Ticker

3/recent/ticker-posts

Από πού πήραν το όνομά τους τα μέρη του ανθρωπίνου σώματος

Τι ονομάζουμε ανθρώπινο σώμα

Το ανθρώπινο σώμα είναι το βασικότερο στοιχείο του ανθρώπου. Αποτελείται από πολλούς διαφορετικούς τύπους κυττάρων, οι οποίοι δημιουργούν ιστούς, που με τη σειρά τους συνθέτουν διάφορα συστήματα οργάνων. Αυτά τα όργανα εγγυώνται την ομοιόσταση και τη ζωή του ανθρώπινου σώματος.Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από το κεφάλι, τον λαιμό, τον κορμό (που περιλαμβάνει τον θώρακα και την κοιλιά), τα χέρια (άνω άκρα) και τα πόδια (κάτω άκρα)

Το σώμα μας είναι μια εκπληκτική μηχανή που πραγματοποιεί εκατομμύρια διεργασίες  .

human body
 Αγνωστη είναι  η ετυμολογία τής λέξης. Ισως συνδέεται με το θέμα σω- (σω-ρός, σώ-ος) ή με το θέμα σωπ- (*σωπ-μα > σώ-μα από το σήπ-ομαι). Η αρχαία λέξη σωματίδιο χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει το γαλλικό corpuscule στη φυσική.

Η κόρη των ματιών μας διαστέλλεται και συστέλλεται ανάλογα με την ένταση του φωτός στο περιβάλλον, η καρδιά μας χτυπάει με έναν ρυθμό που προσαρμόζεται στις ανάγκες των οργάνων για αίμα, τα έντερα μας και το στομάχι μας κινούνται για να προωθήσουν την τροφή, ορμόνες εκκρίνονται όταν πρέπει και όσο πρέπει ενώ εκατομμύρια χημικές αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα, χωρίς εμείς να έχουμε κάποια ενεργή συμμετοχή σε αυτές τις διαδικασίες.

Μέσα από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης το ανθρώπινο σώμα έχει προσαρμοστεί και έχει προγραμματιστεί γενετικά ώστε να αντιδρά με συγκεκριμένο τρόπο ανάλογα με τις περιστάσεις.

Αντίστοιχα γενετικά προγράμματα ενεργοποιούνται σε συνθήκες που απειλούν την επιβίωση μας. Αυτόματοι μηχανισμοί τίθενται σε λειτουργία για να μας βοηθήσουν και να αυξήσουν την πιθανότητα επιβίωσης μας σε μια δύσκολη κατάσταση.


Μέρη του ανθρωπίνου σώματος

ΚΥΤΤΑΡΑ

Το σώμα συνίσταται από τρισεκατομμύρια κύτταρα, που είναι τα θεμελιώδεις στοιχεία της ζωής. Στην πλήρη ανάπτυξή του, υπάρχουν κατά προσέγγιση 30[5-37 τρισεκατομμύρια κύτταρα στο σώμα, μια εκτίμηση που προκύπτει από το σύνολο των κυττάρων που αποτελούν τα όργανα και από τα είδη των κυττάρων. Ακόμη, το σώμα αποτελεί ξενιστή για περίπου τον ίδιο αριθμό μη ανθρώπινων κυττάρων, όπως άλλων πολυκύτταρων οργανισμών που ζουν στο γαστρεντερικό σύστημα και στο δέρμα[6]. Το σώμα δεν συνίσταται, όμως, μόνο από κύτταρα. Στα 70 κιλά ενός μέσου ανθρώπινου σώματος, περίπου τα 25 κιλά συγκροτούνται από μη ανθρώπινα κύτταρα ή μη κυτταρικές μορφές, όπως κόκαλα και συνδετικούς ιστούς

 Ετυμολογικά η λέξη κύτταρο έχει σχέση με τη λέξη κύτος < κύω < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)qut-, *(s)qeu- (καλύπτω, κρύβω). Συγγενές με τη (σανσκριτικά) skunati (κρύβω) και το (λατινικά) cutis (δέρμα)

ΙΣΤΟΣ
 Ιστός στη βιολογία είναι ένα σύνολο κυττάρων με παρόμοια μορφή και λειτουργία, που συνδέονται και συνεργάζονται για την πραγματοποίηση της ίδιας λειτουργίας.

Στο ζωικό βασίλειο υπάρχουν συνολικά τέσσερις διαφορετικοί τύποι ανάλογων κυττάρων, συνεπώς τέσσερα είδη ιστών. Αυτοί είναι ο επιθηλιακός ιστός, ο ερειστικός ιστός, ο νευρικός ιστός και ο μυϊκός ιστός. Καθένας από αυτούς διαφοροποιείται σε επιμέρους τύπους κατά ειδικότερη δομή και φυσιολογία των κυττάρων τους

ΟΡΓΑΝΟ

όργανο < αρχαία ελληνική ὄργανον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)

ΚΑΡΔΙΑ

καρδία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱḗr- / *ḱr̥d-. Συγγενή: λατινική cordis

ΑΡΤΗΡΙΕΣ

ἀρτηρία < ἀϜερτηρία < ἀρτῶ (: κρεμώ)
Κατά άλλους: Αρτηρία<αήρ(αέρας)+τηρώ (προσέχω,φέρω)= φέρει αέρα (οξυγόνο) στο σώμα

ΦΛΕΒΕΣ

φλέβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φλέψ από την αιτιατική «τὴν φλέβα» μέσω της μεσαιωνική ή ελληνιστικής < φλέω< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew (φουσκώνω, ρέω)

ΑΙΜΑ

 Πολυσύστατο ζωτικό υγρό, χρώματος ερυθρού, το οποίο μέσω της καρδιάς, τών αρτηριών και τών φλεβών κυκλοφορεί στους ιστούς και στα όργανα του σώματος και τά διατηρεί στη ζωή
Το αἷμα είναι διμορφηματική λέξη hai-ma με το επίθημα -ma να ανάγεται στο ΙΕ επίθημα ουδετέρων *-mn. (λ.χ. h1no-mn. > ὄνομα, nomen κλπ). Επομένως είναι πολύ πιθανόν και το πρώτο μόρφημα να είναι ΙΕ καταγωγής. Το πρωτο-ελληνικό μόρφημα hai- αν προέρχεται από μια ΙΕ ρίζα αυτή θα είναι η *sai- < *seh2i-/*sh2ei-. Βρήκα δύο τέτοιες ρίζες που ταιριάζουν στο αἷμα. Η μία είναι η *seh2i-/*seh4i-  «πληγή, πόνος» που έδωσε το αγγλικό sore και το ελληνικό αἱμωδία ~ πονόδοντος και, κατά συνέπεια, το *sh2i-mn. > αἷμα είναι «αυτό που βγαίνει από την πληγή».

ΠΝΕΥΜΟΝΑΣ

πνεύμων, ήδη ομηρικό < πλεύμων, το [pn] με παρετυμολογική επίδραση του πνέω, πνεύμα < *pleu-mon < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **plew- (πλέω) + -μω

ΚΕΦΑΛΗ
κεφαλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεφαλή  ίσως απο την ΠΙΕ  * kaput που σημαίνει κεφαλή

ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ

εγκέφαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκέφαλος < ἐν + κεφαλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-
(ιθύνων νους) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική brain

ΝΕΥΡΟ

νεύρο < αρχαία ελληνική νεῦρον (τένοντας)

ΜΥΤΗ

Η λέξη μύτη, η προεξοχή του ανθρωπίνου προσώπου που χρησιμεύει στην αναπνοή και στην όσφρηση, έχει αρχαιοελληνικές ρίζες. Πιστεύεται πως προέρχεται από τη λέξη μύτις, που δήλωνε αρχικά το ήπαρ ορισμένων μαλακίων όπως της σουπιάς και στη συνέχεια το μελάνι της σουπιάς

ΣΤΟΜΑ

στόμα < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

ΦΑΡΥΓΓΑΣ

φάρυγξ < αρχαιότερος τύπος φάρυξ (θηλυκό, γενική: φάρυγος) + ένρινο επίθημα κατά το λάρυγξ < *φαρ-υγ-ς. Πιθανόν το θέμα φαρ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰerH- (σκάβω, τρυπάω) .

ΜΑΤΙ

μάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάτι(ν) < ὀμμάτιν < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα (μάτι) < *ὄπ-μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *op- / *okʷ-


ΑΥΤΙ

Σύμφωνα με τις απόψεις του γλωσσολόγου Γ. Χατζιδάκι, το αρχικό οὖς δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει τύπο αυτί. Το νεοελληνικό αφτί προήλθε, κατά την άποψή του, ως εξής: από το υποκοριστικό ὠτίο και ειδικότερα από τον πληθυντικό του τὰ ὠτία προήλθε στη συμπροφορά του τύπου ταουτία, ο οποίος φωνητικώς εξελίχθηκε σε ταφτία (το ου απέκτησε συμφωνική προφορά και μετατράπηκε στο τριβόμενο φ). Από τον τύπο ταφτία περάσαμε στο τ' αφτιά, από όπου μετά ο ενικός τ' αφτί. Ο αρχικός τύπος οὖς δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον τύπο αυτί.

Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη η λέξη "αυτί" προέρχεται από: μσν. αυτί(ν) < αυτίον < ελνστ. ὠτίον υποκορ. του αρχ. οὖς με βάση τον πληθ. με άρθρο: τά ὠτία > [tawtia] (τροπή του [o] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.), τροπή του ημιφ. σε [f] πριν από άηχο σύμφ., ανασυλλ. [t-aftia] και νέος εν. το αυτί· αυτ(ί) -άρα. 

ΚΑΤΩ ΑΚΡΑ


ΜΗΡΟΣ

O μηρός, κοινώς μπούτι, είναι η περιοχή μεταξύ του ισχίου (λεκάνης) και του γόνατος. Ανατομικά, είναι μέρος του κάτω άκρου

ΜΗΝΙΣΚΟΣ

μηνίσκος < αρχαία ελληνική μηνίσκος < υποκοριστικό του Μήνη< σελήνη -μισοφέγγαρο

ΠΕΛΜΑ

Το κάτω μέρος του ποδιού των ανθρώπων και των ζώων, από τη φτέρνα ως την άκρη των δαχτύλων, αυτό που πατά στο έδαφος· πατούσα. 
[λόγ. < αρχ. πέλμα ίσως να έχει σχέση με το  πελάζω <πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂- (πλησιάζω, ωθώ)

ΠΤΕΡΝΑ

πτέρνα < ιωνικός τύπος  πτέρνη < → λείπει η ετυμολογία

ΑΝΩ ΑΚΡΑ

ΧΕΡΙ

χέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χέριν < ελληνιστική κοινή χέριον (υποκοριστικό) < αρχαία ελληνική χείρ 

 ΔΑΧΤΥΛΟ

 δάχτυλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δάχτυλ(ον) + -ο < δάκτυλον με ανομοίωση της προφοράς [kt] > [xt] < αρχαία ελληνική δάκτυλος (αρσενικό) Συγκρίνετε με το δάκτυλος

ΝΥΧΙ

νύχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νύχι(ν) < αρχαία ελληνική ὀνύχιον, υποκοριστικό του ὄνυξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃negʰ- (νύχι) (συγγενές με το λατινικό unguis)