Λίγα λόγια για το Βυζάντιο
Βυζαντινοί τίτλοι και αξιώματα
Ακτουάριος-Actuarius
Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν έτσι ένα υπάλληλο επιφορτισμένο με την κατανομή των αποδοχών και των εφοδίων στους στρατιωτικούς.Στο Βυζάντιο μοίραζε τα βραβεία στους νικητές των ιπποδρομιών. Αργοτερα (γύρω 11 αιώνα ήταν γιατρός)
Θηριοτρόφος του Ιπποδρόμου. (Απο το Αρκτος=αρκούδα) να μην τον συγχέετε με τον Ακτουάριο.
Ασηκρήτης-A secretis
Ο εξ απορρήτων γραμματεύς του παλατίου (a secretis)
Βάραγγος
Σκανδιναβοί και Σλάβοι μισθοφόροι στρατιώτες. Διακρίθηκαν ως τμήμα της σωματοφυλακής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Βλ. Βάραγγος
Το βεστιάριον, (από το λατινικό: vestiarium, «ιματιοφυλάκιον, γκαρνταρόμπα»), μερικές φορές με το προτασσομενα τα επίθετα «Ιερό», «αυτοκρατορικό» ή «Μέγα», ήταν μια από τις σημαντικότερες φορολογικές υπηρεσίες της βυζαντινής γραφειοκρατίας. Στην αγγλική γλώσσα, είναι συχνά γνωστό ως το Δημόσιο θησαυροφυλακιο. Πριν τα τέλη του 7ου αιώνα το Ιερό Βεστιάριον, έγινε ένα ανεξάρτητο τμήμα του στο πλαίσιο διοικούμενο από Χαρτουλάριο. Μέχρι τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου, που είχε αποτελέσει το μοναδικό τμήμα διαχείρισης του κράτους. Το δημόσιο βεστιάριο δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδιωτικό ιματιοφυλάκιο του αυτοκράτορα, η «οικειακόν βεστιάριον», με επικεφαλής τον πρωτοβεστιάριο και υπαλλήλους βεστιαρίους (ιματιοφύλακες).
Εβάζε στον αυτοκράτορα τον μανδύα του (ο «Αμπιγέρ» θα λεγαμε σήμερα). Διάφορος του Βεστιάριου (που φύλαγε τα ρούχα του).
Βηγάριος-Vegarius
Επιθεωρητής τών ίππων του Ιπποδρομίου. Μέλος της επιτροπής του Σωσίππου.Εκθ.Βόθρων - ~ ΠροστάτηςΟ προστάτης των βόθρων είχε την επιμέλεια της συντήρησης της πλατείας και της υπονόμου του Αμαστριανού όπου γίνονταν ζωοπανήγυρη. Ο Αμαστριανός φόρος, βρίσκονταν μεταξύ του Ξηρόλοφου και του Φόρου του Ταύρου (ή Θεοδοσίου). Ομως βόθροι ονομάζονταν και άτομα (εκτιμητές) που έπρεπε να εκτιμούν επακριβώς την αξία των αλόγων, τα οποία πωλούνταν υποχρεωτικά στον φόρο του Αμαστριανού, ωστε να αποφεύγεται το λαθρεμπόριο αλόγων και να μην ταξιδεύουν γι’ αυτό μακριά από την Πόλη για να εξιχνιάζουν τις ζωοκλοπές.
Βολουπτάτος-VoluptatusΑπέδιδε τα λεγόμενα, προφορικά και σε πραγματικό χρόνο, από την γλώσσα του ομιλούντος στην γλώσσα του ακροατή. Κυρ;iως σε διεθνείς συναντήσεις διπλωματικού επιπέδου.
Δομέστικος των σχολών της Ανατολής-Domesticus
Αρχηγός του στρατού των ανατολικών επαρχιών.
Δομέστικος= Οικείος, οικιακός, «του σπιτιού». Αντιδάνειο : απο το Λατ. Domesticus < Domus <Αρχ. Ελλ. Δόμος
Ο «θησαυροφύλακας» («δοχειάριος») ήταν υπεύθυνος για οικονομικά ζητήματα και την αγορά προμηθειών, όπως τροφής και ενδυμάτων για τους μοναχούς. Δημιούργησε το επώνυμο του κτίτορα της Μονής Δοχειαρίου, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου. Η Μονή ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα από τον μοναχό Ευθύμιο που ήταν Δοχειάριος δηλαδή αποθηκάριος της Μέγιστης Λαύρας.
Ανιχνευτής των ενεδρών. Στην Δύση γνωστός ως Δραγώνος. Βλ. και χωσιάριος
Έπαρχος της πόλεως
Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων.
Οι επί των βαλανείων (δηλαδή των λουτρών) της Αυλής των βυζαντινών αυτοκρατόρων ονομαζόντουσαν a sabanis. Στα ελληνικά θα το λέγαμε «ο επί των σαβάνων».
ΕΠΩΝΥΜΟ: Σαμπάνης
Επί της αγρυπνίαςΟ έπι της τραπέζης του αυτοκράτορα και ο αντίστοιχος της αυγούοτας είχαν ως αποστολή την τροφοδοσία, την οργάνωση και την εξυπηρέτηση των δεσποτικών τραπεζών, υπηρεσία που στα κείμενα, τουλάχιστον όσον αφορά στον επί της τραπέζης του αυτοκράτορα, δηλώνεται με το γενικό όρο βασιλική υπουργία.
Ο αντιστοιχοχος μοναστηριακός «επι της τραπέζης» ελεγετο «τραπεζάριος» και για η επι της τραπέζης των γυναικειων μοναστηριών λεγοταν «τραπεζαρία» (άνθρωπος[1] λοιπον ή ταπεζαρία και όχι αίθουσα).
Επί των δεήσεων
Τα εργοδόσια υπάγονταν στη δικαιοδοσία του επί του ειδικού και διευθύνονταν από τους άρχοντες τών εργοδοσίων. Ως προς την εσωτερική οργάνωση των εργοδοσίων ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Οι μειζότεροι τών εργοδοσίων που αναφέρονται στα τακτικά πρωτοκαθεδρίας δύο θέσεις μετά τους άρχοντες των εργοδοσίων ήταν πιθανώς ένα είδος προϊσταμένων. Είναι πιθανό ότι οι εργαζόμενοι στα εργοδόσια ήταν οργανωμένοι σε σύστημα. Η κατασκευή των αυτοκρατορικών ενδυμάτων απαιτούσε τη μεσολάβηση ενός μεγάλου αριθμού εξειδικευμένων εργατών. Εκτός από τους υφαντουργούς, στις πηγές μαρτυρούνται οι χρυσοκλαβάριοι, που στελέχωναν το εργαστήριο χρυσοκεντητικής, το βασιλικόν έργοδόσιον τών χρυσοκλαβαρίων, και οι ραφείς, γνωστοί έμμεσα από σφραγίδα που ανήκε σε ένα πριμικήριο του Ραφείου.
Θεσσάριος
Μόνο του καθήκον να μεταφέρει την προφορική εντολή του πραιπόζιτου «βάλε άνω» (ενν. το βήλον) στον κουστωδιάριο. Ο πραιπόζιτος είχε ήδη λάβει την εντολή το πρωί από τον Βασιλέα.
Κλεισουράρχηςή και κλεισουριάρχης.Υπάλληλος του ιπποδρόμου με εντολή να «βάλλει το βήλον άνω» να αναρτήσει δηλαδή την «μάππαν» ή «βήλον» (απο το Λατ. velo=παραπέτασμα) ως ένδειξη οτι άγεται ιπποδρομικός αγώνας. Το βέλο μετέπειτα ηταν δυκτυωτό κάλυμμα του καπέλου για την διασφάλιση σκιάς και ανωνυμίας.
Κράκτηςο λεγατάριος τους οδηγούσε ενώπιον του επάρχου, ο οποίος έλεγχε τον κατάλογο των αγορών τους,
ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος να εξαχθούν κεκωλυμένα.
Ο Μέγας Λογοθέτης ήταν κάτι σαν διορισμένος πρωθυπουργός. Οι άλλοι Λογοθέτες ειχαν αντίστοιχες θέσεις μέ τους σημερινούς Υπουργούς. Υπήρχε Λογοθέτης του Δρόμου (Επικοινωνιών), Λογοθέτης των Αγγελών (Μεταφορών), Λογοθέτης του Στρατιωτικού, Λογοθέτης του Γενικου (Οικονομικών), Λογοθέτης του Ειδικού (Κρατικών προμηθειών), κα.
Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για τους πρωτοσπαθάριους των Βασιλικών μανδατόρων σύμβολο του αξιώματός τους (βραβείον αξίας) 'ηταν «ραβδος ερυθροδανωμένη , εκ χειρός βασιλικής επιδιδομένη»
πρβλ. Ερωτόκριτο
«Ηκουσες (Αρετούσα μου) τα μαντάτα
που ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενητιάς τη στράτα;»
Διανομέας μαξιλαριών στον Ιππόδρομο.
Πaραλαμβανε την Μάππα ή βήλον (άσπρο πανί) που πετούσε ο ύπατος και κήρυττε την έναρξη της ιπποδρομίας. Η «μάππα» ήταν συνώνυμο του ιπποδρομιακού αγώνα.
ΜατρικάριοςΓνωστός ο Οικειακός Παππίος(1) και ο Παππίας του Κραββάτου(2)
Εκφραση: Κανει τον παππίο, κανει την πάπια.
ΠαραθαλασσίτηςΟι παρδόβαλοι ηταν φύλακες των λεοπαρδάλεων (πάρδοι) του Ιπποδρόμου. Ορθότερον Παρδοβάγιλοι
Ελάμβανε την εντολή έναρξης των ιπποδρομιών απο τον βασιλέα.
της κάθε διοίκησης. Ετσι υπήρχε ο πριμικήριος των Ιερων Κουβουκλείων, ο πριμικήριος
των Μαγγλαβιτών, πριμικήριος των Βεστιαριων, των Βαράγγων και δεν συμμαζεύεται.βλ.Λεξικό μου
Ελληνική απόδοση του Λατινικού «comes sacrae vestis». Αξιωματούχος υπαγόμενος στον Πραιπόσιτο του ευσεβεστάτου κοιτώνος. Θεωρητικά φύλαγε τα ενδύματα των αυλικών του αυτοκράτορα. Τα ρούχα των ευγενων ήταν χρυσοκεντημένα, όπως τα άμφια των ανωτέρων κληρικών σήμερα. Το αξίωμα υπήρχε απο τόν 7ο αιώνα, με διαρκώς αύξον κύρος και σημασια, όπως είναι φυσικό αφου ο Πρωτοβεστιάριος είχε την εμπιστοσύνη όλων τών αυλικών.
Διάσημοι πρωτοβεστιάριοι:Κων. Λειχούδης, Ανδρόνικος Δούκας, Αλέξιος Δούκας, Ιωάννης ΙΙΙ Βατάτζης, Μιχαήλ Τραχανειώτης, Μιχαήλ Παλαιολόγος
Πρωτοσπαθάριος Βλ. ΣπαθάριοςΣακελλάριος,(ή ο επι της σακέλλης) -sacellarius
Σχετικά με αυτό είναι τα αξιώματα σακελλάριος (αρχικά), χαρτουλάριος της σακέλλης (από τον 9ο αιώνα), το σέκρετο του σεκελλίου, ο επί σακκελίου (ο αρμόδιος για το θεσμό από τον 11ο-12ο αιώνα). Ο «σακελλάριος» αποτέλεσε, το πιθανότερο, τη μεσαιωνική ονομασία του «ταμία των βασιλικών χρημάτων». Στα μοναστήρια και στους μικρότερους ναούς το αντίστοιχο αρμόδιο αξίωμα είναι «μέγας σακελλάριος»ή ο (επί του) σακελλίου.
Γραμματεία, Υπουργείον.
Βυζαντινός διοικητικός όρος που χρησιμοποιείται για δημόσιες υπηρεσίες και γραφεία γενικότερα. Εμφανίζεται ως όρος secretarium από το 303 και αρχικά απέδιδε κάποιο δικαστικό σώμα. Απαντά καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο και αναφέρεται σε διάφορους κρατικούς τομείς: σέκρετον της θαλάσσης, λογοθέσιο των σεκρέτων, καθολικόν σέκρετον κ.λπ.
βλ. ασηκρήτης
Ελληνική απόδοση του Λατινικού «Silentiarius», Τιτλος γιά τον υπεύθυνο της τάξης και της ησυχίας (silentium) στο Μέγα Παλάτιον. Ο σιλεντιάριος υπάγονταν στον Πραιπόσιτο του ευσεβεστάτου κοιτώνος. Η λειτουργία τους στο παλάτι ήταν να διατηρήσουν την τάξη κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών ακροάσεων και να συγκαλούν τη συνεδρίαση του συμβουλίου του αυτοκράτορα, το κονσιστόριον (consistorium).
Σύμβολο του αξιώματος κατά τον Φιλόθεο: Χρυσή ράβδος
Σπαθάριος-spathariusΑξίωμα που στα υστερορωμαϊκά χρόνια δήλωνε τον αυτοκρατορικό ή ιδιωτικό σωματοφύλακα. Στις αρχές του 8ου αιώνα πιθανότατα έγινε τιμητικός τίτλος. Τον 9ο αιώνα άρχισε να υποτιμάται, ενώ από τον 11ο αιώνα και εξής εμφανίζεται σπάνια στις πηγές. Ο αρχηγός τους ήταν ο Πρωτοσπαθάριος.
Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για τους Σπαθάριους σύμβολο του αξιώματός τους (βραβείον αξίας) ήταν «σπάθη χρυσόκανος, εκ χειρός βασιλικής επιδιδομένη»347,σ.134
Τα άκτα είναι οι ρυθμικές επιφωνήσεις - βοήσεις, επευφημίες και υμνολόγια (acclamations), που συνόδευαν τις επίσημες κοσμικές τελετές (αναρρήσεις αυτοκρατόρων, ανακτορικές εορτές, υποδοχές ξένων αρχόντων και πρέσβεων κ.λπ.(. καθώς καί τις; εκκλησιαστικές Συνόδους. Γα άκτα αυτά ήταν διαλογικά (αντιφωνικά) ανάμεσα στους «δήμους» και τους «κράκτες» - τους αυλικούς υπαλλήλους, που έδιναν το σύνθημα για τις επευφημίες στον Βασιλιά κ.λπ., και απαντούσαν στους «κορυφαίους» των δήμων. Από εκεί, και το ρήμα «ακτολογώ»: επευφημώ, υμνολογώ . Με τη μορφή που πήραν στο Βυζάντιο, τα άκτα ήταν - κατά τους πρώτους, αιώνες της αυτοκρατορίας - «φωνή λαού».
«Κράκτες» ονομάζονταν και οι ψάλτες της εκκλησίας.
Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη "κεκράκτης» σήμαινε τον βοητή, τον φωνακλά.
Σήμερα, («κράχτης» αυτός που κράζει (και ο κόκορας), ο διαλαλητής μιας πραμάτειας, αλλά και ό,τι τραβάει την προσοχή των περαστικών. Επίσης, αυτός που προσκαλεί σε ανήθικες πράξεις, ο μαστροπός.