Ticker

3/recent/ticker-posts

Βυζαντινοί τίτλοι και αξιώματα

Λίγα λόγια για το Βυζάντιο

Το Βυζάντιο, επίσης γνωστό ως Βυζαντίς, ήταν αρχαία ελληνική αποικία που ιδρύθηκε στο μισό του Κεράτιου κόλπου και των στενών του Βοσπόρου, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Κωνσταντινούπολη. 
Η ονομασία της πόλης παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία, ενώ σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, η τοποθεσία ονομαζόταν παλαιότερα Λύγος.
 Ο επικρατέστερος ιδρυτικός μύθος του Βυζαντίου παραδίδεται από τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά, σύμφωνα με τον οποίο η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας, κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης Σεμέστρας. 
Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες στο χρονογράφημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί (8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο Βυζάντιον. Για τη χρονολογία ίδρυσης της πόλης υπάρχουν αρκετές εκδοχές, με επικρατέστερη εκείνη του 660 ή 659 π.Χ.. Λαμβάνοντας υπόψη τη μακραίωνη ιστορία της πόλης, στη διάρκεια της οποίας καταστράφηκε και χτίστηκε εκ νέου αρκετές φορές, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες διακρίνονται με δυσκολία στο χώρο της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης. 
Στα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης ανήκει ο «κίονας των Γότθων», μνημείο που πιθανώς αντικατέστησε προηγούμενο άγαλμα του Βύζαντα και βρίσκεται μεταξύ του Τοπ Καπί και των θαλάσσιων τειχών, όπως και κεραμικά αντικείμενα, τα πρωιμότερα από τα οποία χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ


 Βυζαντινοί τίτλοι και αξιώματα

Ακτουάριος-Actuarius

Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν έτσι ένα υπάλληλο επιφορτισμένο με την κατανομή των αποδοχών και των εφοδίων στους στρατιωτικούς.Στο Βυζάντιο μοίραζε τα βραβεία στους νικητές των ιπποδρομιών. Αργοτερα (γύρω 11 αιώνα ήταν γιατρός)


Αρκτουάριος-Arctuarius

Θηριοτρόφος του Ιπποδρόμου. (Απο το Αρκτος=αρκούδα) να μην τον συγχέετε με τον Ακτουάριο.

Ασηκρήτης-A secretis

Ο εξ απορρήτων γραμματεύς του παλατίου (a secretis) 

Βάραγγος

Σκανδιναβοί και Σλάβοι μισθοφόροι στρατιώτες. Διακρίθηκαν ως τμήμα της σωματοφυλακής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Βλ. Βάραγγος 

Βεστιάριος-Vestiarius

Το βεστιάριον, (από το λατινικό: vestiarium, «ιματιοφυλάκιον, γκαρνταρόμπα»), μερικές φορές με το προτασσομενα τα επίθετα «Ιερό», «αυτοκρατορικό» ή «Μέγα», ήταν μια από τις σημαντικότερες φορολογικές υπηρεσίες της βυζαντινής γραφειοκρατίας. Στην αγγλική γλώσσα, είναι συχνά γνωστό ως το Δημόσιο θησαυροφυλακιο. Πριν τα τέλη του 7ου αιώνα το Ιερό Βεστιάριον, έγινε ένα ανεξάρτητο τμήμα του στο πλαίσιο διοικούμενο από Χαρτουλάριο. Μέχρι τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου, που είχε αποτελέσει το μοναδικό τμήμα διαχείρισης του κράτους. Το δημόσιο βεστιάριο δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδιωτικό ιματιοφυλάκιο του αυτοκράτορα, η «οικειακόν βεστιάριον», με επικεφαλής τον πρωτοβεστιάριο και υπαλλήλους βεστιαρίους (ιματιοφύλακες).

 Βεστίτωρ-Vestitor

Εβάζε στον αυτοκράτορα τον μανδύα του (ο «Αμπιγέρ» θα λεγαμε σήμερα). Διάφορος του Βεστιάριου (που φύλαγε τα ρούχα του).

Βηγάριος-Vegarius

Επιθεωρητής τών ίππων του Ιπποδρομίου. Μέλος της επιτροπής του Σωσίππου.Εκθ.Βόθρων - ~ ΠροστάτηςΟ προστάτης των βόθρων είχε την επιμέλεια της συντήρησης της πλατείας και της υπονόμου του Αμαστριανού όπου γίνονταν ζωοπανήγυρη. Ο Αμαστριανός φόρος, βρίσκονταν μεταξύ του Ξηρόλοφου και του Φόρου του Ταύρου (ή Θεοδοσίου). Ομως βόθροι ονομάζονταν και άτομα (εκτιμητές) που έπρεπε να εκτιμούν επακριβώς την αξία των αλόγων, τα οποία πωλούνταν υποχρεωτικά στον φόρο του Αμαστριανού, ωστε να αποφεύγεται το λαθρεμπόριο αλόγων και να μην ταξιδεύουν γι’ αυτό μακριά από την Πόλη για να εξιχνιάζουν τις ζωοκλοπές.

Βολουπτάτος-Voluptatus

Ο επι των αυτοκρατορικών διασκεδάσεων. (Λατ. Voluptas = ηδονή, διακέδαση)
 
Δεκανός

Υπάλληλος του ιπποδρόμου με καθήκον να εμποδίζει τους θεατές να μπούν στον στίβο και εμποδίζουν τους δρομείς κατά την τέλεση του βοτού πεζοδρόμιου.151,41ΔεσπότηςΜάλλον Τίτλος παρά οφφίκιο. Δίδονταν στα μέλη της Βασιλικής οικογενείας χωρις ιδιατερα δικαιώματα ή καθήκοντα. Τον αυτοκράτορα πάντως το προσφωνούσαν «Δέσποτα» ή «η Βασιλεία Σου» ή «Το Μεγαλείον Σου» (πβ. your Majesty, Votre Majesté, Maestà) Διερμηνεύς

Απέδιδε τα λεγόμενα, προφορικά και σε πραγματικό χρόνο, από την γλώσσα του ομιλούντος στην γλώσσα του ακροατή. Κυρ;iως σε διεθνείς συναντήσεις διπλωματικού επιπέδου.

Δήμαρχος

Ανώτατος 'Αρχων του Δήμου

Δημοκράτης

Αντικαταστάτης του Δημάρχου. Βγάλτε από το νου σας την σημερινή πολιτική σημασια. Η Βυζ. Αυτοκρατορία ήταν ελέω θεού μοναρχία.


Δικαιοφύλαξη Ταβελλίων-tabella

 Έμμισθος υπάλληλος, ως σύμβουλος τών διαδίκων.

Δομέστικος των σχολών της Ανατολής-Domesticus

 Αρχηγός του στρατού των ανατολικών επαρχιών.
Δομέστικος= Οικείος, οικιακός, «του σπιτιού». Αντιδάνειο : απο το Λατ. Domesticus < Domus <Αρχ. Ελλ. Δόμος

 Δοχειάριος

Ο «θησαυροφύλακας» («δοχειάριος») ήταν υπεύθυνος για οικονομικά ζητήματα και την αγορά προμηθειών, όπως τροφής και ενδυμάτων για τους μοναχούς. Δημιούργησε το επώνυμο του κτίτορα της Μονής Δοχειαρίου, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου. Η Μονή ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα από τον μοναχό Ευθύμιο που ήταν Δοχειάριος δηλαδή αποθηκάριος της Μέγιστης Λαύρας.


Δράκων

Ανιχνευτής των ενεδρών. Στην Δύση γνωστός ως Δραγώνος. Βλ. και χωσιάριος


Δρουγγάριος του Κόλπου

Αξιωματικός του πλωϊμου επιφορτισμένος με την φύλαξη της εισόδου του Βοσπόρου.

Εικαστής ή γραμμιστής ή σημειωτής

Ειδικός ζωγράφος για τον στολισμό του ιπποδρόμου

Ειρηνάρχης

Επόπτευε τήν δημόσια τάξη μέσα στην Πόλη και συνελάμβανε τους κλέφτες. 

Εξκουβίτωρ Σωματοφύλακας-excubitor

Το τάγμα των εξκουβιτόρων ή εξκουβιτών ή εξκουσίτων ήταν έφιππες μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς που είχαν ως αποστολή τη φύλαξη των ανακτόρων. Το τάγμα ιδρύθηκε από τον Λέοντα Α΄ το 468 και σύντομα ακολούθησε η συγκρότηση του σε σώμα με περισσότερες της μιας μονάδας μεγέθους τάγματος. Διοικητικά το σώμα είχε ως επικεφαλής τον Κόμη των εξκουβιτόρων και υπαγόνταν διοικητικά στον δομέστικο των εξκουβιτόρων. Στρατωνίζωνταν στον Τρίκλινο των εξκουβιτόρων στο χωρο του Ιερού Παλατίου.


 Έπαρχος υπό τον Λογοθέτη του Δρόμου, αρμόδιος για τήν συντήρηση των δρόμων και την ασφάλεια των οχημάτων.

Επαρχος

Έπαρχος της πόλεως

Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων.


Επί των βαλανείων

Οι επί των βαλανείων (δηλαδή των λουτρών) της Αυλής των βυζαντινών αυτοκρατόρων ονομαζόντουσαν a sabanis. Στα ελληνικά θα το λέγαμε «ο επί των σαβάνων».

ΕΠΩΝΥΜΟ: Σαμπάνης

 Επί της αγρυπνίας

Ο συνήθως ονομαζόμενος νυκτέπαρχος ή επαρχος της νυκτός. 

Προΐστατο της «πεδατούρας» (ή κερκέτου) και ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια και ησυχία κατά την νύκτα.

Επί της καταστάσεωςΤελετάρχης,

 Ο έχων το πρόσταγμα σε διάφορες τελετές

Επί της κουρατωρίας 

βλ. κουράτωρ των βασιλικών οίκων υπαγόμενος στο σέκρετο του Γενικού.

Επί της τραπέζης

Ο έπι της τραπέζης του αυτοκράτορα και ο αντίστοιχος της αυγούοτας είχαν ως αποστολή την τροφοδοσία, την οργάνωση και την εξυπηρέτηση των δεσποτικών τραπεζών, υπηρεσία που στα κείμενα, τουλάχιστον όσον αφορά στον επί της τραπέζης του αυτοκράτορα, δηλώνεται με το γενικό όρο βασιλική υπουργία.

Ο αντιστοιχοχος μοναστηριακός «επι της τραπέζης» ελεγετο «τραπεζάριος» και για η επι της τραπέζης των γυναικειων μοναστηριών λεγοταν «τραπεζαρία» (άνθρωπος[1] λοιπον ή ταπεζαρία και όχι αίθουσα).

Επί των δεήσεων


α λιβέλις= (Γραμματεύς) επί των δεήσεων (αιτήσεων) a libelis (κατ΄αναλογίαν προς το ασηκρήτης, α σαμπάνις). 

 Επί του είδικού

 ήταν ανώτερος υπάλληλος ο οποίος είχε λάβει το αξίωμα του δια λόγου και κατείχε την 52η θέση σε σύνολο εξήντα αξιωματούχων στον κατάλογο των προσκεκλημένων στα αυτοκρατορικά γεύματα, αμέσως πριν από τον μεγάλο κουράτορα.

Επί τού κοιτώνος
 ήταν ο υπεύθυνος της υπηρεσίας του βασιλικού κοιτώνα


Υπεύθυνος για τα κύρια ενδιαιτήματα του αυτοκράτορα.

 Εργοδοσίων 
οι μειζότεροι.Εργοδόσια ήταν τα Αυτοκρατορικά εργαστήρια.
Τα εργοδόσια υπάγονταν στη δικαιοδοσία του επί του ειδικού και διευθύνονταν από τους άρχοντες τών εργοδοσίων. Ως προς την εσωτερική οργάνωση των εργοδοσίων ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Οι μειζότεροι τών εργοδοσίων που αναφέρονται στα τακτικά πρωτοκαθεδρίας δύο θέσεις μετά τους άρχοντες των εργοδοσίων ήταν πιθανώς ένα είδος προϊσταμένων. Είναι πιθανό ότι οι εργαζόμενοι στα εργοδόσια ήταν οργανωμένοι σε σύστημα. Η κατασκευή των αυτοκρατορικών ενδυμάτων απαιτούσε τη μεσολάβηση ενός μεγάλου αριθμού εξειδικευμένων εργατών. Εκτός από τους υφαντουργούς, στις πηγές μαρτυρούνται οι χρυσοκλαβάριοι, που στελέχωναν το εργαστήριο χρυσοκεντητικής, το βασιλικόν έργοδόσιον τών χρυσοκλαβαρίων, και οι ραφείς, γνωστοί έμμεσα από σφραγίδα που ανήκε σε ένα πριμικήριο του Ραφείου.


 Θεσσάριος

Μόνο του καθήκον να μεταφέρει την προφορική εντολή του πραιπόζιτου «βάλε άνω» (ενν. το βήλον) στον κουστωδιάριο. Ο πραιπόζιτος είχε ήδη λάβει την εντολή το πρωί από τον Βασιλέα.

 Κλεισουράρχηςή και κλεισουριάρχης.
 
Διοικητής κλεισούρας ή κλεισαρχίας. Η κλεισούρα ήταν στρατιωτική μονάδα με καθήκον την άμυνα ορεινού περάσματος· ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει διοικητική μονάδα μικρότερη από το θέμα.Την εποχή της τουρκοκρατίας λέγονταν Δερβέναγας.

Κομβινογράφος-combinarius

Κατέγραφε τους συνδυασμούς (κομβινες, κομπίνες) των συμμετεχόντων στους αγώνες του ιπποδρόμου. Απο το Λατ. Combinare = συνάπτω ανά δύο, συνδυάζω. Η κομπίνα (= ο συνδυασμός) ήταν μέσα στο αίμα μας από παλιά.

Κομμενταρήσιος(Λατ.commentariensis)

 Ποινικός Δικαστής

Κουράτωρ της Μετάξεως-curator

αξίωμα που προφανώς είχε σχέση με τη συγκέντρωση της πρώτης ύλης από τα βασιλικά κτήματα. Οι κουράτορες της μετάξεως είχαν υφισταμένους τους βασιλικούς νοταρίους τής μετάξεως, οι οποίοι είχαν, ως αποστολή την καταγραφή των εισερχομένων ποσοτήτων μεταξιού στο ειδικόν και την τήρηση των σχετικών αρχείων.

 Κουροπαλάτης-curopalati

Ο τίτλος του κουροπαλάτη ήταν ένα από τα υψηλότερα τιμητικά αξιώματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα. Ο τίτλος προέρχεται από το λατινικό cura palatii («διαχείριση/φροντίδα του παλατίου»), και εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα ως curapalati. Αυτός ήταν ένας αξιωματούχος της τάξης των περίβλεπτων (vir spectabilis), υπό τον καστρήνσιο του παλατίου, που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση του παλατιού. Το 552 όμως, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' έδωσε το αξίωμα αυτό στον ανιψιό και μετέπειτα διάδοχό του, Ιουστίνο. Το αξίωμα μετατράπη από τότε σε τιμητικό τίτλο, τον υψηλότερο μετά από αυτούς του Καίσαρα και του νωβελισσίμου. Όπως και οι προηγούμενοι, ο τίτλος του κουροπαλάτη απονεμόταν αρχικά αποκλειστικά στα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά αργότερα και σε διάφορους σημαντικούς ξένους ηγεμόνες που συνδέονταν με το Βυζάντιο, όπως οι σύμμαχοι ηγεμόνες της Ιβηρίας του Καυκάσου, καθώς και διάφοροι Αρμένιοι δυνάστες. Στο «Κλητορολόγιον» του Φιλόθεου, τα διακριτικά του κουροπαλάτη ήταν ερυθρός χιτώνας, μανδύας και ζωστήρας. Η απονομή τους από τον αυτοκράτορα γινόταν σε ειδική τελετή αναγόρευσης. Σταδιακά ο τίτλος έχασε την αρχική του σημασία, ιδιαίτερα τον 11ο αιώνα, οπότε άρχισε να απονέμεται ευρύτερα και εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας, π.χ. σε στρατηγούς. Ταυτόχρονα, οι αρμοδιότητές του σχετικά με τη διοίκηση του παλατίου παραχωρήθηκαν σταδιακά στον πρωτοβεστιάριο. Ο τίτλος του πρωτοκουροπαλάτη δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο ως αντιστάθμισμα στην απώλεια κύρους του αρχικού τίτλου. Ο τίτλος επιβίωσε και στην Παλαιολόγεια περίοδο, αλλά κατείχε χαμηλή θέση και απονεμόταν σπάνια.



Κούρσωρ-cursor

Υπάλληλος του ιπποδρόμου. Κυριολεκτικά σημαίνει τον (επι)δρομέα. Επέζησε στίς μέρες μας ως «δρομέας» (δείκτης του σημείου γραφής) για τα προγράμματα των υπολογιστών. πβ. Λουκρητίου: Quasi cursores vitæ lampada tradunt. Σαν λαμπαδηδρόμοι μεταφέρουν την δάδα της ζωής (την γνώση) αλλά και μιά σειρά απο επιζώσες λέξεις: κούρσα, κουρσεύω, κουρσάρος, κλπ.

Κουστωδιάριος

Υπάλληλος του ιπποδρόμου με εντολή να «βάλλει το βήλον άνω» να αναρτήσει δηλαδή την «μάππαν» ή «βήλον» (απο το Λατ. velo=παραπέτασμα) ως ένδειξη οτι άγεται ιπποδρομικός αγώνας. Το βέλο μετέπειτα ηταν δυκτυωτό κάλυμμα του καπέλου για την διασφάλιση σκιάς και ανωνυμίας. 

Κράκτης

Κήρυκες που επευφημούσαν τους βασιλείς αμοιβόμενοι. (πβ. «Εν τη παλάμη και είτα / ούτω βοήσωμεν»). Οι αρχαίοι «κεκράκται». 

 Κριτής του Φουσάτου

Ανακριτής στην υπηρεία ου Στρατοπεδάρχου.

Κυαίστωρ(απο το Λατ. Questor=ερευνητής).

 Ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους

Λεγατάριος-legetarius

Υπάλληλος στήν διακαιοδοσία του επάρχου. Όταν έληγε η άδεια παραμονής των ξένων,
ο λεγατάριος τους οδηγούσε ενώπιον του επάρχου, ο οποίος έλεγχε τον κατάλογο των αγορών τους,
ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος να εξαχθούν κεκωλυμένα. 

Λογοθέτης

Ο Μέγας Λογοθέτης ήταν κάτι σαν διορισμένος πρωθυπουργός. Οι άλλοι Λογοθέτες ειχαν αντίστοιχες θέσεις μέ τους σημερινούς Υπουργούς. Υπήρχε Λογοθέτης του Δρόμου (Επικοινωνιών), Λογοθέτης των Αγγελών (Μεταφορών), Λογοθέτης του Στρατιωτικού, Λογοθέτης του Γενικου (Οικονομικών), Λογοθέτης του Ειδικού (Κρατικών προμηθειών), κα.




Μαϊστωρ ή Μάγιστρος

Επικεφαλής ομάδας υπηρεσιών της κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για τους μαγιστρους συμβολο του αξιώματος τους (βραβείον αξιας) ηταν χιτών λευκός χρυσούφαντος και επωμίς χρυσοταβλος, και ζώνη δερματίνη κόκκινος εκ λίθων τιμίων κεκοσμημένη ήτις λέγεται βαλτίδιν. [347 , σ.135

Μανδάτωρ

Αγγελιαφορος (απο το Λατ. Mandatum = εντολή, αλλά και μήνυμα, αγγελία, είδηση)
Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για τους πρωτοσπαθάριους των Βασιλικών μανδατόρων σύμβολο του αξιώματός τους (βραβείον αξίας) 'ηταν «ραβδος ερυθροδανωμένη , εκ χειρός βασιλικής επιδιδομένη»
πρβλ. Ερωτόκριτο
«Ηκουσες (Αρετούσα μου) τα μαντάτα
που ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενητιάς τη στράτα;»


Μαξιλαριος

Διανομέας μαξιλαριών στον Ιππόδρομο.


Μαππάριος

Πaραλαμβανε την Μάππα ή βήλον (άσπρο πανί) που πετούσε ο ύπατος και κήρυττε την έναρξη της ιπποδρομίας. Η «μάππα» ήταν συνώνυμο του ιπποδρομιακού αγώνα.

Ματρικάριος

Πυροσβέστης

    Μέγας Δρουγγάριος του Πλωίμου 

Στόλαρχος, 
Αρχηγός του Στόλου. 

Μελιστής

Μελοποιούσε τις επεφημίες υπέρ των αγωνιζομένων.

Νοβελίσσιμος-nobilissimus

Ευγενέστατος. Προήλθε ως επίθετο του τίτλου του Καίσαρα, ο κάτοχος της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας οι οποίος, μετά την Γέτα το 198, επεκαλείτο nobilissimus Caesar. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ζώσιμο , ο Κωνσταντίνος Α' δημιούργησε αρχικά το «nobilissimus» σε ένα ξεχωριστό τιμητικό αξίωμα, έτσι ώστε να τιμήσει ορισμένους από τις συγγενείς του χωρίς να συνεπάγεται την απαίτηση στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο τίτλος έρχεται στην τάξη αμέσως μετά από τον του Καίσαρα, και παρέμεινε έτσι σε όλη την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο, μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα. Στό Κλειτορολόγιό του (γραμμένο το 899) ο Φιλόθεος περιγράφει τα διακριτικά του βαθμού: πορφυρό χιτώνα, μανδύα και ζώνη. Ο ιδιος ο αυτοκράτορας άπενειμε στον δικαιούχο το αξίωμα σε ειδική τελετή.

Νυκτέπαρχος

Αξιωματούχος που φροντιζε γιά την ασφάλεια κατά την νυκτα. Είχε δικαστικά δικαιώματα και κουστωδία 9 ατομων.

Νυκτοταλάλιος

Νυκtοφύλακας

Οστιάριος

Θυρωρός (Απο το Λατ. ostiarious < ostium < os, oris στόμα, στόμιο, θύρα, παράγωγα: όστια, οστερία) Παππίας/Παππίος

Γνωστός ο Οικειακός Παππίος(1) και ο Παππίας του Κραββάτου(2)

Εκφραση: Κανει τον παππίο, κανει την πάπια.

Παραθαλασσίτης

Υπάλληλος υπαγόμενος στον έπαρχο και επιφορτισμένος με την αστυνόμευση της ακτής.

Παρδόβαλος

Οι παρδόβαλοι ηταν φύλακες των λεοπαρδάλεων (πάρδοι) του Ιπποδρόμου. Ορθότερον Παρδοβάγιλοι 


Κωδινός Πατρίκιος
Αριστοκρατική κοινωνική Τάξη με μεγάλο κύρος κατά το χρόνο της πρωϊμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Το κύρος και η σημασία της τάξης των πατρικίων υποβαθμίστηκε σταδιακά, και μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα, η τάξη των πατρικίων, έπαψε να έχει νόημα στην καθημερινή ζωή. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επανέφερε τον όρο ως ανώτερο τιμητικό τίτλο της αυτοκρατορίας, αλλά δεν συνδέθηκε με καμία συγκεκριμένη διοικητική θέση. Ο ιστορικός Ζώσιμος αναφέρει ακόμη ότι στην εποχή του Κωνσταντίνου, οι κάτοχοι του τίτλου, κατατάσσονται πάνω από τους επάρχους τν πραιτωρίων. Ο Θεοδόσιος Β απέκλειε τους ευνούχους από την τάξη των πετρικίων, παρόλο που ο περιορισμός αυτός είχε ανατραπεί από τον 6ο αιώνα.254,277Πραιπόσιτος ή Πραιπόζιτος(λατ. praepositus sacri cubiculi) Ο πραιπόσιτος του ιερού κουβουκλίου ή του ευσεβεστάτου κοιτώνος ήταν επόπτης ή προϊστάμενος στις υπηρεσίες του παλατιού και ανώτατος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα εμφανίζεται στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα τον αντικαθιστά στα καθήκοντά του ο παρακοιμώμενος, οι αρμοδιότητές του περιορίζονται και αποκτά χαρακτήρα τιμητικού τίτλου. Το αξίωμα παύει να υπάρχει στα τέλη του 11ου αιώνα.
Ελάμβανε την εντολή έναρξης των ιπποδρομιών απο τον βασιλέα.

Πριμικήριος

Βυζαντινός τίτλος και λειτουργημα που οριζει τον επικεφαλής
της κάθε διοίκησης. Ετσι υπήρχε ο πριμικήριος των Ιερων Κουβουκλείων, ο πριμικήριος
των Μαγγλαβιτών, πριμικήριος των Βεστιαριων, των Βαράγγων και δεν συμμαζεύεται.βλ.Λεξικό μου

Πραιπόζιτος του ευσεβεστάτου κοιτώνος

Ελληνική απόδοση του Λατινικού «præpositus sacri cubiculi». Ανώτατο αξίωμα των τελευταίων χρόνων της Αυτοκρατορίας, απονεμόμενο αρχικά σε ευνούχους. Διατηρήθηκε μεxρι τον 11ο αιώνα. 

Πρωτοβεστιάριος

Ελληνική απόδοση του Λατινικού «comes sacrae vestis». Αξιωματούχος υπαγόμενος στον Πραιπόσιτο του ευσεβεστάτου κοιτώνος. Θεωρητικά φύλαγε τα ενδύματα των αυλικών του αυτοκράτορα. Τα ρούχα των ευγενων ήταν χρυσοκεντημένα, όπως τα άμφια των ανωτέρων κληρικών σήμερα. Το αξίωμα υπήρχε απο τόν 7ο αιώνα, με διαρκώς αύξον κύρος και σημασια, όπως είναι φυσικό αφου ο Πρωτοβεστιάριος είχε την εμπιστοσύνη όλων τών αυλικών.

Διάσημοι πρωτοβεστιάριοι:Κων. Λειχούδης, Ανδρόνικος Δούκας, Αλέξιος Δούκας, Ιωάννης ΙΙΙ Βατάτζης, Μιχαήλ Τραχανειώτης, Μιχαήλ Παλαιολόγος

 Πρωτοσπαθάριος  Βλ. Σπαθάριος


 Ρεφερενδάριος-refendarius

Διεβίβαζε παρακλήσεις του λαού προς τον αυτοκράτορα και μετέφερε τις σχετικές απαντήσεις του. Παραγιούς ειχε τους «επι των αιτήσεων» (a libelis)

Σακελλάριος,(ή ο επι της σακέλλης) -sacellarius

Σχετικά με αυτό είναι τα αξιώματα σακελλάριος (αρχικά), χαρτουλάριος της σακέλλης (από τον 9ο αιώνα), το σέκρετο του σεκελλίου, ο επί σακκελίου (ο αρμόδιος για το θεσμό από τον 11ο-12ο αιώνα). Ο «σακελλάριος» αποτέλεσε, το πιθανότερο, τη μεσαιωνική ονομασία του «ταμία των βασιλικών χρημάτων». Στα μοναστήρια και στους μικρότερους ναούς το αντίστοιχο αρμόδιο αξίωμα είναι «μέγας σακελλάριος»ή ο (επί του) σακελλίου.

 Σέκρετον-secretum

Γραμματεία, Υπουργείον.

Βυζαντινός διοικητικός όρος που χρησιμοποιείται για δημόσιες υπηρεσίες και γραφεία γενικότερα. Εμφανίζεται ως όρος secretarium από το 303 και αρχικά απέδιδε κάποιο δικαστικό σώμα. Απαντά καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο και αναφέρεται σε διάφορους κρατικούς τομείς: σέκρετον της θαλάσσης, λογοθέσιο των σεκρέτων, καθολικόν σέκρετον κ.λπ.
βλ. ασηκρήτης

 Σιλεντιάριος-silentiarius

Ελληνική απόδοση του Λατινικού «Silentiarius», Τιτλος γιά τον υπεύθυνο της τάξης και της ησυχίας (silentium) στο Μέγα Παλάτιον. Ο σιλεντιάριος υπάγονταν στον Πραιπόσιτο του ευσεβεστάτου κοιτώνος. Η λειτουργία τους στο παλάτι ήταν να διατηρήσουν την τάξη κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών ακροάσεων και να συγκαλούν τη συνεδρίαση του συμβουλίου του αυτοκράτορα, το κονσιστόριον (consistorium).

Σύμβολο του αξιώματος κατά τον Φιλόθεο: Χρυσή ράβδος 

Σπαθάριος-spatharius

Αξίωμα που στα υστερορωμαϊκά χρόνια δήλωνε τον αυτοκρατορικό ή ιδιωτικό σωματοφύλακα. Στις αρχές του 8ου αιώνα πιθανότατα έγινε τιμητικός τίτλος. Τον 9ο αιώνα άρχισε να υποτιμάται, ενώ από τον 11ο αιώνα και εξής εμφανίζεται σπάνια στις πηγές. Ο αρχηγός τους ήταν ο Πρωτοσπαθάριος.

Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για τους Σπαθάριους σύμβολο του αξιώματός τους (βραβείον αξίας) ήταν «σπάθη χρυσόκανος, εκ χειρός βασιλικής επιδιδομένη»347,σ.134


Σταυλησιανός

Επιστάτης των Σταύλων του Ιπποδρόμου, συμμετείχε στο σώσιππον.161,53

Τουρμάρχης του Πλωϊμου

Διοικητής του στόλου ενος Θέματος.

 Υπομνηματογράφος

Παρουσίαζε στις Αρχές (στον έπαρχο πιθανως) καθημερινά κατάλογο των προφυλακισμένων ώστε να επισπεύδονται οι δίκες.

Φακτιωνάριος-factionarius

Υπάλληλος του ιπποδρόμμου επιφορτισμένος με την κύλιση της όρνας (κληρωτίδας)
Περι της όρνας πως δει κυλίεινΦωνοβόλοςΧωροστάτης φατρίας του Ιπποδρόμου που φωναζε - καθοριζε τα συνθηματα στον Ιπποδρομο, στα οποια απαντούσε ο λαος. πχ. «Έχετε βοηθούντα υμιν Ιησούν» και ο λαος απαντουσε «αεί νικά» 

Χαρτουλάριος-chartularius

Τηρουσε τα αρχεια των Μερών (Δήμων δηλ. Πρασινων, Βενετων κλπ). Υπήρχε επίσης χαρτουλάριος του δρόμου, χαρτουλάριος επι του σακκελίου, χαρτουλάριος του Θέματος, χαρτουλάριος του Βασιλικου Σακκελίου


Χωσιάριος

Ανιχνευτής των ενεδρών

. Στην Δύση έμειναν ως και σήμερα γνωστοί ως «ουσάροι». 

Ωρολόγος

Υπάλληλοι στήν ακολουθία του Μεγάλου Παπίου που μεριμνούσαν για την καλή λειτουργία των ορολογίων των Παλατίων

Τα άκτα είναι οι ρυθμικές επιφωνήσεις - βοήσεις, επευφημίες και υμνολόγια (acclamations), που συνόδευαν τις επίσημες κοσμικές τελετές (αναρρήσεις αυτοκρατόρων, ανακτορικές εορτές, υποδοχές ξένων αρχόντων και πρέσβεων κ.λπ.(. καθώς καί τις; εκκλησιαστικές Συνόδους. Γα άκτα αυτά ήταν διαλογικά (αντιφωνικά) ανάμεσα στους «δήμους» και τους «κράκτες» - τους αυλικούς υπαλλήλους, που έδιναν το σύνθημα για τις επευφημίες στον Βασιλιά κ.λπ., και απαντούσαν στους «κορυφαίους» των δήμων. Από εκεί, και το ρήμα «ακτολογώ»: επευφημώ, υμνολογώ . Με τη μορφή που πήραν στο Βυζάντιο, τα άκτα ήταν - κατά τους πρώτους, αιώνες της αυτοκρατορίας - «φωνή λαού».

«Κράκτες» ονομάζονταν και οι ψάλτες της εκκλησίας.
Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη "κεκράκτης» σήμαινε τον βοητή, τον φωνακλά.
Σήμερα, («κράχτης» αυτός που κράζει (και ο κόκορας), ο διαλαλητής μιας πραμάτειας, αλλά και ό,τι τραβάει την προσοχή των περαστικών. Επίσης, αυτός που προσκαλεί σε ανήθικες πράξεις, ο μαστροπός.