Ticker

12/recent/ticker-posts

Από πού πήραν το όνομά τους τα πλάσματα της θάλασσας

 Θαλάσσια πλάσματα

Στον πλανήτη μας υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ζώων ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν και τις προσαρμογές που έπρεπε να δημιουργήσουν για να μπορούν να ζήσουν σε αυτά τα περιβάλλοντα. Σήμερα πρόκειται να μιλήσουμε θαλάσσια πλάσματα .

Αυτά τα πλάσματα παρουσιάζουν μια σημαντική βιοποικιλότητα που έχει φτάσει περίπου 230.000 είδη σε όλους τους ωκεανούς του πλανήτη. 

Αυτός ο αριθμός αναφέρεται στα είδη που ταυτοποιούνται και έχει εκτιμήσει τον πραγματικό αριθμό που μπορεί να προσεγγίσει ένα εκατομμύριο. Αυτό συμβαίνει επειδή πολλάν θαλάσσια πλάσματα δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί δεδομένης της δυσκολίας της ανθρώπινης εξερεύνησης των ωκεανών και της τεχνολογίας τους.

Θαλάσσια ζώα


Χαρακτηριστικά θαλάσσιων πλασμάτων

Από όλα τα είδη που υπάρχουν σε αυτήν την ομάδα θαλάσσιων ζώων τα πιο χαρακτηριστικά είναι ψάρια με περίπου 16.000 είδη. Από τα κητοειδή υπάρχουν περίπου 80 είδη. Τα περισσότερα ζώα συγκεντρώνονται στο ζωοπλαγκτόν δεδομένου ότι είναι πολύ μικρά ζώα. Η θαλάσσια βιοποικιλότητα είναι πολύ χαμηλότερη από την επίγεια βιοποικιλότητα λόγω της ομοιομορφίας του περιβάλλοντος. Ένας άλλος περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη αυτής της βιοποικιλότητας είναι η έλλειψη ορισμένων πόρων που είναι καθοριστικοί για τη ζωή, όπως η ποσότητα του φωτός.

Μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών των θαλάσσιων ζώων βρίσκουμε το γεγονός ότι χρειάζονται ένα μέσο που αποτελείται από νερό με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα για να ζήσει. Όπως αναφέραμε στην αρχή του άρθρου, απαιτείται μια σειρά προσαρμογών που τους επιτρέπουν να ζουν σε αυτό το περιβάλλον, ανάλογα με τον τύπο του ζώου. Για παράδειγμα, εάν πάμε σε ψάρια και θαλάσσια ασπόνδυλα, βλέπουμε ότι έχουν αναπνευστικό σύστημα που τους επιτρέπει να απορροφούν το οξυγόνο που διαλύεται στο νερό. Αφ 'ετέρου, Υπάρχουν πνεύμονες που μπορούν να επωφεληθούν από το ατμοσφαιρικό οξυγόνο.

Τα θαλάσσια θηλαστικά είναι εκείνα που διαθέτουν μόνο πνεύμονες και διατηρούν τακτική ανάβαση στην επιφάνεια για να αναπνέουν αέρα. Τα υδρόβια ζώα πρέπει να αντέχουν σε διάφορες συγκεντρώσεις αλάτων στο περιβάλλον και τις θερμοκρασίες του θαλασσινού νερού. Προκειμένου να αντέξει όλες αυτές τις περιβαλλοντικές συνθήκες που υπάρχουν στα υδάτινα οικοσυστήματα, απαιτείται μια σειρά προσαρμογών που έχουν πραγματοποιηθεί εδώ και εκατομμύρια χρόνια.


Η ομάδα θαλάσσιων ζώων περιλαμβάνει τόσο σπονδυλωτά όσο και ασπόνδυλα ζώα. Καλύπτοντας την πρώτη ομάδα βλέπουμε ψάρια, ερπετά, θηλαστικά και θαλασσοπούλια. Στα ασπόνδυλα έχουμε μια ακόμη πιο πολυάριθμη ομάδα που περιλαμβάνει θαλάσσια σκουλήκια, εχινόδερμα, σφουγγάρια, καρκινοειδή και μαλάκια.

Τύποι θαλάσσιων πλασμάτων

Θα ονομάσουμε ποιοι είναι οι διαφορετικοί τύποι θαλάσσιων ζώων προκειμένου να απλουστευθούν. Υπάρχουν δύο μεγάλες ομάδες γνωστές ως σπονδυλωτά και ασπόνδυλα. Η ομάδα των ασπόνδυλων περιλαμβάνει το 95% όλων των θαλάσσιων ζώων.


Σπονδυλωτά

Στην ομάδα των σπονδυλωτών έχουμε:

  • . ψάρια, 
  • θαλάσσια ερπετά  
  • θηλαστικά, καθώς 
  • και πουλιά.

Ετυμολογικά  το σπονδυλωτά <σπόνδυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόνδυλος / σφόνδυλος.

Ασπόνδυλα

Αυτή η ομάδα των θαλάσσιων πλασμάτων αντιστοιχεί στη συντριπτική πλειονότητα των ζώων που υπάρχουν στους ωκεανούς. Δεν έχουν αρθρωτό εσωτερικό σκελετό, χωρίς οστά ή χόνδρο. Περιλαμβάνουμε τα

  •  αρθρόποδα:
  • Τα Αρθρόποδα (Arthropoda) (ελλην. άρθρο + πόδι) είναι συνομοταξία από το βασίλειο των ζώων. Περίπου το 80% όλων των ειδών ζώων, που ζουν σήμερα, είναι αρθρόποδα.Έχουν καταγραφεί περίπου 1.100.000 είδη και πιθανότατα υπάρχουν πολύ περισσότερα.[1] Παρουσιάζουν εξαιρετική ποικιλομορφία. Απαντώνται σχεδόν σε όλο τον κόσμο, σε γλυκά και αλμυρά νερά καθώς και στην ξηρά. Πολλά είναι ιπτάμενα. Στα αρθρόποδα ανήκουν οι αράχνες, οι σκορπιοί, τα τσιμπούρια, τα καβούρια, τα έντομα κα., καθώς και πολλά απολιθωμένα είδη. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από το μικροσκοπικό καρκινοειδές Stygotantulus έως το γιγάντιο γιαπωνέζικο καβούρι με μήκος σχεδόν 4 μέτρα.

  • μαλάκια:
  • Τα μαλάκια (Mollusca) αποτελούν μια τεράστια συνομοταξία ζώων, την πολυπληθέστερη μετά τα αρθρόποδα, με πάνω από 100.000 είδη. ()μαλάκιο από  τη ρίζα ΠΙΕ *mel- (1) «μαλακό»).
  • εχινόδερμα
  • (τα), (ή εχινοδέρματα, Echinodermata) είναι ιδιαίτερη κατηγορία θαλάσσιων ζώων που αποτελούν μια πολυπληθή συνομοταξία του ζωικού βασιλείου. Το πρόθεμα εχινο-, (echino-), σημαίνει αγκάθι, (στην ελληνική και αγγλική ορολογία).

  • όστρακα(από την αρχαία ελληνική λέξη οστό-κόκαλλο)
  • Το κοχύλι ή όστρακο είναι το εξωτερικό, σκληρό, προστατευτικό κέλυφος των θαλάσσιων ασπόνδυλων οργανισμών με εξωτερικό σκελετό, όπως τα προσωβράγχια και γενικότερα διάφορα άλλα είδη μαλακίων, των οποίων και αποτελεί μέρος του σώματος τους. Συνήθως αυτό είναι ασβεστολιθικό ή τιτανικό ή χιτινώδες που εκκρίνεται από αδένες που βρίσκονται υπό τον μανδύα του ζώου. Αποτελείται από δύο στρώματα το εξωτερικό και το εσωτερικό. Το εξωτερικό μπορεί να είναι λείο, ανώμαλο, γραμμωτό ή ελικοειδές κ.λπ. ενώ το εσωτερικό είναι κατά κανόνα στιλπνό. Σε άλλα μεν ζώα το όστρακο παρουσιάζει μια κόγχη ή έξοδο, οπότε και ονομάζεται μονόκογχο ή μονόθυρο, ενώ σε άλλα δύο κόγχες οπότε και ονομάζεται δίκογχο ή δίθυρο. Τα κοχύλια ή όστρακα γενικά αποτελούν αντικείμενο έρευνας και μελέτης της οστρακολογίας.

  • Τα κοράλλια
  •  είναι θαλάσσια ασπόνδυλα της ομοταξίας των Ανθοζώων της συνομοταξίας των Κνιδοζώων. Ζουν σε συμπαγείς αποικίες πολλών πανομοιότυπων ξεχωριστών πολυπόδων. Η ομάδα περιλαμβάνει τους σημαντικούς «κτίστες» υφάλων που κατοικούν στους τροπικούς ωκεανούς και εκκρίνουν ανθρακικό ασβέστιο για να σχηματίζουν ένα σκληρό σκελετό. 
  • κοράλλια((κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοράλλιν < ελληνιστική κοινή κοράλλιον < (πιθανόν αντολικής προέλευσης) σημιτικής προέλευσης (Δείτε και το εβραϊκό רָל‎ ‎('goral)

Ας δούμε από πού πήραν το όνομά τους τα πιο γνωστά θαλάσσια πλάσματα:

Καρχαρίας

Ο καρχαρίας είναι ψάρι που ανήκει στην υπέρταξη σελαχίμορφα. Οι καρχαρίες και τα μικρότερα συγγενικά τους σκυλόψαρα, γαλέοι κ.ά. έχουν ομοιογένεια μορφολογική και λειτουργική. Έχουν ασβεστοποιημένο και αποκλειστικά χόνδρινο σκελετό, μεγάλο κεφάλι, μεγάλα δόντια, σώμα επίμηκες, υδροδυναμικό, ισχυρή ουρά, με συνήθως ετερόκερκο ουραίο πτερύγιο, δέρμα τραχύ (καστανό στη ράχη και καστανόλευκο στην κοιλιά) καλυμμένο από «πλακοειδή λέπια» (δερματικά δόντια). Πρόκειται για ταχύτατους και άριστους κολυμβητές, αδηφάγα, σαρκοβόρα ψάρια. Επίσης οι περισσότεροι καρχαρίες είναι ωοζωοτόκα ζώα.

Η ονομασία καρχαρίας προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "κάρχαρον" (= πριόνι), λόγω σχήματος και διάταξης των δοντιών του.

Δελφίνι

Η ονομασία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη δελφίς, που συνδέεται με το δελφύς ("μήτρα"). Έτσι, το όνομα του ζώου μπορεί να μεταφραστεί ως "ψάρι με μήτρα".

Ξιφίας

το ψάρι που η ιδιαίτερα επιμήκης επέκταση της άνω σιαγόνας του μοιάζει με ξίφος(από το οξύς-αιχμηρός) και που η επιστημονική ονομασία του είναι Xiphias gladius, το μοναδικό μέλος της οικογένειας των ξιφιιδών

Πέστροφα

πέστροφα(salmo trutta) < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική пъстърва (păstắrva, παρδαλή)

Σολομός

 μεγάλο ψάρι των βόρειων θαλασσών, που κατά την εποχή της αναπαραγωγής του ανεβαίνει τα ποτάμια για να εναποθέσει τα αυγά του κοντά στις πηγές και που αλιεύεται για το εκλεκτό του κρέας.
[μσν.*σολομός < λατ. salmon <Το κλασικό -l- αποκαταστάθηκε στα αγγλικά από τον 16ο αιώνα, αν και ο Scott εξακολουθεί να χρησιμοποιεί saumon. Αναφορικά με ένα ροζ-πορτοκαλί χρώμα όπως αυτό της σάρκας του ψαριού, καταγράφεται από το 1786.

Μπαρμπούνι

 είδος ακανθοπτέρυγου ψαριού με χρώμα ερυθρωπό, με μήκος έως 35 εκατοστά (τρίγλη η μυστακοφόρος -trigla barbatus και Mullus surmuletus) του γένους Τρίγλη (Trigla) και της οικογενείας των τριγλιδών (Triglidae)
μπαρμπούνι < (άμεσο δάνειο) βενετική barbon < ιταλική barba < λατινική barba < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰardʰeh₂- (γένι)

Μπακαλιάρος

 (άμεσο δάνειο) ιταλική baccalaro (διαλεκτικός τύπος baccaglaro / baccagliaro σύγχρονα ιταλικά baccalà) < πορτογαλική bacalhau < ολλανδική bakaljauw / kabeljauw <ίσως: μεσαιωνική λατινική cabellauwus< λατινική baculum (ραβδί, μπαστούνι) ή

…ίσως: βασκική bakailao

Αχινός

αχινός < μεσαιωνική ελληνική αχινός < αρχαία ελληνική ἐχῖνος<παραδοσιακά συνδέεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁égʰis < ακίδα

Πορφύρα (αγνώστου ετυμολογίας ,πιθανόν σημιτικό δάνειο)

 όστρακο που ανήκει στο γένος Murex της οικογένειας Muricidae

Σελάχι

Το σαλάχι ή σελάχι είναι η κοινή ονομασία των είδων χονδριχθύων που ανήκουν στην υπερτάξη βατοειδή. Τα βατοειδή περιλαμβάνουν 500 είδη σε 13 οικογένειες. Είναι συγγενικά με τους καρχαρίες. Χαρακτηρίζονται από τα μεγάλα θωρακικά πτερύγιά του

Το μήκος και το βάρος τους ποικίλει ανάλογα με το είδος και φτάνει τα 7,6 μέτρα και τα 1.300 κιλά για το σαλάχι μάντα, το μεγαλύτερο σαλάχι. Πολλαπλασιάζονται με αβγά που γονιμοποιούνται μέσα στο σώμα του θηλυκού και παραμένουν εκεί μέχρι την επώαση, μετά 5-12 μήνες, ανάλογα με το περιβάλλον. Τα μικρά σαλάχια βγαίνουν τότε ζωντανά από το σώμα του θηλυκού.

σελάχι < (άμεσο δάνειο) τουρκική silâh < αραβική سلاح (silāh, όπλο)

Παλαμίδα

Η παλαμίδα (επιστημονική ονομασία: Sarda sarda) είναι πελαγικό είδος ψαριού το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Σκομβρίδων. Απαντάται στον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο και είναι περιζήτητο βρώσιμο ψάρι.

παλαμίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλαμίδα < ελληνιστική κοινή παλαμίς < αρχαία ελληνική πηλαμύς.

Ρέγγα

Η ρέγγα είναι ένα λιπαρό ψάρι του γένους Clupea το οποίο βρίσκεται στα ρηχά και ζεστά νερά του βόρειου Ειρηνικού και του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού και της Βαλτικής.[1] Δύο είδη Clupea αναγνωρίζονται, η ρέγγα του Ατλαντικού (Clupea harengus) και η ρέγγα του Ειρηνικού (Clupea pallasii) και καθεμία χωρίζεται σε υποείδη. 

ρέγκα < (άμεσο δάνειο) βενετική renga < μεσαιωνική λατινική haringus < φραγκική *hāring < πρωτογερμανική *hēringaz

Καλαμάρι

καλαμάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλαμάρι(ν) / καλαμάριον < λατινική (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) < (ελληνιστική κοινή) καλαμάριον < αρχαία ελληνική κάλαμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos

Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο το οποίο περιέχει πένες από καλάμι. 

Σουπιά

Θαλάσσιο εδώδιμο μαλάκιο που ανήκει στα κεφαλόποδα (στην τάξη των δεκάποδων) και εκτοξεύει μελάνι όταν βρίσκεται σε κίνδυνο

σουπιά < αρχαία ελληνική σηπία, αγνώστου ετυμολογίας

Στρείδι

Στρείδι είναι η κοινή ονομασία μερικών εδώδιμων ειδών του γένους οστρέα (Ostrea) και γρυφαία. Ανήκουν στην οικογένεια οστρεΐδες και στην τάξη των δίθυρων ή ελασματοβραγχίων. Το γνωστότερο είδος (Ostrea edulis) είναι διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου, του Ατλαντικού και της Σκανδιναβίας. Είναι ζώο ωοτόκο και οι προνύμφες του είναι εφοδιασμένες με βλεφαρίδες .

στρείδι < μεσαιωνική ελληνική στρείδι/ ὀστρείδιον < ελληνιστική κοινή ὄστρειον< αρχαία ελληνική ὄστρειον / ὄστρεον

Λαβράκι

Το λαβράκι (επιστημονική ονομασία: Dicentrarchus labrax) είναι ψάρι της οικογένειας των Μορονίδων, που απαντάται στη Μεσόγειο και στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού. Το λαβράκι μαζί με την τσιπούρα, από πλευράς διατροφικής αξίας, ανήκουν στα περιζήτητα ψάρια της Μεσογείου, καθώς είναι πλούσια στα λιπαρά οξέα ω-3.

λαβράκι < (ελληνιστική κοινή) λαβράκιον < αρχαία ελληνική λάβραξ

Πεσκαντρίτσα

Η πεσκαντρίτσα (Lophius piscatorius), γνωστή και ως πεσκανδρίτσα, βατραχόψαρο, φλάσκα, φανάρι, σκλεμπού και σκερπελέτσο, είναι ψάρι το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Λοφιιδών (Lophiidae). Απαντάται στον βορειοανατολικό Ατλαντικό, τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Ζει σε αμμώδεις και λασπώδεις βυθούς και σπανιότερα σε βραχώδεις σε βάθος από 20 μέχρι 1000 μέτρα.

Στα ιταλικά η πεσκαντρίτσα αναφέρεται ως rana pescatrice (βατραχόψαρο) και από αυτή τη γλώσσα έχει πάρει το όνομά της στα ελληνικά, αναφερόμενη σπανιότερα και μπεσκαντρίτσα. Στα ιταλικά pescatrice σημαίνει ο θηλυκός ψαράς και πιθανότατα πήρε το όνομά της από την προεξοχή που έχει για στο κεφάλι της και τη χρησιμοποιεί ως δόλωμα για να «ψαρεύει» ψάρια. Παρόλο που αναφέρεται σε λεξικά ως πεσκαντρίτσα, στον τύπο αναφέρεται συχνά (λανθασμένα) ως πεσκανδρίτσα. Στην Ελλάδα είχε το όνομα μπράσκα στο Βόλο, φλάσκα στη Χαλκίδα, σκλεμπού στην Πάτρα, και στην Κέρκυρα φανάρι και σκερπελέτσο.

Πίννα

Η πίννα (Pinna), είναι γένος δίθυρων μαλακίων της οικογένειας των Πιννιδών και της τάξης των Ανισομυαρίων. Ζει στις εύκρατες και στις θερμές θάλασσες. Μοιάζει με τεράστιο μύδι. Το όστρακό της αποτελείται από λεπτά και πλατιά ελάσματα, τα οποία είναι ενωμένα στην κορυφή τους, ώστε να ανοίγουν και να κλείνουν. Το όνομά της προέρχεται από το λατινικό pinna που σημαίνει φτερούγα από το σχήμα που έχουν τα όστρακά τους. Το ζώο, το οποίο τρώγεται χωρίς να είναι ιδιαίτερα εύγευστο, χρησιμοποιείται κυρίως ως δόλωμα στο ψάρεμα. Στο όστρακο της πίννας σπάνια σχηματίζονται μαργαριτάρια, τα οποία όμως δεν έχουν ιδιαίτερη οικονομική αξία.

Φάλαινα

Η φάλαινα είναι κητώδες, δηλαδή θαλάσσιο θηλαστικό. Η κοινή ονομασία φάλαινα περιλαμβάνει τα θηλαστικά που ανήκουν στις οικογένειες cetacea . Τα πιο χαρακτηριστικά είδη ανήκουν στην οικογένεια Φαλαινίδες. Παρά το γεγονός ότι έχουν την ανατομία και τα γνωρίσματα των θηλαστικών, η μορφή τους είναι αυτή του ψαριού (σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν θεωρούνται ψάρια). Ο αριθμός των φαλαινών έχει μειωθεί και πολλά είδη απειλούνται με εξαφάνιση, εξαιτίας της εντατικής θήρευσης, για το λίπος, το κρέας, τα οστά και τις μπαλένες τους (ή φαλαίνια).

φάλαινα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φάλαινα, με την ελληνιστική γραφή φάλαινα  που σχετίζεται με τη λέξη φαλλός λόγω της ομοιότητας του σχήματος  ή  από το PIE *(s)kwal-o- ,balena (πηγή και του λατινικού squalus «είδος μεγάλου θαλάσσιου ψαριού.

Φαγκρί

Το φαγγρί (επιστημονικό όνομα Pagrus pagrus – Φάγρος ο γνήσιος) είναι ψάρι των αλμυρών υδάτων, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Σπαριδών.

Σαρδέλα

Τα είδη του γένους Σαρδίνης (Sardina), κοινώς γνωστά ως σαρδέλες, είναι απ’ τα πιο διαδεδομένα στο ευρύ κοινό εμπορεύσιμα είδη ψαριών και συναντώνται στις περισσότερες θάλασσες. Η Sardina pilchardus είναι το είδος σαρδέλας που συναντάται στην Ευρώπη, με μεγάλη συμβολή στην διατροφή και το εμπόριο.

σαρδέλα < ιταλική sardella, υποκοριστικό του sarda < λατινική sardina < αρχαία ελληνική σαρδίνη (αντιδάνειο) < Σαρδώ

Γαύρος

Η λέξη γαύρος αναφέρεται στο ψάρι με την επιστημονική ονομασία Engraulis encrasicolus (ἔγγραυλις ἡ ἐγκρασίχολος), που ανήκει στην οικογένεια των εγγραυλίδων (engraulidae).

Πρόκειται για μικρό ψάρι, με μήκος μέχρι είκοσι εκατοστά και στενόμακρο σώμα, παρόμοιο με τη σαρδέλα. Αλιεύεται από τα τέλη Αυγούστου και μετά για το νόστιμο κρέας του και διατηρείται και ως παστό (αντσούγια).

Στο Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών έχουμε μια ωραία περιγραφή με παρατηρήσεις περί γεύσεως: «Ὁ μικρὸς ἀγελαῖος ἰχθύς ἔγγραυλις ὁ ἐγκρασίχολος (engraulis encrasicholus), τῆς οἰκογενείας τῶν κλυπεϊδῶν (Clupeidae) (sic), ὁμοιάζων πρὸς μικρὰν «σαρδέλαν», ἀλλ᾿ ἰσχνότερος ταύτης καὶ ὀλιγώτερον γευστικὸς.»

Ο θεμελιωτής της επιστήμης της γλωσσολογίας στην Ελλάδα και πρόεδρος της Ακαδημίας ΑθηνώνΓεώργιος Χατζιδάκις στον 22ο τόμο του περιοδικού Αθηνά (1910) πρότεινε την ετυμολογική προέλευση της λέξης γαύρος από την ελληνιστική ἔγγραυλις μέσω της εξής πορείας: ἔγγραυλις > πληθυντικός ἐγγραύλεις > *ἐγγραῦλος > *’γγραῦλος > *γραῦλος > *γλαῦρος > γαῦρος, «κατ’ ἀναλογικὸν μεταπλασμὸν ἐκ τοῦ πληθυντικοῦ πρὸς τὰ εἰς -ος ὀνόματα ἰχθύων».

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια