Ticker

12/recent/ticker-posts

Από που πήραν το όνομά τους οι χοροί

 Τι είναι χορός

Ο χορός είναι μορφή καλλιτεχνικής και αθλητικής έκφρασης η οποία γενικά αναφέρεται στην δυνατότητα έκφρασης συναισθημάτων κλπ. Μέσω της κίνησης του σώματος, συνήθως ρυθμική και σύμφωνη με τη μουσική. Είναι ένας τρόπος επικοινωνίας μέσω του σώματος

Η ελληνική λέξη είναι αβέβαιης προέλευσης, γιατί η αρχική έννοια είναι άγνωστη. 

Ίσως είναι από τη ρίζα ΠΙΕ *gher- (1) "να πιάνω, να περικλείω,να γυρίζω σχηματίζοντας κύκλο", ή *gher- (2) "να αρέσω,να χαρώ", αν η  αρχική σημασία  ήταν «να χαίρεσαι».

www.panetymon.gr

Είδη χορών 

Αρχαίοι χοροί

Πυρρίχιος 

Ο πυρρίχιος είναι ο αρχαιότερος ελληνικός πολεμικός χορός. Οι χορευτές χόρευαν κρατώντας ασπίδα και δόρυ και φορώντας περικεφαλαία.

Όψιμες γραπτές πηγές συνδέουν ετυμολογικά τον πυρρίχιο με τον Πύρρο, την πυρά ή κάποιον Πύρριχο, Λάκωνα ή Κρητικό. Εμπνευστές του θεωρούνται οι Κουρήτες, η Αθηνά, οι Διόσκουροι ή οι Αμαζόνες. Άλλοι ένοπλοι χοροί της αρχαιότητας ήταν ο Καλαβρισμός στη Θράκη και την Καρία (Μ. Ασία), ο Τελεσίας στη Μακεδονία και η Καρπαία στη Θεσσαλία. Τον 6ο αιώνα π.Χ., ο πυρρίχιος εισήχθη από τη Σπάρτη στην Αθήνα ως αγώνισμα των Μεγάλων και Μικρών Παναθηναίων, πιθανόν και των εν Άστει Διονυσίων. Με όπλα την ασπίδα, το δόρυ και το τόξο, από πολεμικός μιμητικός χορός στα Παναθήναια, εξελίχθηκε σε χορό που παρίστανε στιγμιότυπα από τη ζωή του Διονύσου. Η Αθηνά είναι η μόνη θεότητα που εκτελεί τον πυρρίχιο, και ο Πλάτων ερμηνεύει το όνομα Παλλάδα από το γεγονός ότι «πάλλεται» στη διάρκεια του χορού. Τον πυρρίχιο εκτελεί στη γέννησή της η πάνοπλη θεά, καθώς ξεπηδάει από το κεφάλι του Δία. Ο ανδρικός πυρρίχιος απεικονίζεται στα αγγεία από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα ως τα μέσα του 5ου, με προτίμηση στην ατομική εκτέλεση που μιμείται μάχη εναντίον αντιπάλου. Οι γυναικείες παραστάσεις είναι λίγες, υστερότερες (μέσα 5ου αιώνα -αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) κι εντελώς διαφορετικές. Η συγγραφέας κατατάσσει τις 29 αγγειογραφίες που εξετάζει σε έξι εικονογραφικές κατηγορίες, όπου ο πυρρίχιος, πάντα μιμητικός χορός, εμφανίζεται με τρεις μορφές ως: α) εξάσκηση χορευτριών, β) ψυχαγώγηση ανδρών σε συμπόσιο ή γυναικών στο γυναικωνίτη και γ) στο πλαίσιο της λατρείας της Αρτέμιδος. Με συνοδεία αυλητρίδας, η πυρριχίστρια εκτελεί ατομικό χορό με όπλα που δεν είναι πάντα πραγματικά.

Κόρδακας

Ο Κόρδακας είναι ένας Αρχαίος Ελληνικός προκλητικός, άσεμνος χορός, της αρχαίας κωμωδίας.

Είναι χιουμοριστικός ως χυδαίος. Ο Αθήναιος τον βάζει μαζί με την υπορχηματική όρχηση, προσθέτοντας ότι και οι δύο είναι "παιγνιώδεις" (ΙΔ' 630Ε, 28), ενώ λέει: "Ο μεν κόρδαξ παρ' Έλλησι φορτικός", δηλαδή "Ο κόρδακας είναι στους Έλληνες, χυδαίος". Ο Πολυδεύκης (IV, 99) τον χαρακτηρίζει κωμικό λέγοντας: "Είδη δε ορχημάτων, εμμέλεια τραγική, κόρδακες κωμικοί, σικιννίς σατυρική", ενώ η Σούδα γράφει: "κορδακίζειν· αισχρώς ορχείται. Κόρδαξ γαρ είδος ορχήσεως κωμικής".

Η εκτέλεση του κόρδακα λεγόταν κορδακισμός και κορδάκισμα και χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του άσεμνου χορού, ενώ ο χορευτής του κόρδακα ονομάζονταν κορδακιστής.

Συρτός

Ο συρτός είναι ένας παραδοσιακός ελληνικός χορός που η προέλευσή του τον ανάγει στην αρχαία Ελλάδα. Το όνομα του χορού προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη "σύρω" (τον χορό).

Ο χορός μνημονεύεται στην Επιγραφή του Επαμεινώνδα (στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ.), που βρέθηκε στη Βοιωτία και αναφέρει: "Τὰς δὲ πατρίους πομπὰς μεγάλας καὶ τὴν τῶν συρτῶν πάτριον ὄρχησιν θεοσεβῶς ἐπετέλεσεν", δηλαδή "με θεοσέβεια τέλεσε τις μεγάλες εθνικές πομπές και την εθνική όρχηση του συρτού".

Ο Συρτός χορεύεται σήμερα σε όλη την Ελλάδα και είναι διαδεδομένος σε πολλές χώρες.

Παραδοσιακοί χοροί 

Τσάμικος

Ο Τσάμικος είναι παραδοσιακός ελληνικός χορός. Χορεύεται σε κύκλο με ρυθμό 3/4. Παλιότερα ο τσάμικος χορευόταν μόνο από άνδρες, αλλά στη σύγχρονη εποχή παίρνουν μέρος και γυναίκες.
Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από τη λέξη τσάμης, που σημαίνει "ψηλός", και αναφέρεται μεταφορικά στο λεβέντικο ανάστημα που κατά παράδοση διαθέτουν οι χορευτές, αφού "τσάμι" λέγεται το έλατο ή πεύκο σε ορισμένες περιοχές. Ονομάζεται επίσης και Κλέφτικος, καθώς χορεύονταν από τους Κλέφτες την εποχή της.
 Μπορεί να είναι  όμως μια παραφθορά του ονόματος ενός ποταμού στην Ήπειρο του Θύαμι όπου ίσως ξεκίνησε να χορεύεται ο Τσάμικος.

Πεντοζάλι

Ο Πεντοζάλης, είναι κρητικός χορός που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες με μέτρο τα 2/4. Συνοδεύεται από πλήθος μελωδιών, τις γνωστές «κοντυλιές».

Ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης από τις Βρύσες Αμαρίου του νομού Ρεθύμνου στην εργασία του “Neugriechisches Leben, verglichen mit dem Altgriechischen; zur Eriduterung beider”, Βερολίνο 1840, καταγράφει στους χορούς των σύγχρονων Κρητικών μεταξύ άλλων: “Πεντοζαλίτης (ο χορός με τα πέντε βήματα). Πρόκειται για έναν άλλο χορό η εντοπιότητα του οποίου βρίσκεται στις ανατολικές περιοχές της Κρήτης, Κνωσό και Λασήθι. Το χορό αυτό, που δεν είναι άλλος από τα αυτοδαή ορχήματα του Σοφοκλή” (Σοφοκλ. Αίας 693-701) ενώ παραθέτει περιγραφή από την Ιλιάδα του Ομήρου (Σ 590-605).[3]
Το 1842 ο Μ. Χουρμούζης Βυζάντιος, αναφέρει το Σιγανό και τον Πηδηχτό, τον οποίο Πηδηχτό ανάλογα με το βηματισμό του τον διαχωρίζει σε “Τριοζάλη” και “Πεντοζάλη”.[4]
Στο βιβλίο “Απομνημονεύματα εθελοντού της Κρητικής Επαναστάσεως κατά τα έτη 1866-67-68 υπό Π. Γρύπου”, Αθήνα 1884, διαβάζουμε: “…ούτω δ’ αφ’ ού εκορέσθημεν ποτού και φαγητού αρχίσαμεν να άδωμεν και να χορεύωμεν τον Τσάμικον, ενώ και εκ των νέων Κρητικών τινές συνόδευσαν ημάς διά της Κρητικής των λύρας άδοντες και χορεύοντες τον λεγόμενον Πενταζάλη όπερ είναι ο ωραίος Κρητικός χορός, μάλιστα δε όταν ο πρωταγωνιστής είναι καλός χορευτής..” (σ.σ. το «επιτόπιο» αυτό γλέντι έλαβε χώρα σε ύψωμα της περιοχής Αμαρίου, δίπλα στο χωριό Γερακάρι.

Ζωναράδικος

Ο Ζωναράδικος είναι παραδοσιακός χορός από τη Θράκη. Οφείλει την ονομασία του στη λαβή που χρησιμοποιούν οι χορευτές γιατί πιάνονται από τα ζωνάρια τους.Η μουσική του χορού είναι εξάσιμη. Οι άνδρες πιάνονται στην αρχή ακολουθώντας ο ένας τον άλλον και έπονται οι γυναίκες

Συρτός
Αναφέρθηκε πιο πάνω 

ΛΑΪΚΟΙ ΧΟΡΟΊ


Ζεϊμπέκικο


Το ζεϊμπέκικο (ή ζεϊμπέκικος) είναι ελληνικός λαϊκός χορός. Το όνομά του οφείλεται στον πληθυσμό των Ζεϊμπέκων. Αναφέρεται ότι διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η εμφάνισή του ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα σε αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι χορευόταν στη Μαγνησία και το Αϊδίνιο σε τοπικές γιορτές. 
Όντας αρχικά αντικριστός χορός δύο ατόμων που έφεραν οπλισμό, εξελίχθηκε σε «μονήρη αυτοσχεδιαστικό ανδρικό χορό»
Ο χορός αντλεί την καταγωγή του από το τάγμα των Ζεϊμπέκων.
 Οι Ζεϊμπέκοι ως ιδιαίτερη μειονότητα του πληθυσμού της Προύσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, επονομαζόμενοι και «ιππότες των όρεων», ήσαν υπό διωγμό εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς τους. Η ετυμολογία του τουρκικού "Zeybek" δεν είναι σαφής. Σύμφωνα με το λεξικό του Nisayan, είναι είτε τουρκικής είτε αραβικής καταγωγής. Μερικές πηγές ισχυρίζονται ότι προέρχεται από τη λέξη sübek, όπου sü σημαίνει "στρατός, στρατιώτες" και bek σημαίνει "άρχοντας (bey)" στα παλιά τούρκικα. Σύμφωνα με τον Onur Akdogu, προέρχεται από τη λέξη saybek που σήμαινε "δυνατός φύλακας" στα παλιά τούρκικα. Σύμφωνα με τον Paul Wittek μπορεί να εξελίχθηκε από το όνομα "Σάλπακις Μανταχίας", που χρησιμοποιήθηκε από τον Βυζαντινό ιστορικό Παχυμέρη για τον Μπέη Μεντεσέ, που ίδρυσε το μπεϊλίκι του Μεντεσέ στην νοτιοδυτική Ανατολία.

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης σε μια συνομιλία του με τον ρεμπέτη Τάκη Μπίνη έχει υποστηρίξει ότι «οι Ζεϊμπέκηδες ήταν Έλληνες κυρίως από την Μακεδονία και αλλού και Θρακιώτες, που ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στα βάθη της Ασίας. Τους ονόμαζαν Ζεϊμπέκια δηλαδή ζωέμπορους και Μακελάρηδες γιατί έσφαζαν ζώα και τα πουλούσαν. Στο πέρασμα των χρόνων θέλησαν να απαθανατίσουν τον ηρωισμό τους και να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους και έτσι δημιούργησαν αυτόν το χορό, το ζεϊμπέκικο, που τον χόρευαν ένας ένας με σπαθιά στα χέρια και πότε πότε και στο στόμα: βγάζοντας μουγκρητά ή αλαλαγμούς, σαν τα σημερινά όπα, άλα, γιάλα και διάφορα άλλα.

Σύμφωνα με άλλες θεωρίες ο χορός πρόκειται για κατεξοχήν αρχαίο ελληνικό - θρακικό που τον μετέφεραν και τον διέδωσαν στην Ασία οι αρχαίοι Αργείοι-Θράκες, όταν ίδρυσαν αποικία στις Τράλλεις (σημερινό Αϊδίνιο) της Μικράς Ασίας.Ο Σίμων Καράς υποστήριζε πως ο χορός είχε κληρονομιά αρχαιοελληνική (ρυθμική - χορευτική) αφού το ρυθμικό τους σχήμα των 9 χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Λεσβίας Σαπφούς

Διεθνείς χοροί

ΛΑΤΙΝ ΧΟΡΟΙ

Ο χορός λάτιν έχει την καταγωγή του στη λατινική Αμερική. Τυπικοί χοροί λάτιν είναι οι Τσα τσα τσα, Ρούμπα, Σάμπα, Σάλσα, Μάμπο, Μπατσάτα.

Μερικοί δάσκαλοι χορού επίσης συμπεριλαμβάνουν το Τάνγκο και το Αργεντίνικο Τάνγκο παρόλο που είναι εντελώς διαφορετικοί στην μορφή τους.

Επίσης σε κάθε χώρα υπάρχουν και άλλοι παραδοσιακοί χοροί Λάτιν. Στην Αργεντινή υπάρχουν οι Τσακαρέρα, Γκάτο, Εσκοντίδο και Ζάμπα. Στη Βολιβία υπάρχουν οι Μορενάδα, Γιαμεράδα, Καποράλες και ο πρόσφατα δημιουργηθείς Τίνκου.

Τάνγκο


Το τανγκό  ή τάνγκο, από τα Ισπανικά, είναι είδος μουσικής (σε ρυθμό 2/4 ή 4/4) και αντίστοιχου χορού. Το Τανγκό γεννήθηκε, ήκμασε και ακμάζει ακόμη στην περιοχή του Ρίο δε λα Πλάτα, δηλαδή στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη, αλλά και διαδόθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο. 
Η Ισπανική λέξη tango  πιθανόν  έχει σχέση με τη λέξη  ακουμπάω στα ισπανικά ή από την γλωσσική οικογένεια Niger-Congo της Δυτικής Αφρικής και είναι συγγενής με την λέξη tamgu (χορός/χορεύω) της γλώσσας Ibibio αυτής της οικογένειας.
 Πρόκειται για κοινωνικό αυτοσχεδιαστικό χορό. Χορεύεται από «tangueras» και «tangueros» σε βραδιές με συγκεκριμένη δομή, τις «μιλόνγκες» (ισπ. milonga). Ο όρος «μιλόνγκα» περιγράφει τόσο την εκδήλωση όσο και το χώρο στον οποίο αυτή εκτυλίσσεται. 

ΜΑΜΠΟ

Το Μάμπο είναι λάτιν χορός κουβανέζικης προέλευσης και αντιστοιχεί στη μουσική μάμπο. Είναι ρυθμικά παρόμοιο με το αργό μπολερό, αν και έχει ένα πιο σύνθετο σχέδιο βημάτων.
Προς το τέλος της δεκαετίας του '40, ένας μουσικός που ονομάζονταν Πέρες Πράδο βρήκε το χορό για τη μουσική μάμπο και έγινε το πρώτο πρόσωπο που εμπορεύθηκε τη μουσική του ως «μάμπο». Μετά από την Αβάνα, ο Πράδο κίνησε τη μουσική του προς το Μεξικό και έπειτα στην πόλη της Νέας Υόρκης.
Ετυμολογικά από την αμερικανική ισπανική mambo, που λέγεται από τον Webster ότι προέρχεται από την κρεολική λέξη της Αϊτής για "ιέρεια βουντού".


ΡΟΥΜΠΑ

Η Ρούμπα είναι ένας αστικός χορός που έγινε διεθνώς γνωστός από τις αρχές του 20ου αιώνα. Φέρεται να είναι επηρεασμένος από αφρικάνικούς χορούς και να σχετίζεται με το είδος της αφρό-κουβανικής μουσικής.
Ο χορός που διδάσκεται σε αρκετές σχολές χορού ως Ρούμπα δημιουργήθηκε από τον χορευτή Pierre Zurcher Margolie που πήγε στην Κούβα το 1952 για να μελετήσει τους χορούς που χορεύουν οι Κουβανοί. Εκεί είδε τον χορό που ονομάζουν οι Κουβανοί Μπολερό-Σον. Για καλύτερη προώθηση (marketing) του χορού που άρχισε να διδάσκει, χρησιμοποίησε την ονομασία Ρούμπα ως ένα πιο εύηχο όνομα, για έναν χορό που είναι εντελώς διαφορετικός από τον Κουβανικό χορό Ρούμπα.
"La Rumba" ήταν το όνομα μιας δημοφιλής μελωδίας ταγκό από το 1913), από την κουβανέζικη ισπανική ρούμπα, αρχικά "ξεφάντωμα, γαϊτανάκι", που προήλθε από το ισπανικό ρούμπο "ξεφάντωμα, πάρτι", παλαιότερα "επιδείξεις, πομπή, ηγεσία", ίσως αρχικά " η πορεία ενός πλοίου», από το rombo «rhombus», σε σχέση με την πυξίδα, η οποία σημειώνεται με έναν ρόμβο. Το ρήμα καταγράφεται από το 1932.

ΣΑΜΠΑ

Η σάμπα (πορτογαλικά: Samba) είναι μουσικοχορευτικό είδος και πολιτισμικό χαρακτηριστικό της Βραζιλίας. Αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του βραζιλιάνικου πολιτισμού, και είναι ιδιαίτερα γνωστή για τον ζωηρό ρυθμό της και την ερωτική της χορευτική έκφραση.
Η ετυμολογία της λέξης δεν είναι γνωστή, και έχουν γίνει διάφορες εκτιμήσεις για την προέλευσή της:

στην πορτογαλική γλώσσα το ρήμα σαμπάρ (sambar) σημαίνει το να εργάζεται κάποιος με το ξύλο, ενώ το ουσιαστικό σαμπούκο (sambúco) είναι ονομασία παλαιού μουσικού οργάνου, άρπας ή λάουτου.
δεν είναι βέβαιο το αν ο αφρικανικός χορός με την ονομασία σέμπα σχετίζεται με τη βραζιλιάνικη σάμπα, και το κατά πόσο είναι παλαιότερος ή νεότερος, πέρα από την επιφανειακή ομοιότητα στο όνομα και κάποιες ομοιότητες στην τεχνοτροπία. Σε 2 από τις αφρικανικές γλώσσες της οικογενείας Μπαντού το σέμπα σημαίνει χορός, ενώ σε άλλες γλώσσες της ίδιας οικογενείας έχει διάφορες άλλες τελείως διαφορετικές έννοιες, όπως πείνα ή ύφασμα

ΣΑΛΣΑ


Ο χορός σάλσα είναι ένας λάτιν χορός που δημιουργήθηκε από τους ισπανόφωνους της καραϊβικής και από τους ισπανόφωνους μετανάστες στις ΗΠΑ. Ο χορός Σάλσα αναμιγνύει στοιχεία από διάφορους αφρικάνικους και ευρωπαϊκούς χορούς. Βασικές επιρροές της Σάλσα είναι οι χοροί Σον, Ρούμπα, Γκουαράτσα, Μπόμπα.

Ο χορός Σάλσα χορεύεται κυρίως σε ζευγάρια, αν και υπάρχουν και σόλο φόρμες, και η Ρουέδα που χορεύεται σε κύκλο όπου τα ζευγάρια ανταλλάσσουν τους παρτενέρ τους.
Από το 1975 ως είδος χορευτικής μουσικής ,δάνειο από τα ισπανικά, κυριολεκτικά «σάλτσα», από το χυδαίο λατινικό *salsa «μπαχαρικό»


ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΙ ΧΟΡΟΙ


Φλαμένγκο


Το φλαμένκο (ισπ. Flamenco) είναι ένας ισπανικός χορός που αφορά ένα είδος μουσικής και χορού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αιώνα.
Το φλαμένκο ενσωματώνει μια σύνθετη μουσική και πολιτισμική παράδοση. Προήλθε αρχικά από την περιφέρεια της Ανδαλουσίας, όπου αναπτύχθηκε σαν ξεχωριστή υποκουλτούρα με κέντρα τη Σεβίλλη, το Κάδιξ και τη Μάλαγα.

Η ίδια η προέλευση του όρου φλαμένκο, συνεπώς και της ιστορίας του, έχει πολλαπλές ερμηνείες. Για παράδειγμα, στην ισπανική γλώσσα, ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν και για τους προερχόμενους από τη Φλάνδρα, κάτι που μπορεί να υποδηλώνει ότι το φλαμένκο έφτασε στην Ισπανία από Φλαµανδούς µετανάστες επί βασιλείας Καρόλου Ε'. Επίσης, ορισμένες εκδοχές δέχονται ως προέλευσή του τη Βόρεια Αφρική, ενώ άλλοι παρατηρούν επιρροές ακόμα κι από τη Βυζαντινή και Ινδική θρησκευτική µουσική.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Νότιας Ισπανίας από τους Μωαμεθανούς, Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι ζούσαν σε σχετική αρμονία. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες νομαδικές τσιγγάνικες φυλές της Ισπανίας, οι οποίες πιθανότατα προήλθαν από την περιοχή Παντζάμπ της Ινδίας.
Ετυμολογία της λέξης
Από τους "fellah-mengu"
Σύμφωνα με τον Blas Infante, ο όρος "flamenco" προκύπτει από την ισπανοαραβική έκφραση "fellah-mengu", που σημαίνει "χωρικός χωρίς γη". Η συγκεκριμένη θεωρία δεν αποδεικνύεται ιστορικά ή μουσικολογικά, αλλά είναι περισσότερο μια πολιτικοιδεολογική υπόθεση. Παρ' ολ' αυτά, κι ο Padre García Barrioso επίσης υποστήριξε ότι η λέξη "flamenco" προέρχεται από τη μαροκινή έκφραση "fellah-mangu" που σημαίνει "το τραγούδι των χωρικών".

Από τη Φλαμανδία
Σύμφωνα με τον Felipe Pedrell, το flamenco έγινε γνωστό στην Ισπανία στην εποχή του Καρόλου του 5ου. Κάποιοι προσθέτουν ότι στους χορούς που οργανώνονταν για να υποδεχτούν το βασιλιά, ο λαός φώναζε "¡Báilale el flamenco!", εννοώντας να χορέψουν όλοι για το Φλαμανδό βασιλιά. Την υπόθεση αυτή αντικρούει το γεγονός ότι η μουσική και ο χορός διαδόδηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, πολύ αργότερα από το γεγονός αυτό.

Από τους τσιγγάνους, γνωστοί και ως Flamencos
Το 1881, ο Demófilo, στο πρώτο του δοκίμιο σχετικά με το Flamenco, υποστηρίζει ότι η λέξη "flamenco" οφείλει την ονομασία της στους πρώτους εκφραστές, τους τσιγγάνους, οι οποίοι ονομάζονται και flamencos. Μάλιστα, ο George Borrow σαράντα χρόνια πριν αναφέρει στο βιβλίο του "Los Zíncali: Los Gitanos De España" τους τσιγγάνους ως Flamencos, ενισχύοντας τη θεωρία του Demófilo. Ο λόγος που οι τσιγγάνοι ονομάζονται Flamencos, ενδεχομένως να προκύπτει από τη λέξη "flama", υπονοώντας το φλογερό ταμπεραμέντο των τσιγγάνων ή επειδή χόρευαν δίπλα σε μια αναμμένη φωτιά.

Το 2010 η UNESCO συμπεριέλαβε το φλαμένκο στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ύστερα από σχετική αίτηση της Ισπανίας

Τουίστ

Χόρευε τουίστ, χόρευε τρελά. Χόρευε τουίστ κι όλα θα παν’ καλά. Χόρευε τουίστ και να μη σταθείς, αν δεν αισθανθείς πως θα ξεβιδωθείς», τραγουδούσε η Αλίκη Βουγιουκάκη στην ταινία «Χτυποκάρδια στο θρανία». Αυτό ακριβώς έκαναν εκατομμύρια νέοι σε όλο τον κόσμο στις αρχές τις δεκαετίας του ’60. Χόρευαν μέχρι… ξεβιδώματος. 
Ετυμολογικά η λέξη Τουίστ σημαίνει  στριφογυρίζω , τυλίγω 

Βαλς


Το βαλς είναι δυτικός χορός για ζευγάρια σε ρυθμό 3/4. Χορεύεται ανά δύο σε γοργό ρυθμό περιστροφών και σταθερό βηματισμό. Το βαλς, και ειδικά η κλειστή του θέση, αποτέλεσε αφορμή για τη δημιουργία πολλών άλλων χορών.

βαλς < (άμεσο δάνειο) γαλλική valse < γερμανική Walzer < walzen < μέση άνω γερμανική walzan (γυρίζω) < πρωτογερμανική *walt- (γυρίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wel- (γυρίζω)

Μπαλέτο

Το μπαλέτο είναι είδος χορού, με καταγωγή από την Ιταλία του 15ου αιώνα, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε στη σκηνική του μορφή, κυρίως στη Γαλλία και τη Ρωσία. Στην πρώτη μορφή του απουσίαζε η χρήση σκηνικών και λάμβανε χώρα σε μεγάλες αίθουσες συναθροίσεων, όπου οι θεατές καταλάμβαναν τις θέσεις μπροστά και εκατέρωθεν της σκηνής. Έκτοτε έχει εξελιχθεί σε είδος χορού υψηλών τεχνικών απαιτήσεων, με δική του ορολογία και δομική σύσταση. Η μουσική συνοδεία είναι κατά κύριο λόγο από το ρεπερτόριο της κλασικής μουσικής.
Η λέξη balletto προέρχεται από τη ιταλική γλώσσα, στην οποία είναι υποκοριστικό της λέξης ballo (εξ ου και μπάλος στα ελληνικά), που σημαίνει χορός, και που με τη σειρά της ανάγεται στη λατινική λέξη ballo ή ballare, που σημαίνει χορεύω. Η λατινική αποτελεί παραφθορά του ελληνικού ρήματος βαλλίζω, που έχει ταυτόσημη σημασία






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια