχέεται με τον λουκουμά) είναι παραδοσιακό γλύκισμα που συναντάμε στην Ελληνική κουζίνα, καθώς και σε αρκετές ακόμη κουζίνες των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. 
Η ακριβής προέλευσή του δεν μπορεί να οριστεί με απόλυτη βεβαιότητα.
 Παρόμοιες αραβικές και περσικές συνταγές μπορούν να εντοπιστούν αρκετούς αιώνες πριν, ενώ υπάρχουν αναφορές για παρασκευή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον 18ο αιώνα και το αρχικό του όνομα ήταν rahat hulkum, παραφθορά του οποίου είναι και η λέξη λουκούμι και προέρχεται από το αραβικό rāḥat al-hulqūm, το οποίο είναι και η τωρινή επίσημη ονομασία του στα αραβικά.
 Σερβίρεται σε μικρά κυβικού σχήματος κομμάτια, και συχνά περιέχει αμύγδαλο, ενώ διατίθεται σε διάφορες γεύσεις οι πιο συνηθισμένες από τις οποίες είναι το τριαντάφυλλο (κόκκινο λουκούμι), το περγαμόντο (πράσινο λουκούμι) και η μαστίχα (κίτρινο λουκούμι).

Η παραγωγή λουκουμιού, έκτοτε, έχει επεκταθεί σε διάφορα μέρη του κόσμου, αρχικά στις χώρες της Ευρώπης, της Μεσογείου και τις Αραβικές χώρες και αργότερα και σε όλες τις υπόλοιπες ηπείρους.

Μπαγκλαβάς
 
Ο μπακλαβάς είναι γλύκισμα που συναντάται σε πολλές κουζίνες, όπως της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Αζερμπαϊτζάν. Το γλύκισμα φτιάχνεται με ζύμη φύλλου και περιέχει γέμιση ξηρών καρπών, συνήθως φουντούκι, φυστίκι ή καρύδι, και παίρνει την γλυκιά του γεύση από σιρόπι ζάχαρης ή μελιού. Συνήθως σερβίρεται μετά από το γεύμα και συνοδεύεται από καφέ.
 Η πιο παλιά συνταγή ενός είδους γλυκού που μοιάζει αρκετά με τον μπακλαβά υπάρχει σε ένα Κινέζικο-Μογγολικό βιβλίο με συνταγές του 1330, με την ονομασία güllach.
Η λέξη μπακλαβάς προέρχεται πιθανόν από τη μογγολική ρίζα baγla- που σημαίνει 'τυλίγω' με την Τουρκική κατάληξη -v
Θα μπορούσε να έχει σχέση και με την τουρκική λέξη baglamak που σημαίνει δένω πχ. με σιρόπι



Χαλβάς


Με το όνομα χαλβάς χαρακτηρίζεται μια ποικιλία από διαφορετικά γλυκίσματα, τα οποία συναντώνται σε διάφορες παραλλαγές σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, αρκετές της Μεσογείου και αρκετές της Μέσης Ανατολής (μέχρι και την Ινδία και το Πακιστάν).

Πρώτες ύλες για τους χαλβάδες είναι συνήθως κάποια λιπαρή ουσία (βούτυρο, ελαιόλαδο, ηλιέλαιο, ταχίνι), άμυλο (νισεστές, σιμιγδάλι), ενώ σε μερικές χώρες χρησιμοποιούν και υλικά όπως καρότο, ρεβίθι ή παπάγια και γλυκαντικές ουσίες(ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι, γλυκόζη, χαρουπόμελο).

Για ποικιλία στις γεύσεις ή σαν διακόσμηση, προστίθενται συνήθως διάφοροι ξηροί καρποί (κυρίως αμύγδαλα, σταφίδες) και αρωματίζεται με μπαχαρικά (βανίλια, γαρύφαλλο, κανέλα, κάρδαμο, κρόκος), μέλι, κακάο ή σοκολάτα, ξύσμα ξινών φρούτων ή/και κομματάκια από αυτά, χυμούς φρούτων ή άλλα φυσικά αρωματικά παρασκευάσματα (ροδόνερο, αφεψήματα λουλουδιών).

Η ονομασία του φαίνεται να προέρχεται από την αραβική ρίζα حلوى ή hulw (χαλβά), που σημαίνει γλυκό. Η προφορά της λέξης στις χώρες αυτές είναι περίπου ίδια, ωστόσο οι παραλλαγές ξεχωρίζουν από την όψη και την υφή.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς μπήκε στην Ελλάδα, πιθανολογείται ότι πέρασε στην ελληνική κουζίνα προς το τέλος του 12ου αιώνα.

Από τους γνωστότερους χαλβάδες είναι ο σησαμένιος, ο σιμιγδαλένιος, ο φαρσαλινός ή παζαριώτικος, παραδοσιακός χαλβάς των Φαρσάλων, ο περσικός και ο κετέν χαλβάς. .Ο χαλβάς από σησάμι (σωστότερα από ταχίνι) είναι νηστίσιμος, ανάλογα, όμως, με την τήρηση της νηστείας για το λάδι, νηστίσιμοι θεωρούνται και οι άλλοι δύο τύποι εφόσον έχουν παρασκευαστεί τοιουτοτρόπως.

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ


https://www.etymonline.com/


https://www.wikipedia.org/


https://en.wiktionary.org/




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια