Σύμφωνα με τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη " οι ξένες λέξεις της ελληνικής γλώσσας ," ας ελπίσωμεν να μην πάψουν να μας επισκέπτονται,μαζί με τον πολιτισμό των ξένων "
Για τον ορισµό των ξένων λέξεων σε μια γλώσσα ο
Τριανταφυλλίδης ανατρέχει στον Noreen: «Ξένες λέξεις είναι όσες εισήχθησαν εις χρήσιν
ληφθείσαι ουχί εξ αυτής της εγχωρίου γλώσσης αλλά έξωθεν, αδιάφορον αν εκ ζώσης
γλώσσης ή µη, αν εκ συγγενούς ή µη, αν εκ της αρχαιοτέρας φάσης της γλώσσης ή εκ των
διαλέκτων."
Είναι φυσικό επακόλουθο από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στη Γη ,να ενσωματώνει στο λεξιλόγιο του ,ξενες λέξεις που άκουσε όταν ήλθε σε επαφή με άλλους ανθρώπους-λαούς (έστω και για μικρό χρονικό διάστημα).
Αν βέβαια οι λαοί ήταν κατακτητές του για μεγάλο χρονικό διάστημα ,τότε ενσώματωνε στο λεξιλόγιο του , πολλές λέξεις από το λεξιλόγιο του κατακτητή (με μικρές φωνητικές τροποποιήσεις) σε μεγαλύτερη έκταση. Κλασσικό το παράδειγμα της τουρκοκρατίας για την Ελλάδα, όπου μας άφησε εκατοντάδες ξένες λέξεις στο ελληνικό λεξιλόγιο.
Όλοι οι λαοί της Γης έχουν ξένες λέξεις στο λεξιλόγιό τους ακόμα και οι πιο απομακρυσμένοι ,όπως οι Ισλανδοί.
Περισσότερες λέξεις ενσωμάτωσαν οι λαοί που βρίσκονταν στο σταυροδρόμι των πολιτισμών ή είχαν περάσει πολλοί κατακτητές από την περιοχή τους ή αν ήταν "φιλόξενοι" εκ πεποιθήσεως όπως οι Έλληνες .
Βασικό σηµείο της επιχειρηµατολογίας του Τριανταφυλλίδη είναι ότι ο λεξιλογικός δανεισµός
είναι χαρακτηριστικό όλων των ζωντανών γλωσσών, και βέβαια συνέβη και σε παλαιότερες
περιόδους της ελληνικής, συγκεκριµένα στην αρχαία, την οποία οι οπαδοί της
καθαρεύουσας θεωρούν πρότυπο. Αν λοιπόν ορίσουµε τα δάνεια ως «λέξεις που εισήλθαν
εις την γλώσσαν µας από τας ξένας γλώσσας», τότε θα πρέπει να προγράψουµε λέξεις
όπως αµύγδαλον, ρόδον, βιβλίον, µίτρα, µαγεύω, βασανίζω κτλ., γιατί και αυτές ήταν ξένες
για τους αρχαίους, οι οποίοι, αν είχαν κάνει την ίδια σκέψη, θα έπρεπε να τις είχαν διώξει και
αυτοί από τη γλώσσα τους.
Με με τη δημιουργία των εθνικών κρατών σε πολλά κράτη έγινε προσπάθεια ενός ξεκαθαρίσματος των ξενόφερτων λέξεων ,αλλά τις περισσότερες φορές χωρίς αποτέλεσμα. Κλασσικό παράδειγμα η προσπάθεια να καθιερωθεί η πατάτα ως γεώμηλο ή το καρπούζι ως υδροπέπονο αλλά μάταια γιατί το ισχυρό υπόγειο ρεύμα της συνήθειας υπερισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις.
Ποιοί λόγοι οδηγούν κάποιον λαό να ενσωματώσει στη γλώσσα του ξένες λέξεις
Πολλοί και διάφοροι λόγοι οδηγούν στην ενσωμάτωση ξενόφερτων λέξεων στη καθομιλουμένη γλώσσα ενός λαού,όπως:
- Γιατί πρόκειται για μία λέξη που αναφέρεται σε τεχνολογικό προϊόν που έφτιαξε πρώτος ένας άλλος λαός πχ. al ud -το ξύλινο.Με την επικοινωνία των λαών ενσωματώθηκε στη γλώσσα μας και όχι μόνο,ως ούτι ή λαούτο
- Γιατί πρόκειται για μια λέξη που αναφέρεται σε κάποιο ζώο-φυτό -ψάρι που ήλθε από άλλη χώρα και η ονομασία του προσαρμόστηκεμε μικρή τροποποίηση στη νέα γλώσσα π.χ το τσάι ,το πάντα,καμήλα κτλ.
- Λέξεις που αναφέρονται σε γεωγραφικά σημεία άλλων χωρών. Κατά τη μεταφορά τους στην ελληνική γλώσσα, σε αρκετές περιπτώσεις έχουμε φωνητικές τροποποιήσεις π.χ.ο ποταμός Rhein,θα γίνει στα ελληνικά Ρήνος, κτλ. Ενώ μερικές παραμένουν χωρίς αλλαγή π.χ.Σιερα Νεβάδα - Sierra Nevada
- Μέσα από τη διοίκηση του κράτους καθιερώνονται διοικητικοί όροι από τον κατακτητή με αποτέλεσμα αυτοί να μείνουν και μετά την εκδίωξη του κατακτητή πχ΅πασάς,μπέης,δερβέναγας,Καίσαρας, Πάπας,κτλ.
- Μέσα από την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας ενσωματώθηκαν πολλές λέξεις με αραμαϊκές,εβραϊκές, ή αραβικές, ρίζες στο ελληνικό λεξιλόγιο αλλά και σε όλες τις χριστιανικές χώρες.Βέβαιοι οι λέξεις αυτές υπέστησαν φωνητικές τροποποιήσεις για γίνουν πιο οικείες στους χρήστες τους. πχ.το Eleyah σε Ηλίας ,το Yakob σε Ιακώβ κτλ
- Τα τελευταία χρόνια με την ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και της πληροφορικής υπήρξε μια ενσωμάτωση ξενικών όρων και ακρωνυμίων σχεδόν σε όλες τις γλώσσες,σε παγκόσμιο επίπεδο πχ: usb,flash,ram,router
- Ξένες λέξεις ως μεταφραστικά δάνεια πχ. απο το αγγλικό skyscraper έχουμε το ουρανοξύστης ,από το γαλλικο appartement έχουμε το διαμέρισμα κτλ
- Επίσης κάποιες λέξεις ενσωματώνονται στο καθημερινό λεξιλόγιο ασυναίσθητα γιατί ως ηχητικό μουσικό σύνολο αρέσει στους ακροατές ,επαναλαμβάνονται συχνά και έτσι ενσωματώνονται.
Αναφέροντας παραδείγµατα από γλώσσες όπως τα γαλλικά, ο Τριανταφυλλίδης αναδεικνύει
τον δανεισµό ως παράγοντα εµπλουτισµού του λεξιλογίου. «Εις όλας τας γλώσσας αι ξέναι
λέξεις πάντοτε συνετέλεσαν και συντελούν εις πλουτισµόν του λεξικού των· αντί ν’
αντικατασταθούν υπό των εγχωρίων λέξεων, διατηρούνται εν χρήσει πλησίον αυτών ή των
τυχόν νέων πλαττοµένων, εκφράζουσαι απόχρωσιν διά την οποίαν δεν υπάρχει ή δεν
ευχρηστεί η εγχώριος λέξις.» Σχετικά παραδείγµατα υπάρχουν άφθονα: «[…] το αριβάρω
δεν σηµαίνει ακριβώς ό,τι και το φτάνω, το φίνος ό,τι και το λεπτός, το σίγουρος -άρω ό,τι
και το βέβαιος, το σκαπουλέρνω ό,τι και το ξεφεύγω, η κατσάδα και το κατσάδιασµα ό,τι και
το µάλωµα.»Εποµένως, «αι ξέναι λέξεις επλούτισαν την γλώσσαν µας»
Ας δούμε μερικές ξένες λέξεις στην Ελληνική γλώσσα ανάλογα με τη γλώσσα προέλευσης:
ΑΓΓΛΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
(πολλές από αυτές αποτελούν αντιδάνεια από την ελληνική ,αφού πρώτα σαν σκυταλοδρομία περάσουν από τη λατινική γλώσσα)
Σκρινσοτ (Screenshot) οθονογραφία, στιγμιότυπο οθόνης
Γκλίτερ (Glitter) χρυσόσκονη
Παζλ (Puzzle) γρίφος
Γκλάμουρ (Glamour) αίγλη, μεγαλείο
Πρότζεκτ (Project) εργασία, ερευνητικό σχέδιο
Ίντερνετ (Ιnternet) διαδίκτυο
Μπάσκετ (Basketball) καλαθοσφαίριση
Μπρέικ (Break) διακοπή, διάλειμμα
Σέλφι (Selfie) αυτοφωτογραφία
Σόπινγκ (Shopping) ψώνια, αγορές
Φυσικά αφού οι άγγλοι ανακάλυψαν το ποδόσφαιρο μας δάνεισαν πολλές λέξεις όπως
γκόλ,σέντερφόρ,γκολκήπερ,οφσάιντ,κόρνερ,τεραίν,λάινσμαν,ρέφερυ,μπάσκετ,πεναλτυ,φάουλ
και πολλές άλλες......................
ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
(πολλές από αυτές αποτελούν αντιδάνεια)
Μοντάζ (Montage) συνδυασμός, προσαρμογή
Μπουτίκ (Boutique) κατάστημα ρούχων
Ντοκιμαντέρ (Documentaire) ταινία έρευνας (Λεξικό Τριανταφυλλίδη)
Ασανσέρ (Ascenceur) ανελκυστήρας
Σουξέ (Succès ) επιτυχία
Ραντεβού (Rendez-vous) συνάντηση
Σακ βουαγιάζ (sac de voyage) τσάντα ταξιδιού
Σκαμπό (Escabeau) σκαμνί
Από τη γαλλική γλώσσα έχουμε πολλές λέξεις σχετικές με το αυτοκίνητο όπως
Αμπραγιάζ (Embrayage) συμπλέκτης,
Παρπριζ (pare-brise) ανεμοθώρακας,
πορτμπαγκάζ,λεβιές,μουαγιέ,σωφέρ,κτλ
και πολλές άλλες.....................................
ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
(οι περισσότερες λέξεις έχουν περσική ή αραβική ρίζα και απλώς η τουρκική γλώσσα αποτέλεσε ενδιάμεσο σταθμό πριν αυτές έρθουν σε εμάς ελαφρώς τροποποιημένες)
γιακάς (περιλαίμιο),για την ακρίβεια πλαγιά
Γιαπί (οικοδομή),
Γιαρμάς (ροδάκινο),
Γλέντι (διασκέδαση)
Γούρι (τύχη),
δερβένι=πέρασμα
Εργένης (άγαμος),
Καΐκι (βάρκα)
Καρπούζι (υδροπέπων),
Κατσίκα (ερίφι-γίδα)
Καφάσι (κιβώτιο),
Κοτζάμ (τεράστιος-πελώριος),
Κουμπαράς (δοχείο χρημάτων),
Κουσούρι (ελάττωμα-μειονέκτημα),
Μανάβης (οπωροπώλης),
Μεζές (ορεκτικά),
Μπακάλης (παντοπώλης),
Μπογιά (βαφή-χρώμα),
Μπούτι (μηρός),
Ντουλάπα (ιματιοθήκη)
Ρουσφέτι (χαριστική εξυπηρέτηση),
σοβάς=επίχρισμά
αστάρι=υπόστρωμα βαφής
μπογιά=χρώμα
καλκάνι=ψάρι σαν ασπίδα
Ταβάνι (οροφή),
Τασάκι (σταχτοδοχείο),
Τεμπέλης (οκνηρός-ακαμάτης),
Τζάμι (υαλοπίνακας-γυαλί),
Τζάμπα (δωρεάν),
Τσομπάνης (βοσκός-ποιμένας)
Φλιτζάνι (κύπελλο),
Φουντούκι (λεπτοκάρυο-λεφτόκαρο),
Φρατζόλα (ψωμί)
Χαλί (τάπητας),
φουκαράς=φτωχός από το αραβικό fakr
χαμάλης=αχθοφόρος
χαλβάς =γλυκό
αμπάρι=ξύλινο κιβώτιο για δημητριακά
χάνι=πανδοχείο
χαντζάρι=μεγάλο μαχαίρι
χαράτσι=φόρος
χαράμι=άδικο,αμαρτία κυριολεκτικά
χαρέμι=γυναικωνίτης
χαρούπι=ξυλοκέρατο
χασές=λευκό ψωμί ή ύφασμα
χατήρι=χάρι
χαβάς=καιρός-αέρας
χαβαλές=διασκέδαση
γινάτι=θυμός
χασάπης=κρεοπώλης
κασαβέτι=στεναχώρια
καβάκι=λεύκα
καζάνι=λέβητας
καζαντζής=λεβητοποιός
κανάτι=στάμνα,στα αρανικά σημαίνει σωλήνας νερού
κτλ...............................................
Μαζί με τις λέξεις έχουμε ενσωματώσει εκατοντάδες επώνυμα στην Ελληνική γλώσσα ως κατάλοιπο της τουρκοκρατίας πχ.Καλατζής,Τενεκετζής,Καραμανλής κτλ ,καθώς επίσης και τοπωνύμια που παραμένουν αφού δεν άλλαξαν στη δεκαετία του 1930 πχ.Δερβένι,Κιλκίς,κτλ
ΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
(Μέσω των αρβανιτών πέρασαν αρκετές λέξεις στην ελληνική .Οι πλειοψηφία αυτών έχουν λατινική-τουρκική ρίζα και απλώς η αρβανίτικη εκδοχή της λατινικής ή τουρκικής λέξης μεταφέρθηκε στην ελληνική γλώσσα.Οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις είναι σχετικές με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.Στην αλβανική γλώσσα οι ελληνικές λέξεις είναι περίπου το 1/3)
Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές:
Μπουκιά=βλωμός
δερβέναγας= διοικητής των περασμάτων
μπέσα=εμπιστοσύνη
μπαμπέσης=αυτός που δεν κρατάει το λόγο του
λουλούδι=άνθος
μπομπότα=πίτα καλαμποκίσια
μαμαλίγκα=τυρόψωμο
τσούπρα=κοπελλιά
τζαμάρα=φλογέρα
μπάκα=κοιλιά
αμανάτι=ενέχυρο
αραμπάς=άμαξα
αάργαση=επεξεργασία
αρατίζομαι=εξαφανίζουμαι
σκαπετάω=εξαφανίζομαι
φλέτουρας=νυχτοπεταλούδα
αβαρία=ζημιά ,βλάβη
μπαμπάς=πατέρας
μπαμπανέτσα=πίτα με χόρτα και καλαμποκίσιο αλεύρι
μπα=αρνητικό μόριο
μπάτσα=σφαλιάρα
μπάφα=θηλυκό λαυράκι
μπακάλης=παντοπώλης
μπαλάντζα=ζυγαριά
παράγκα=παράπηγμα
μπάρα-μπάρα=ισοπαλία
μπασκί=πατημένο δέμα καπνού
μπελάς=σκοτούρα
μπεκιάρης=ανύπαντρος
μπερεκέτ=αφθονία
μπινιάρης=δίδυμος
μπιτίζω=τελειώνω
μπόϊ=ανάστημα
μπόσικο=κενό,μη σταθερό
μπακράτσι=χάλκινο σκεύος για υγρά
μπράφ=πετάγομαι
μπούχαβο=αφράτο χώμα μη σταθερό
μπουκουβάλα=ζαχαρόψωμο ή τυρόψωμο
μπούρτζι=φυλακή-πύργος
μπούρας=άνδρας
μπούτι=ο μηρός
τσακώνω=αρπάζω
τσακάω=σπάω
τσακαταρίζω=κάνω φασαρία
τσαπί=σκαπάνη
τσαγγάδα=γίδα χωρίς μικρά
τσόφλι=κέλυφος αυγού
τσέργα=φλοκάτη
τσίκ=αγγίζω
τσίκνα=καπνός από ψήσιμο κρέατος
τσιγγούνης=φιλάργυρος
τσιγκέλι=άγγιστρο για κρέμασμα σφαχτών
τσόλι=κλινοσκέπασμα
τσουλούφι=μπούκλα μαλλιού
σβαρνίζω=βωλοκοπώ,σέρνω πχ τα πόδια μου
τσάφι=πάχνη,παγωνιά
τσαϊρι=λιβάδι
τσακάλι=είδος λύκου
τσάμικο=είδος χορού
τσαπατσούλης=ακατάστατος
τσαπαρί=ταινία ,σειρά από αντικείμενα
τσουράπι=κάλτσα
τσαρδάκι=στέγαστρο για ζώα ή ανθρώπους
τσατάλι=δίχαλο
τσικρίκι=ανάμη για το μαλλί
τσοπάνης=βοσκός
τσοκάνι=μικρο κουδούνι για ζώα
τσούκα =κορυφή λόφου
νταμάρι=λατομείο,γεννιά
νταμιτζάνη=γυάλινο δοχείο για κρασί
ντερβένι=πέρασμα(περσική ρίζα)
ντούσκο=βελανιδιά
ντορής=κοκκινωπό άλογο
δραγουμάνος=διερμηνέας
δούγα=σανίδα βαρελιού
δόκανο=παγίδα
αρμπαρόριζα=είδος γερανιού
ύσκα=μήκυτας σε πολλά δένδρα ,χρησιμοποιούνταν για σπίρτο
φάρα=γένος
φαράσι=πτύο για συλλογή σκουπιδιών
φάσα=τεμάζιο υφάσματος
φέρμελη=γλιλέκο
φέτα=κομμάτι λεπτό φυντάνι=βλαστάρι
φιδές=πολύ λεπτά μακαρίνια
φύρα=απώλεια
φλοκάτη=σκέπασμα με κρόσσια
φουφού=κινητό πύραυνο
φούρκα=δίχαλο ,από το λατινικό fork=πιρούνι
φουστανέλλα=παραδοσιακό ένδυμα των ανδρών ,από το λατινικό φούστα
φουσκί=κοπριά
γκέκας=είδος σκυλιού
γκάνιαξα=διψάω πολύ
γαλέτα=παξιμάδι
γαργαλάω
γομάρι=γάιδαρος
γκριμάτσα=μορφασμός
γκούσια=πρόλοβος πουλιών
γούβα=βαθούλωμα
χαχαρίζω=γελώ δυνατά
χαλκάς=περιλαίμιο για ζώα
χαβάνι=γουδί
χατήλια=οι άκρες της σκεπής
κουρασάνι=αμμοκονία,η λάσπη
χούι=συνήθεια
γιακί=έμπλαστρο-πληγή
γιατάκι=στρώμα-τόπος διαμονής
κατσαβίδι=κοχλιοστρόφιο
κατσαμάκι=κουρκούτι
κασκαρίκα=ψεύτικη υπόσχεση
κατσούλα=κάλλυμα κεφαλής
καύκαλο=κέυφος χελώνας
καλαμπόκι=αραβόσιτος
καμτσίκι=μαστίγιο
καπάρος=προκαταβολή
καπτσάλι=χαλινάρι=μικρο ξύλο που τοποθετούνταν στο στόμα ζώων για τον απογαλακτισμό ους
καρακόλι=φυλάκιο
καραούλι=σκοπός=-παρατηρητήριο
καρβέλι=ψωμί
κασκαβάλι=είδος τυριού
καμτσίκι=μαστίγιο
κατί=υπόστεγο,χώρος διαμονής
κατάντια=άσχημη κατάσταση
κατράμι=πίσσα
κανούτα=γκρίζα γίδα
κλάπα=συνδετήριο ξύλο στην οικοδομή
κοκάρι ή κροκάρι =μικρο κρεμμύδι για φύτεμα
κοντάκι=υποκόπανος-contact
κόρα=η κρούστα του ψωμιού
κουρήτα=σκάφη για πότισμα ζώων
κουραμάνα=στρατιωτικό ψωμί
κοτέτσι=ορνιθώνας
κρούπι =σιδερένιο αντικείμενο
κουμπάρος=ανάδοχος
κουνιάδος=γυναικαδελφός
κουντράω=χτυπώ με το κεφάλι
καναπίτσα=λυγαριά
κουτρουλός=στρογγυλός
κουτουρού=κατ' εκτίμηση,απερίσκεπτα
κουβέντα=συνομιλία
λιάρος=παρδαλός
λελέκι=πελαργός
λιμέρι=κρυψώνας
λούτσα=βρεγμένος-λάσπη
λούμι=ιλύς
μαντέμι=χυτοσίδηρος
μανουσάκι=το ίον
μασιά=τσιμπίδα για κάρβουνα
μυστρί=μυστρί
παλάντζα=ζυγαριά
παπάρα=ψωμόσουπα
πούπουλο=πούπουλο
πούστης=θηλυπρεπής
ριτσέλι=γλυκό του κουταλιού
ρούγα=δρόμος-γειτονία
ρεμάλι=απατεώνας
σάτσι=γάστρα επίπεδη
συρμαγιά =αρχικό κεφάλαιο
σιχαρίκια=ευχάριστο μήνυμα
σόμπα=θερμάστρα
κτλ..........................................
Παρατήρηση εννοείται ότι έχουμε δεκάδες αρβανίτικες λέξεις ώς επίθετα πχ.Μπούρας,Μπιθιζής,Μπιθικώτσης,Μπιθέγκουρας,Μπούκης,Μπαμπούκης,Μπούκουρας,Κρούσκα,Κουντουριώτης,Μπλέτσας,Τσιάκας,Τσιακατάρας κτλ..........................................................
ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
(Πολλές απ΄αυτές αν τις αναλύσουμε έχουν ελληνική ρίζα και αποτελούν αντιδάνεια ή έχουν αραβική ή άλλη καταγωγή και απλώς πέρασαν στην ελληνική μέσα από την ιταλικη γλώσσα)
νεράντζι: naranza, ο καρπός της νεραντζιάς
νετάρω: nettare, τελειώνω κάτι
νέτος: netto, καθαρός, σκέτος
νιτερέσο: interesso, το συμφέρον
νιτσεράδα: incerata, πανωφόρι ή οποιοδήποτε επικάλυμμα από μουσαμά
νουβέλα: novella (=νέα), λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο ως προς την έκταση και την πλοκή, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος
νούλα: nulla, μηδενικό, χωρίς καμιά αξία
νούμερο: numero, αριθμός
νούντσιος: nunzio, διπλωματικός αντιπρόσωπος του Πάπα
ντάμα: dama, γυναίκα άγαμη ή έγγαμη που συνοδεύεται από άνδρα σε χορό ή σε περίπατο, υναικεία φιγούρα σε χαρτί της τράπουλας
ντάνα: tana, στήλη εμπορευμάτων τοποθετημένων ομοιόμορφα
νταραβέρι: dare-avere (=δούναι – λαβείν), εμπορική δοσοληψία, συναλλαγή, σχέση οικειότητας, κίνηση, φασαρία
νταρντάνα: tartana (=μεγάλο, βαρύ πλοίο), μεγαλόσωμη γυναίκα
ντελίριο: delirio, παραλήρημα
ντεμπουτάρω: debuttare, κάνω την αρχή, τα πρώτα βήματα στη σταδιοδρομία μου
ντεπόζιτο: deposito, δοχείο για εναποθήκευση νερού ή άλλου υγρού, χρηματικό ποσό σε χέρια τρίτου για φύλαξη
ντίβα: diva (=θεά), διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός
ντοκουμεντάρω: documentare, βασίζω σε τεκμήρια, σε ντοκουμέντα
ντοκουμέντο: documento, καθετί που χρησιμεύει ως απόδειξη, τεκμήριο
ντόλτσε βίτα: dolce vita (= γλυκιά ζωή), ο ευχάριστος βίος, η καλοπέραση
ντόμινο: domino, είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού
ντοτόρος: dottore, γιατρός
ντουέτο: duetto, τραγούδι για δύο φωνές, διωδία
ντούρος: duro, σκληρός, άκαμπτος, γερός, ίσιος, ευθυτενής
ντους: doccia, μπάνιο, πλύσιμο του σώματος με εξακόντιση νερού, ειδική υδραυλική εγκατάσταση στο χώρο του μπάνιου που εξακοντίζει νερό
ντούτσε: duce
ξαμολώ: (am)mollare, απολύω, αποδεσμεύω, αφήνω ελεύθερο
ομπρέλα: ombrella, ελαφρό φορητό κατασκεύασμα για ατομική προφύλαξη από τη βροχή ή από τον ήλιο-σκιάζω
όπερα: opera, σκηνικό έργο που βασίζεται σε κείμενο εξ ολοκλήρου μελοποιημένο
οπερέτα: operetta, ελαφρό θεατρικό είδος με μουσικά μέρη και διαλόγους σε πεζό
οργανέτο: organetto, μικρό μουσικό όργανο, η λατέρνα
ορντινάντσα: ordinanza, στρατιώτης αποσπασμένος στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού
ορτανσία: ortensia, είδος καλλωπιστικού φυτού
όρτσα: orza, αντίθετα προς τη διεύθυνση του ανέμου
ορτσάρω: orzare, οδηγώ ιστιοφόρο αντίθετα προς τη φορά του ανέμου
όστρια: ostro, ο νότιος άνεμος
ουρλιάζω: urlare, βγάζω άγρια φωνή, ωρύομαι, σκούζω
πάγκα: banca, μπάγκα
πάγκος: banco, μακρύ κάθισμα, χωρίς ράχη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν πολλά άτομα μαζί
πακέτο: pacchetto, δέμα από κάθε είδους πράγματα περιτυλιγμένα με χαρτί
πάκο: pacco, δέμα, πακέτο
πάλα: pala (= φτυάρι), το πλατύ τμήμα του κουπιού
παλάγκο: palanco, σύστημα τροχαλιών για το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα πλοίου, σύσπαστον
παλαμάρι: palamaro, χοντρό σκοινί της πρύμνης για δέσιμο του πλοίου στη στεριά, κάλως
παλαμίζω: spalmare (= πισσώνω, καλαφατίζω), επαλείφω πλοίο με μείγμα από πίσσα, λίπος και θειάφι
παλέτα: paletta, πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα, η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης
παλιάτσος: pagliaccio, μίμος πανηγυριών ή τσίρκων, γελωτοποιός
παλκοσένικο: palcoscenico (= η σκηνή θεάτρου), το σανίδωμα της σκηνής του θεάτρου, η σκηνή του θεάτρου, η θεατρική τέχνη
παλτό: palto, πανωφόρι
παντεσπάνι: pan di Spagna (=ψωμί της Ισπανίας), είδος γλυκίσματος από αλεύρι, αβγά και ζάχαρη
παντιέρα: bandiera, σημαία
παντο(ύ)φλα: pantofola, αναπαυτικό υπόδημα που φοριέται στο σπίτι
παπαγάλος: pappagallo, πουλί των θερμών χωρών με πολύχρωμο φτέρωμα, που μπορεί να επαναλαμβάνει έναρθρους ήχους, ψιττακός
παπαράτσι: paparazzo, φωτορεπόρτερ, για γεγονότα πολιτικά, κοσμικά κτλ.
παπαρούνα: papaverone, το φυτό μήκων η ροιάς, αγριολούλουδο με κατακόκκινα πέταλα
παράγκα: baracca, ξύλινο παράπηγμα
παραμάνα: paramano, είδος καρφίτσας ασφαλείας
παρασόλι: parasole, ομπρέλα για προφύλαξη από τον ήλιο
παράτα: parata, παρέλαση
παρκάρω: parcare, σταθμεύω το αυτοκίνητο
πάρκο: parco, αλσύλλιο, μεγάλος δενδρόφυτος κήπος για περιπάτους
πάρλα: parla, φλυαρία, πολυλογία
παρλαμέντο: parlamento, το κοινοβούλιο
παρλάρω: parlare (=φλυαρώ), μιλώ, φλυαρώ
παρμεζάνα: Parma, είδος ιταλικού τυριού
παρτέντζα: partenza, αναχώρηση κυρίως για πλοία, απόπλους
πάρτη: parte (= μέρος, μερίδιο), για πάρτη μου = για τον εαυτό μου
παρτιζάνος: partigiano, εθελοντής μαχητής, που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό, και αγωνίζεται για εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό ιδεώδες, επαναστάτης, αντάρτης
παρτιτούρα: partitura, τετράδιο ή βιβλίο με τα μέρη μουσικής συνθέσεως γραμμένα σε πεντάγραμμο
πασαβιόλα: bassa viola, όργανο σε σχήμα μεγάλου βιολιού, το βαθύχορδο
πασαμέντο: passamento, πλαίσιο από σανίδες ή πλάκες στο κάτω μέρος των εσωτερικών τοίχων οικοδομής
πασαπόρτι: passaporto, διαβατήριο
πασάρω: passare, πασέρνω, εγχειρίζω, δίνω πάσα, μεταβιβάζω έντεχνα ή κρυφά
πασατέμπος: passa – tempo, τα σπόρια
πασιέντσα: pazienza (=υπομονή), είδος ατομικού παιχνιδιού με τραπουλόχαρτα, που έχει σκοπό μαντευτικό
πάσο: passo (=βήμα, πέρασμα), βήμα
πάστα φλόρα: pasta frolla (= ζύμη εύθρυπτη), είδος γλυκίσματος από ζύμη που επικαλύπτεται με μαρμελάδα
πάστα: pasta, ζυμαρικό, είδος γλυκίσματος των ζαχαροπλαστείων, πολτός από μείξη διαφόρων υλικών
παστέλι: pastello, είδος γλυκίσματος από μέλι και σουσάμι
παστίλια: pastiglia, φαρμακευτικό δισκίο, είδος καραμέλας
παστίτσιο: pasticcio, είδος φαγητού με μακαρόνια, αβγά και κιμά
παστορέλα: παστορέλα, είδος ποιμενικού ποιήματος
πατ: patta (= εγκατάλειψη), σκακιστικός όρος που δηλώνει την ισοπαλία
πατατούκα: patatucco, κοντό ανδρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα
πατατράκ: patatrac, ο θόρυβος που δημιουργείται από ένα σώμα όταν πέφτει, φασαρία, θορυβώδες επεισόδιο, φαλιμέντο
πατέντα: patente, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα που παρέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος
πατίνα: patina, στρώμα οξειδώσεως με πρασινωπό χρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια παλιών μεταλλικών αντικειμένων
πατρόνα: patrona, η σύζυγος του οικοδεσπότη, οικοδέσποινα, ιδιοκτήτρια καταστήματος ή η σύζυγος του καταστηματάρχη
πατρονάρω: patrono, κατευθύνω ή προστατεύω χωρίς να φαίνομαι
πείρος: piro, πίρος, ξύλινο πώμα ή στρόφιγγα βαρελιού
πελάγρα: pellagra, είδος δερματικής νόσου που συνοδεύεται από πεπτικά και νευρικά φαινόμενα, μορφή αβιταμίνωσης, πελλάγρα
πέλος: pelo, το χνούδι, το τρίχωμα υφάσματος, χαλιού, μοκέτας κτλ.
πένα: penna (=φτερό), γραφίδα από φτερό ή μεταλλική
πέντολο: pendolo, το εκκρεμές
περγαμό(ν)το: bergamotto, το φυτό κίτριον το περγάμιον και ο καρπός του
πέργκολα: pergola, μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο
περκάλι: percale, είδος λεπτού μπαμπακερού υφάσματος
πέρλα: perla, το μαργαριτάρι
περούκα: perrucca, πρόσθετα τεχνητά μαλλιά, φενάκη
πεσκαδούρος: pescatore, η αρπάγη της άγκυρας, σύσπαστο με την αρπάγη του οποίου στερεώνεται η άγκυρα του πλοίου
πεταλίδα: patella, μαλακόστρακο που ζει κολλημένο στους βράχους
πετέχια: petecchia, αιμορραγικές κηλίδες που εμφανίζονται στο δέρμα, χωρίς τραυματική αφορμή
πέτο: petto, το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα
πετροκαλαμίθρα: pietra calamita, μαγνητική πέτρα που χρησιμοποιούσαν παλιότερα ως πυξίδα
πέτσα: pezza, δέρμα, επιδερμίδα, λεπτό στρώμα, σχετικά σκληρό, που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, η κρούστα του γάλακτος, η κόρα του ψωμιού
πετσέτα: pezzetta, κομμάτι από απορροφητικό ύφασμα που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα μελών του σώματος μετά το πλύσιμο ή το στέγνωμα υγρών αντικειμένων
πετσί: pezzo, δέρμα ανθρώπου ή ζώου
πιανίσιμο: pianissimo, με πολύ αδύνατη ένταση, πολύ σιγά στη μουσική
πιανίστα(ς)/τρια: pianista, ο καλλιτέχνης του πιάνου, αυτός που παίζει πιάνο
πιάνο: piano (= σιγά), μεγάλο, πληκτροφόρο μουσικό όργανο, κλειδοκύμβαλο
πιανόλα: pianola, μηχανικό πιάνο του οποίου τα πλήκτρα κινούνται με κατάλληλο μηχανισμό
πιάστρο: piastra, νομισματική μονάδα της Τουρκίας και της Αιγύπτου, ίση με το 1/100 της τουρκικής και αιγυπτιακής λίρας
πιατέλα: piattella, μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα
πιατέλο: piattello, μικρό πιάτο
πιάτο: piatto, σκεύος στο οποίο σερβίρεται φαγητό
πιάτσα: piazza, πλατεία, αγορά, παζάρι
πιγκουΐνος: pinguino, στεγανόποδο πτηνό των αρκτικών θαλασσών τρεφόμενο με ψάρια
πιένα: piena (= γεμάτος), συρροή κόσμου σε θέατρο, συναυλία κτλ
πιετά: pieta (=έλεος), στις εικαστικές τέχνες, η απεικόνιση της Παναγίας με το νεκρό Χριστό στα γόνατά της
πίκα: picca (=αιχμή), σύμβολο χαρτιού της τράπουλας’ μπαστούνι, πείσμα, θυμός, γινάτι
πικάντικος: piccante, που έχει ευχάριστα δριμεία γεύση
πικάρω: piccare, πικαρίζω, πειράζω με λόγια ή πράξεις, πεισμώνω, ερεθίζω,
πικέτο: picchetto, είδος χαρτοπαίγνιου με 32 τραπουλόχαρτα
πίκο-: piccolo>pico-, πρόθεμα το οποίο τιθέμενο πριν από το όνομα μονάδας μετρήσεως τη διαιρεί δι’ ενός τρισεκατομμυρίου
πίκολο: piccolo, μικρός πλαγίαυλος στη μουσική
πίλαστρο: pilastro, πεσσός, παραστάδα
πιλότος: piloto, πλοηγός, οδηγός αεροσκάφους
πινελάρω: pennelare, βάφω με πινέλο
πινέλο: pennello, μικρό βουρτσάκι κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας
πινό: pino, η άκρη της κεραίας πλοίου
πίπα: pipa, μικρός σωλήνας που χρησιμοποιείται για κάπνισμα
πιπιλίζω: pipilare, ρουφώ με τα χείλη, βυζαίνω
πισίνα: piscina (= ιχθυοτροφείο), τεχνητή δεξαμενή για κολύμβηση
πιστόλα: pistola, μεγάλο πιστόλι
πιστόνι: pistone, κλείδα χάλκινου πνευστού οργάνου
πίτα: pitta, είδος άζυμου ψωμιού, λαγάνα
πίτσα: pizza, είδος ιταλικής πίτας, που καλύπτεται με ντομάτες, τυρί, ζαμπόν κτλ. και ψήνεται στο φούρνο
πιτσαρία: pizzeria, κατάστημα που παρασκευάζει και σερβίρει πίτσες
πιτσικάτο: pizzicato, παραγωγή ήχου από έγχορδα όργανα με νύξη των χορδών
πιτσιρίκα: piccirillo, μικρό και ζωηρό παιδί
πιτσούνι: piccione, ο νεοσσός του περιστεριού, όμορφο κοριτσόπουλο
πίφερο: piffero, ξύλινο πνευστό όργανο, είδος μικρού φλάουτου
πλαστελίνη: plastilina, ευμάλακτη ύλη που χρησιμοποιείται για πλάσιμο
πλέμπα: plebe, υρφετός, όχλος
πλεμπάγια: plemaglia, πλέμπα
πλόσκα: flaska, ξύλινο δοχείο για κρασί
πο(υ)νέντες/ης: ponente (= δυτικός), δυτικός άνεμος, ζέφυρος
ποετάστρος: poetastro, νεαρός αδέξιος στιχουργός
πόζα: posa, φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη
ποζάρω: posare, παίρνω ορισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμέψω ως μοντέλο καλλιτέχνη
πολάκα: polacca, παλιό ιστιοφόρο, εμπορικό πλοίο
πολιτικάντης: politicante, άτομο επιτήδειο να εκμεταλλεύεται πολιτικές καταστάσεις ή γνωριμίες για προσωπικά του οφέλη
πολίτσια: polizia, η αστυνομία
πολυθρόνα: poltrona, αναπαυτικό κάθισμα με πλάτη και μπράτσα, για ένα άτομο
πόμολο: pomolo, χερούλι πόρτας ή παραθύρου
ποντάρω: pontare, βάζω σημάδι, καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί, υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι
ποπλίνα: papalina, είδος βαμβακερού υφάσματος που μοιάζει, κατά τη στιλπνότητα, με μεταξωτό
ποπολάρος: popolare, άνθρωπος του λαού
πορσελάνα: porcellana, πορσελάνη, λευκό ορυκτό χρήσιμο στην κατασκευή εκλεκτών αντικειμένων κεραμευτικής, σκεύος, αγγείο από το ορυκτό αυτό
πορτιέρης/ισσα: portiere, θυρωρός
πόρτο: porto, λιμάνι
πορτοκάλι: portogallo, ο καρπός της πορτοκαλιάς
πορτολάνα(ς): portolano, ναυτικός χάρτης που περιέχει τις ακτές και τα λιμάνια κάθε περιοχής
πορτοφόλι: portafogli, μικρή θήκη από δέρμα, ύφασμα ή πλαστικό που μεταφέρεται στην τσέπη και χρησιμεύει για την τοποθέτηση χρημάτων
πόστα: posta, ταχυδρομείο
ποστάλι: postale, πλοίο το οποίο μεταφέρει επιβάτες καθώς και αλληλογραφία και φορτία
ποστάρω: postare, ποντάρω (για τυχερά παιχνίδια)
πόστο: posto, θέση στην οποία εκτελεί κάποιος ορισμένη εργασία
ποτάσα: potassa, ανθρακικό κάλιο, καυστικό κάλιο
πουμώνω: pompare (= τρομπάρω), φουσκώνω
πουνέντες/ης: ponente (= δυτικός), δυτικός άνεμος, ζέφυρος
πουνιάλι/ο: pugnale (= ξιφίδιο), μαχαίρι, στιλέτο
πούντα: punta, πνευμονικό κρυολόγημα
πούρο: puro tabacco di Havana (= καθαρός καπνός της Αβάνας), είδος τσιγάρου από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού
πούρος: puro, αμιγής, καθαρός
πουτάνα: puttana, πόρνη, γυναίκα ανήθικη
πραγκαρόλι: brancarella, αλιευτικό εργαλείο για το ψάρεμα καλαμαριών
πράτιγο: pratica, ελεύθερη επικοινωνία με τους κατοίκους ενός τόπου έπειτα από άδεια υγειονομικής αρχής (για πλοίο και επιβάτες)
πρέζα: presa, ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη, μικρή ποσότητα, ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη
πρελούδιο: preludio, πρελούντιο, σύντομο μουσικό κομμάτι ως εισαγωγή σε εκτενέστερη μουσική σύνθεση
πρεμούρα: premura, βιασύνη, φούρια, ιδιαίτερος ζήλος
πρέσα: pressa, πιεστήριο, μηχάνημα για ισχυρή πίεση
πρέστο: presto, η μέγιστη δυνατή ταχύτητα στην εκτέλεση μουσικού κομματιού
πρίμα βίστα: prima vista, η εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη
πρίμα: prima, πριμαντόνα
πριμαντόνα: prima donna (=πρώτη κυρία), υψίφωνος όπερας, πρωταγωνίστρια όπερας
πρίμο: primo, η υψηλότερη φωνή σε διωδία ή χορωδία στη μουσική
πρίμος: primo (=πρώτος), ευνοϊκός, ούριος
πρόβα τζενεράλε: η γενική δοκιμή πριν από την πρεμιέρα
πρόβα: prova, δοκιμή φορέματος, δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
προβάρω: provare, κάνω πρόβα, δοκιμάζω
προβέντζα: ξαφνική μεταβολή του νότιου ανέμου σε σφοδρό βόρειο άνεμο, που συνοδεύεται, συνήθως, από αστραπές και βροντές
πρόζα: prosa, πεζός λόγος, έργο γραμμένο σε πεζό λόγο, πεζότητα
προσ(ι)ούτο: prosciutto, είδος αλλαντικού, κρέας από μηρό χοίρου αλατισμένο και καπνιστό
προστυχάντζα: πρόστυχος + anza, πρόστυχος άνθρωπος ή πρόστυχο εμπόρευμα
προτεστάντης/ισσα: protestante, πιστός που ανήκει στην εκκλησία των διαμαρτυρομένων
ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
αλλάχ الله (allāh) ο θεός.Συγγενεύει με το εβραικό Eloh’, El .Τελικά από την πρωτοσημιτική ρίζα *ʾil- ,ίσως να έχει σχέση με τη λέξη ήλιος μιας και λατρεύονταν σαν Θεός.
αλχημεία– al-ki:mi:a الكيمياء η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό χημεία και το αραβικό άρθρο αλ μπροστά.
αλκοόλ–al-kohl الكحل η πεμπτουσία ενός συστατικού
άλγεβρα الجبر al-jabr, ολοκληρώνω ή ξαναφτιάχνω παλιά πράγματα
αλκάλι القلي al-qali,αλκαλική ουσία που προερχόταν από τις στάχτες φυτών,qali=ψήνω,καίω
αλγόριθμος الخوارزمي al-khwārizmī ,παραφθορά της φράσης »από το βασίλειο της Xοραζμίας»
αμάλγαμα الملغم al-malgham,κατάπλασμα.Από το ελληνικό μάλγαμα= ουσία που μαλάσσεται
αζιμούθιο السموت as-sumūt ,τα μονοπάτια,οι κατευθύνσεις.Πηγή,κείμενα αστρονομίας του μεσαιωνικού Ισλάμ.
βενζίνη,βενζόλιο.Το βενζοικό ρετσίνι είναι μια ουσία που βγαίνει από ένα ινδονησιακό δέντρο.Οι Άραβες έμποροι του Μεσαίωνα,το έστελναν με πλοία στη Μέση ανατολή όπου έφτιαχαν μ’αυτό αρώματα και άλλες αρωματικές ουσίες.Η λέξη είναι μια πολύ μεγάλη παραφθορά του لبان جاوي labān jāwī -τσιχλώδες αρωματικό ρετσίνι.
γαζέλα غزال ghazāl
ελιξίριο.ا لإكسيرal-‘iksīr .αλχημιστική φιλισοφική λίθος,θεραπευτική ουσία.Οι Άραβες τη δανείστηκαν από την ελληνική ‘ξηριον’ και πρόσθεσαν το αραβικό άρθρο αλ που μπήκε στα αραβικά πρώτα με την έννοια της ξηρής σκόνης.
ζάχαρη سكّر sukkar ,τελικά από το σανσκριτικό sharkara=ζάχαρη
ζενίθ سمت الرأس samt al-ra’s ,το ζενίθ υψηλότερο σημείο,απόγειο,αποκορύφωμα αναφέρεται σε μεσαιωνικά ισλαμικά κείμενα αστρονομίας
ιμάμης إمام (’imām),σιίτης μουσουλμάνος ηγέτης,
ισλάμ إسْلام ‘islām, υποταγή (στο θέλημα του θεού),συγγενικό με το σαλάμ που σημαίνει ειρήνη-ακινησία
καράτι قيراط qīrāt ,στα μεσαιωνικά αραβικά ήταν μια μικρή μονάδα βάρους η οποία οριζόταν με τη σύγκριση με ένα μικρό σπόρο.Η αραβική λέξη με τη σειρά της είχε ρίζα την ελληνική λέξη ‘κεράτιον’=σπόρος χαρουπιάς,η οποία δήλωνε επίσης μια μικρή μονάδα βάρους.
καφές قهوة qahwa καφές.Από το αραβικό qahwa,που είναι αβέβαιης προέλευσης προήλθε το τούρκικο kahveh,από το οποίο προήλθε το ιταλικό caffè.Ο τελευταίος τύπος μπήκε στις δυτικές γλώσσες στις αρχές του 17ου αιώνα.Στις αρχές του 17ου αιώνα υπάρχουν πολυάριθμα αρχεία στα οποία ο τύπος της λέξης είναι απευθείας από τα αραβικά:Cahoa το 1610, Cahue το 1615, Cowha το 1619.Ο καφές μότσα πήρε το όνομά του από την πόλη Μότσα στην Υεμένη,η οποία ήταν ένας από τους πρώτους εξαγωγείς του καφέ.
κοράνι القُرْآن (al-qur’ān), από το قراءة (qirā’a, “διάβασμα,απαγγελία”)
λεμόνι ليمون līmūn, τα λεμόνια,το κίτρο και τα πικρά πορτοκάλια εισήχθησαν στη μεσογειακή λεκάνη από τους Άραβες κατά το Μεσαίωνα.Η προέλευση του δέντρου της λεμονιάς είναι από την Ινδία,αλλά η λέξη ‘λεμόνι’ δεν φαίνεται να είναι ινδική.
μακραμέ مقرامة miqrāmah κεντημένο πέπλο
μαγαζί مخازن makhāzin αποθήκη
μουσώνας موسم (mausim, “εποχή”) < وسم (wásama, “σημαδεύω,μαρκάρω”)
μουσαφίρης (επισκέπτης στα ελληνικά) musafir =ταξιδιώτης
μούμια موميا mūmiyā, βαλσαμωμένο πτώμα,προγενέστερα μια ουσία για βαλσάμωμα,από το περσικό mūm =κερί
ναδίρ نظير naẓīr σημείο του ουρανού αντίθετα από το ζενίθ
ρακέτα راحة (rāħat) η παλάμη του χεριού
σαφάρι سفر safar,ταξίδι
σιρόπι شراب sharāb .Αυτή η λέξη έχει δύο έννοιες στα αραβικά,ποτό και σιρόπι.
σόδα από τις λέξεις سوادة suwwāda, سويد suwayd, ή سويدة suwayda ένα ή περισσότερα φυτά που φύονται σε αλμυρά περιβάλλοντα από τις στάχτες των οποίων παίρνουμε το ανθρακικό νάτριο,ένα συστατικό που χρησιμοποιείται στην υαλοποιεία.
σουλτάνος سلطان (sulṭān) στα αραβικά και τελικά από το αραμαϊκό שולטנא (šūlṭānā’) που σημαίνει δύναμη
χαλίφης=διάδοχος
ταχίνι طحينة tahīna,αλεσμένο
ταρίφα تعريف taʿrīf .Η αραβική λέξη πρώτα σήμαινε ειδοποίηση.Στα τέλη του μεσαίωνα στο μεσογειακό εμπόριο σήμαινε δήλωση του φορτίου εμπορικού πλοίου ή φορτωτική.Από αυτή τη σχέση ανάμεσα στο φορτίο και στους φόρους εισαγωγής που έπρεπε να πληρωθούν προέκυψε η σύγχρονη έννοια της λέξης.
ταριχεύω από το تاريخ (tārīh) =ημερομηνία,χρόνος,ιστορία,χρονικά
τζιν=πνεύμα
τζίφος-πιθανώς από το αραβικό zife αλλά ίσως και από το αρχαίο ελληνικό ψήφος με την έννοια ‘μηδέν’
τζιχάντ =ιερός πόλεμος.Από το αραβικό جهاد (jihād που θα πει ‘μέγιστη προσπάθεια’,αγώνας
τυφώνας από το αραβικό طوفان (ṭūfān) και τελικά από το κινέζικο 大风 (dàfēng, “μεγάλος άνεμος) κατά μία εκδοχή
χαβάς هَوَاء (hava) ο αέρας,ο καιρός
χαμπάρι خبر (hábar) νέα,πληροφορίες,αναφορά,φήμη
χαρέμι από το αραβικό حرم (ḥaram) ,κάτι το απαγορευμένο,άσυλο.Σχετίζεται με το حريم ḥarīm,ένα απαραβίαστο μέρος,τα θυληκά μέλη της οικογένειας.Αναφέρεται στον κλειστό κύκλο και τα διαμερίσματα των νυκαικών ενός πολυγαμικού νοικοκυριού όπου απαγορευόταν να μπουν άνδρες.
χασίς حشيش hashīsh άχυρο ή αποξηραμένο βότανο στα αραβικά
χέννα حناء (χιννάα) όπως ονομάζεται το δέντρο στα αραβικά από το οποίο προέρχεται η βαφή.
ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Αλληλούια είναι δοξαστικό επιφώνημα ως επωδός εκκλησιαστικών ύμνων και ευχών με τη σημασία του «αινείτε τον Κύριον» και προέρχεται από το εβραϊκό hallelujah, πάει να πει «αινείτε τον Γιαχ (δηλαδή τον Θεό)».
Αμήν είναι επιφώνημα που χρησιμοποιείται ως κατακλείδα προσευχών, εκκλησιαστικών ύμνων, εκφωνήσεων κ.λπ. με την ευχετική σημασία του είθε, του μακάρι, του γένοιτο, ας γίνει. Εκτός από κατακλείδα προσευχών, η λέξη χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη και με τη σημασία του «αληθινά, πράγματι», π.χ. Ιω. 1, 51: αμήν, αμήν λέγω υμίν, δηλαδή «αληθινά, αληθινά σας λέω». Η λέξη προέρχεται από την εβραϊκή amén, η οποία έχει προκύψει από το ρήμα aman που σημαίνει «είμαι αξιόπιστος».
Βαβέλ στη φράση πύργος της Βαβέλ δηλώνει την κατάσταση ασυνεννοησίας, δυσκολίας στην επικοινωνία , κυρίως λόγω της ύπαρξης διαφορετικών γλωσσών. Η λέξη προέρχεται από την εβραϊκή Bavel / Babel, η οποία, σύμφωνα με την παραδεδομένη άποψη, αποτελεί παράγωγο του εβραϊκού ρήματος babal «συγχέω» (πβ. Π.Δ. Γένεσις 11, 9: δια τούτο εκλήθη το όνομα αυτής Σύγχυσις, ότι εκεί συνέχεεν Κύριος τα χείλη πάσης της γης). Από τη διαφοροποίηση της γλώσσας των ανθρώπων ματαιώθηκε η ανέγερση του ομώνυμου πύργου.
Γιουσουρούμ προήλθε από το επώνυμο του εβραίου παλαιοπώλη Ηλία Γιουσουρούμ, ο οποίος ήλθε στην Αθήνα από τη Σμύρνη στα τέλη του 19ου αιώνα και ίδρυσε μαζί με τους αδελφούς του το πρώτο παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι.
Κάδος έχει προκύψει από την εβραϊκή kad.
Μαδιάμ στη βιβλική φράση Γής Μαδιάμ, που σημαίνει καμένη γη, προέρχεται από την εβραϊκή Midian (αγν. σημ.). Αυτή αναφέρεται σε περιοχή της Παλαιστίνης, που, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση, έλαβε την ονομασία της από τον ομώνυμο γιο του Αβραάμ (Π.Δ. Γένεσις 25, 1-3), του οποίου οι απόγονοι απετέλεσαν ισχυρό γένος.
Ο κορβανάς προέρχεται κι αυτός από την εβραϊκή λέξη qorban, η οποία σημαίνει «προσφορά, δώρο».
Μάννα απαντά στην Παλαιά Διαθήκη υπό την έννοια της τροφής, υποκατάστατου του άρτου, που έστειλε ο Θεός στους Εβραίους, καθώς διέσχιζαν την έρημο. Η λέξη προέρχεται από τη μεταγενέστερη εβραϊκή man, όπως απαντά στην ερώτηση man hu? «τι είναι αυτό;», την οποία απηύθυναν οι Ισραηλίτες ο ένας στον άλλον, όταν πρωτοείδαν αυτό το είδος τροφής (πβ. Π.Δ. ΄Εξοδος 16, 15: ιδόντες δε αυτό οι υιοί Ισραήλ είπαν έτερος τω ετέρω. Τι εστιν τούτο;)
Σατανάς (συχνά με αρχικό κεφαλαίο, ως δηλωτικό του πνεύματος του κακού, του Διαβόλου, προέρχεται από την εβραϊκή satan, που σημαίνει «εναντιούμενος, αντίπαλος).
Σεραφείμ καλείται καθένα από τα ουράνια πνευματικά όντα (αγγέλους), που εικονίζονται με τρία ζευγάρια πτερύγων (έξι φτερούγες), τα οποία βρίσκονται στην υπηρεσία του Θεού και ακτινοβολούν τη δόξα Του. Η λέξη προέρχεται από την εβραϊκή seraphim, πληθ. του seraph, η οποία έχει προκύψει από το ρήμα seraph «καίω, φλέγω».
Φαραώ ως τίτλος των βασιλέων της αρχαίας Αιγύπτου είναι, παραδόξως, εβραϊκής προέλευσης.
Χάβρα, που στα ελληνικά σημαίνει κυρίως κάποια θορυβώδη συγκέντρωση, πλήθος συναθροισμένων ανθρώπων που φωνασκούν και γενικώς θορυβούν, έχει προέλθει από την τουρκική havra «συναγωγή», που με τη σειρά της προήλθε από την εβραϊκή hebra.
Χερουβίμ κ. Χερουβείμ καλείται καθένα από τα ουράνια πνευματικά όντα (αγγέλους), που βρίσκονται κοντά στον Θεό, τον οποίο υμνούν και του οποίου υπηρετούν τη δόξα. Η λέξη προέρχεται από την εβραϊκή kerubim, πληθ του kerub.
Ωσαννά είναι άλλο ένα εβραϊκό επιφώνημα, που χρησιμοποιείται με την έννοια του «δόξα σοι» (πβ. Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, Κ.Δ. Μάρκ. 11, 9). Στα εβραϊκά σημαίνει «σώσε (μας), προσευχόμαστε».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΌ ΣΤΟΜΑ ΣΕ ΣΤΟΜΑ ,ΚΑΙ ΑΠΟ ΛΑΟ ΣΕ ΛΑΟ ,ΘΥΜΙΖΕΙ ΤΟ ΑΘΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΚΥΤΑΛΟΔΡΟΜΙΑΣ.
ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ,ΔΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΟΥΝ , ΠΡΑΓΜΑΤΑ ,ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ΔΕΝ ΑΝΤΑΛΛΑΣΟΥΝ ΜΟΝΟ ΛΕΞΕΙΣ ..
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΞΕΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ,ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΤΗΜΑ ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΤΙΣ ΔΑΝΕΙΣΤΗΚΕ