Ελληνικά επίθετα και η ετυμολογία τους
Επίθετο -Επώνυμο
Το επώνυμο είναι το όνομα της οικογένειας (στις δυτικές κοινωνίες συχνά αναφέρεται ως [Last Name ή Surname]), και αποτελεί μέρος του ονόματος ενός προσώπου. Αναφέρει την οικογένεια στην οποία ανήκει το άτομο. Η χρήση των επωνύμων είναι διαδεδομένη στους διάφορους πολιτισμούς σε όλο τον κόσμο. Κάθε πολιτισμός έχει τους δικούς του κανόνες ως προς το πώς αυτά τα ονόματα εφαρμόζονται και χρησιμοποιούνται.
Σε πολλούς πολιτισμούς (κυρίως Ευρώπης-Αμερικής, Μέσης Ανατολής, Νότιας Ασίας και Αφρικής), το όνομα της οικογένειας είναι συνήθως το τελευταίο μέρος του ονόματος ενός ατόμου (last name). Σε άλλους πολιτισμούς, το όνομα της οικογένειας προηγείται (forname). Το τελευταίο συχνά αποκαλείται Ανατολική σειρά επειδή οι Ευρωπαίοι είναι πιο εξοικειωμένοι με τα παραδείγματα από την Ανατολική Ασία, ειδικότερα την Κίνα, την Κορέα, την Ιαπωνία και το Βιετνάμ. Δεδομένου ότι τα οικογενειακά ονόματα συνήθως τοποθετούνται τελευταία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ο όρος επώνυμο [last name] χρησιμοποιείται συνήθως για το όνομα της οικογένειας.
Στη σημερινή εποχή στην Ελλάδα, οι Έλληνες μέχρι πρόσφατα είχαν σαν επώνυμο εκείνο του πατέρα τους, οι μεν άνδρες στην ίδια μορφή, ενώ οι γυναίκες στη γενική του αρσενικού.
Παλιότερα οι γυναίκες, μετά το γάμο, έπαιρναν αυτομάτως το επώνυμο του συζύγου τους. Από το 1983 (Άρθρο 15 - Νόμος 1329/1983), με τον γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις τους.
Τα παιδιά παίρνουν το επώνυμο που έχουν αποφασίσει οι γονείς στην ληξιαρχική πράξη γάμου από το επώνυμο του πατέρα, της μητέρας ή και τα δύο, με τον περιορισμό σε ένα ή δύο επώνυμα.
Η αλλαγή επωνύμου απαιτεί ειδική διαδικασία, με δημοσίευση σε εφημερίδα και δικαστική απόφαση.
Επί τουρκοκρατίας και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, λόγω ατελούς λειτουργίας των ληξιαρχείων, τα ονόματα άλλαζαν με βάση τα υποκοριστικά ή προσονύμια (παρατσούκλια) που χρησιμοποιούνταν για να ξεχωρίσουν άτομα με ίδια ονόματα και που οι άνθρωποι υιοθετούσν σα δικά τους ονόματα. Συνήθης περίπτωση ήταν να υιοθετηθεί το επάγγελμα (για παράδειγμα, Ράπτης, Τσαγκάρης) και των παιδιών να προστεθεί κατάληξη αναλόγως της περιοχής (-όπουλος, -άκος -άκης, -ίδης, -ογλου).
Κατά τα Βυζαντινά χρόνια, οι γυναίκες είχαν το επώνυμο τους στην ονομαστική του θηλυκού.
Παραδείγματα:
Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού Αυτοκράτορα των Ρωμαίων
Ελένη Παλαιολογίνα (1428-1458), κόρη του Θεόδωρου Β΄ Παλαιολόγου δεσπότη του Μωρέως
Μαρία Συγκλητική, κόρη του Ευγένιου Συγκλητικού
Στην αρχαία Μακεδονία, όπως φαίνεται από τις στήλες των τάφων της Βεργίνας, οι άνθρωποι έπαιρναν σαν επώνυμο το όνομα του πατέρα τους στη γενική.
Τα ελληνικά επώνυμα έχοντας τεράστια ποικιλία μπορούν να μας δώσουν στοιχεία για την γεωγραφική καταγωγή τους, την παλαιότητά τους ακόμα και την γλωσσική τους ιδιαιτερότητα.
Για παράδειγμα σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη(Neugriechische Familiennamen, 2e ed., Τριανταφυλλίδης, Μανόλης,Hasselrot, Bengt) οι καταλήξεις των ελληνικών επωνύμων κατανέμονται κάπως έτσι γεωγραφικώς, φυσικά η κατανομή αυτή δεν είναι τελείως αντιπροσωπευτική αλλά είναι η λογικότερη ομαδοποίηση που μπορεί να γίνει:
-άντης Πόντος
Υψηλάντης- Ο κάτοικος της Υψηλής στον Πόντο. Στον Πόντο συνηθίζεται η κατάληξη –άντης για να δηλώσει τόπο καταγωγής.
-ίκας Πόντος(Γιαννίκας,Γρηγορίκας)
-άτος , Κεφαλλονιά(Δημητράτος,Γιανουλάτος,Γερολυμάτος(Ιερώνυμος))
-έας , Μεσσ. Μάνη(Ασπρέας,Πουλέας,Λυμπερέας,Κουκουτσέας)
-έλης , Μυτιλήνη , Αϊβαλί, Λήμνο, Ίμβρο κτλ.(Ζαφειρέλης ,Κοκορέλης,Κουκλέρης)
-ούδης (-ούδας) Στα ανατολικά ιδιώματα (Μακεδονία, Θράκη, νησιά Αιγαίου ως τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο),(Λαμπρινούδης,Νικολούδης,Σπανούδης,Φραγκούδης, Ψαρούδας,Μαρούδας)
-ούσης , Χίο,(Χαλκούσης,Παϊδούσης)
Αβδελάς/Αβδελόπουλος- Από το δημώδ. αβδέλλα, η βδέλα, <αρχ. βδέλλα. Αβδελάς πιθανώς ο έμπορος βδελλών, για θεραπευτικούς λόγους. Το επαγγελματικά ως «αβδιλάς» στα βόρεια ιδιώματα. - Και χωριό (βλαχόφωνο) στην περιοχή των Γρεβενών, Αβδέλλα. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ)
Αβράμης/Αβραμάκης/Αβραμόπουλος κοκ- Από το χριστ. βαφτ. Αβραάμ, εβρ.Abhraham, «ο πατέρας πολλών εθνών». Αρκετά διαδεδομένο βαφτ. εξού και οι πολλές παραλλαγές του.
# Μιχάλης Αβράμης, ιερέας το πρώτο μισό του 15ου αιώνα.
#Γεώργιος Αβράμης, κάτοικος Κρήτης το 1355.
#Θεοτόκης Αβράμης , το 1474 στις Ωριές Ευβοίας.
-Και οικισμοί Αβραμιάνικα Λακωνίας, Αβράμι Μεσσηνίας, Αβράμι Αχαΐας, Αβράμι Κυκλάδων, Αβράμης Κέρκυρας. (ΛΜ) (BZP)
Αγαπητός/Αγαπήτογλου/Αγαπητάκης/Αγαπητόπουλος κ.α. – Από το βαφτ. Αγαπητός, ήδη από την κλασσική εποχή ως κύριο όνομα, και όχι σπάνιο στη βυζαντινή περίοδο φτάνοντας ως τις μέρες μας. Ως επώνυμο συναντάται τον 14ος αιώνα καθώς αναφέρεται κάποιος ιερέας Ιωσήφ Αγαπητός στο Γαλατά της Πόλης, και ένας Αγαπητός το 1321 στο Νεοχώριον Χαλκιδικής κ.α.. (BZP)
Διαβάστε κι αυτό :
Ονομασίες των Ελλήνων
Αδρασκέλας- Από το δημωδ. αδρασκελιά, η δρασκελιά, το βήμα με μεγάλο άνοιγμα των σκεών, το ανοιχτό βήμα. Λογικά αδρασκελάς, αυτός που περπατάει με μεγάλα βήματα-δρασκελιές. Η λέξη από το ελνστ. διασκελίζομαι `κάνω μεγάλο βήμα΄. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Αδραχτάς/Αδράχτας- Από το δημωδ. αδράχτι, το κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού,< μσν. αδράχτι<ελνστ. ἀδράκτιον υποκορ. τουἄδρακτος.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 15ο αι., αναφέρεται ένας Αδραχτάς Μιχαήλ.(ΛΤ) (BZP)
Αζάπης- Από το δημώδες αζάπης>αραβοτουρκ. azap, i) στρατιώτης ή ναύτης υποχρεωμένος να μένει άγαμος, ο ατίθασος μτφ. ii) Ως έννοια και ταλαίπωρος, δυστυχής, κακομοίρης.(βλ. και Ερωτόκριτο: «τρεις και του Ρωτόκριτου ελάχασι τ’αζάπη.» {ΣΗΤΡ}(ΛΔΗΜ)
Αϊβαλιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικρασίας, τις αρχαίες Κυδωνίες. Η ονομασία Αϊβαλί, λογικά σχετίζεται με την αρχική ονομασία, καθώς ayva είναι στα τούρκικα το κυδώνι. Η κατάλ. -(ι)ώτης, συνηθέστατη σε πατριδωνυμικά επώνυμα,πρβλ. Βολιώτης, Χαλκιδιώτης, Θασιώτης κτλ, από το αρχ. επίθ. –ώτης, πρβλ. δεσμώτης, Ηπειρώτης, Σικελιώτης, Παρπαριώτης κτλ. (ΛΤ)
Ακίλας- Από το αραβ/τουρκ. akil, φρόνιμος, συνετός.{ΣΗΤΡ}
Άκουρος- Από το δημώδ. άκουρος, ο ακούρευτος, στερ. –α και αρχ. κουρά. (ΛΔΗΜ)
Ακρίδας-Από το ν.ε. ακρίδα<αρχ.ἀκρίς,αιτ. –ίδα. Προφανώς ως παρωνύμιο που εξελίχθηκε σε επώνυμο. {Λ.Τ.}
Αλαµπάντας-Από το διαλεκτ. αλαμπάντα=ανακατωσιά, επανάσταση.< ιταλ.εκφρα. alla banda(λαφυραγωγία). Σύμφωνα με τον Δημητράκο, η αρπαγή, το πλιάτσικο. Επι Τουρκοκρατίας, αφού Ρουμελιώτες και Αρβανίτες πλιατσικολόγησαν την Πελοπόννησο, έμεινε ως «ο καιρός της αλλαμπάντας» για του Μωραΐτες. {ΗΠΟΙΚ}(ΛΔΗΜ)
Αλατζάς-Σχετικό με το ν.ε. αλατζάς, βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: Φουστάνι από αλατζά.<τουρκ. alaca –ς. Ίσως ο αλατζάς, ως παρωνύμιο και μετέπειτα ως επώνυμο, λόγω της συνήθειας του να φοράει κατώτερης ποιότητας ρούχα από αλατζά.{Λ.Τ.} (ΛΔΗΜ)
Αλαφούζος- Από το ιδιωμ. αλάφι, αντί ελάφι(και αλαφίνα αντί ελαφίνα), και την ιδιωμ.υποκοριστική κατάληξη –ούζος, πρβλ. Γιαννούζος, Γαβρούζος κτλ.(ΛΔΗΜ)
Αλαβάνος- Σχετικό με το ιδιωμ. αλαμάνος, απάνθρωπος, αιμοβόρος. Ετυμολογικά συνδέεται με το φράγκικο alleman, ο Γερμανός, που πέρασε σε μερικές ελληνικές διαλέκτους ως χαρακτηρισμός, όπως κι άλλα εθνικά ονόματα λόγω στερεοτύπων που επικράτησαν στον λαό, Βούλγαρης, Αρναούτης, Τσιφούτης, Λιτζερίνος κτλ. Με επιφύλαξη γιατί πιθανώς να προέρχεται απευθείας από κάποιο δυτικό επώνυμο, καθόλου σπάνιο για τα νησιά των Κυκλάδων, λόγω φραγκοκρατίας.(ΛΔΗΜ)
Αλευράς- Από το ν.ε. αλευράς, ο αλευροπώλης,παροιμ. «αλευράς και πεινασμένος δε γίνεται». <αρχ. ἄλευρον .
#Ως επώνυμο το συναντώ πρώτη φορά το 1436, έναν Σταμάτη Αλευρά. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Αλιτζερίνος/Λιτζερίνος- Από το δημώδες (α)λιτζερίνος, που εκτός από την πρωταρχική του σημασία(Αλγερινός) δήλωνε και τον πειρατή, τον κουρσάρο. Η πειρατεία ήταν φαινόμενο συνηθέστατο ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα στη Μάνη. Η λέξη είχε και την έννοια του αρπακτικού και κακόπιστου ανθρώπου. (ΛΔΗΜ)
Αμανατίδης/Αμανετίδης/Αμανετόπουλος- Από το τουρκ. amanet, παρακαταθήκη-ενέχυρο, σύμφωνα με τον Βογιατζόγλου. Το «Αμανατίδης» ίσως πρόκειται για λόγιο εξελληνισμό του επιθέτου Αμανατιτζής, που σχετίζεται με τον δημώδες αμανατιτζής, ο ενεχυροδανειστής. Αυτός δηλαδή που παρακρατούσε κάτι ως παρακαταθήκη-ενέχυρο, αμανάτι ή αμανέτι, για να το παραδώσει σε άλλον. (ΕΠΜΑ) (ΛΔΗΜ)
Αμοιρίδης/Αμυράς- Ίσως να σχετίζεται με την λέξη άμοιρος, ο κακόμοιρος, αλλά θεωρώ ότι το –οι- προήλθε από λόγιο ορθογραφικό «εξελληνισμό». Είναι πιθανότερη η συσχέτιση του με το μεσν. αμιράς, ο άρχοντας, στρατηγός, που χρησιμοποιήθηκε και ως βαφτιστικό,εξού και η διάδοσή του. Η λέξη χρησιμοποιείται και θωπευτικά ως προσφώνηση , «αμιρά μου»(άρχοντα μου)<αραβ.῾amīr, η λέξη από τον 7ο αι.(μ.Χ) στα ελληνικά.
#Σαν επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με μορφές όπως Αμηράλης(128-Σμύρνη),Αμιρούτζης(Τραπεζ.)
#Δημήτρης Αμοιράς, κτηματίας στην Χαλκιδική, 1312-21
#Μιχαήλ Αμιρούτζης, μελογράφος, πρώτο μισό του 15ου αιώνα.
#Γεώργιος Αμιρουτζής, φιλόσοφος, πρωτοβεστιάριος στην Τραπεζούντα, 1458-1461.
(ΜΣΚ)(ΛΤ)(BZP)
Αμπατζής/Αμπατζόγλου/Αμπατζίδης κ.α. -κατασκευαστής ή πωλητής χοντρών μάλλινων υφασμάτων ή ρούχων<τουρκ.Abacι{ΜΣΚ}
Αμπράζης- Σχετικό με το δημώδες επίθετο αμπράζικος, ο βαρύς στο περπάτημα και στην ομιλία άνθρωπος, ο άγαρμπος. (ΛΕΞΠΙΕΡ)
Αντωνίου/Αντώναρος/Αντωνόπουλος κοκ- Από το βαφτ. Αντώνιος,όνομα αγιών, από το λατ. Antonius, άγνωστου ετύμου, ίσως ετρουσκικής αρχής.(ΛΤ)
Άντζας- Από το ιδιωμ. άντζα, η γάμπα, μσν. άντζα <μσνλατ. *ancia. Πρβλ. Γαμπάς. Στην περιοχή της Πιερίας, άντζα(η), το βαθούλωμα που σχηματίζεται πίσω από το γόνατο.
Ανυφαντής/Αυφαντής- Από το δημ. ανυφαντής(μεσν. ανυφάντης), ο εξ επαγγέλματος υφαντής, αυτός που υφαίνει. Και Αλυφαντής, Αλφαντής.
Απέκης/Απόκης- Από το ιδιωμ.(Πελ/σο) απέκης/απόκης, ο Ρουμελιώτης, ο «απ’έκει», ο από απέναντι, από τη Στερεά Ελλάδα. Άγνωστο αν χρησιμοποιούσαν πουθενά αλλού αυτό τον χαρακτηρισμό.
Απέργης- Από το μεσν. απέργης, ο αμαρτωλός, ό άνομος. Από το ουσ. απέργιν, η αμαρτία, ανομία. (TRAPP)
Αποσπόρης- Από το δημωδ. απόσπορο, κυριολ. το υπόλειμμα του σπόρου, μτφ. και συνήθως χαρακτηρισμός του τελευταίου παιδιού μιας οικογένειας, αλλιώς το απογόνι, στερνοπαίδι.(ΛΔΗΜ)
Αποστολάκης/Αποστολάτος/Αποστολάκος κοκ- Από το βαφτ. Απόστολος-ης, αρχικά η λέξη , απόστολος,δήλωνε τον αγγελιοφόρο<αποστέλλω, διαδόθηκε λόγω των Δώδεκα Αποστόλων.
Αράπης/Αράπογλου- Από το δημωδ. αράπης, 1) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο μαύρος, ο νέγρος, 2) ο Άραβας, 3) ο πολύ μελαχρινός, μελαψός<τουρκ. arap. Η κατάληξη –όγλου, σχεδόν κατά κανόνα κατάληξη Μικρασιατών, προέρχεται από το τουρκ. –oglu<ogul-γυιός.
Αρίδας- Από το δημωδ. αρίδα, 1) είδος τρυπανιού, και 2) αρίδα τα πόδια, «μάζεψε τις αρίδες σου», και αρίδας αυτός που έχει μακριά πόδια, αρχ.ἀρίς.
Αρνιακός- Πατριδωνυμικό, δηλώνοντας καταγωγή από τοπωνύμιο όπως Αρνάς Πάρου και Άρνα Λακωνίας. Η κατάληξη –ιακός είναι αρκετά σπάνια, παρόμοιο σχηματισμό συναντάμαι στο παλαιότερο «Βυζαντιακός». Πιθανότερα, από το δημωδ. αρνιακό, το δέρμα του αρνιού, το αρνοτόμαρο, προβιά.
Αρώνης- Από το βαφτ. Αρώνης, η εξελληνισμένη μορφή του βιβλικού Ααρών.
Ασλάνης- Από το δημώδ. ασλάνι, το λιοντάρι, μτφ. ο υγιής, ο ρωμαλεός σαν λιοντάρι. Η λέξη από το τουρκ. aslan-το λιοντάρι.{ΣΗΤΡ}{ΛΔΗΜ}
Ασπιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Ασπάι της Κέρκυρας, πρβ.Ασπιωτάδες Κέρκυρας.{ΤΠΝΜ}
Ατματζίδης-Προέρχεται απο το τουρκ. ουσ. atmaca που δηλώνει ένα είδος γερακιού(accipiter gentilis),το ξεφτέρι.Εμφανίζεται και ως Ατματζιάδης, Ατματζής, Ατματζάκης,κτλ. (ΕΠΜΑ)
Αυγενάκης/Αυγεράκης/Αυγέρης/Αυγερόπουλος κ.α.- Από το βαφτ. Αυγερινός/Αυγέρης/Αυγένης,δημώδες όνομα από το επίθετο του πλανήτη Αφροδίτη, όπως φαίνεται την αυγή ως το τελευταίο άστρο της νύχτας <μεσν.επιθ. Αυγερινός<αρχ. αυγή, κατά το εσπερινός, νυχτερινός κ.α.
Αφιώνης- Από το ν.ε. αφιόνι ,το όπιο<μσν. αφιόνι(ον) αντδ.<τουρκ. afyon -ι(ον) < περσ. ελνστ.ὄπιον. Αφιονισμένος ο διαολεμένος{ΔΟΦ}
Αχαμνός- Από το ιδιωμ. αχαμνός, ο άσχημος, ο αδύνατος, ο ισχνός, <μσν. αχαμνός, `αδύναμος΄ χαμνός< αρχ. χαῦνος. (ΛΤ)
B
Βαβύλης- Από το όνομα αγίου της Εκκλησίας, Άγιος Βάβυλας, επίσκοπος Αντιόχειας τον 3οαιώνα, ή λέξη ίσως σχετίζεται με το αρχ. βαβύλας-βαβύας, σύμφωνα με τον Ησύχιο «ο βόρβορος, πηλός». Λιγότερα πιθανό, από τη κεφαλλ. Ιδιωμ. λέξη βαβύλα, είδος κανθάρου βαθυκόκκινου, εκφρ. «βαβύλα κεράσια» δλδ κατακόκκινα-ώριμα κεράσια.{ΓΚΕ}
Βαγενάς- Από το ν.ε. βαγένι-βαρέλι,< μεσν. βαγοίνιον. Ο Meyer την ετυμολογεί από το σλαβ. vagan “ξύλινη γαβάθα”. Πιθανώς από το <μεσν. λατ. vagna.{ΤΟΖ}
Βαγιωνάς/Βαγιόνης/Βαγιονάκης/Βαγιανόγλου κοκ- Από το βαφτ. Βάϊος, Βάγια, Βαγιώνα,<μτγν. βάιον, και βάγια, τα κλαδιά από φοίνικα,δάφνη κλπ, που δίνονται στους εκκλησιαζόμενους την Κυριακή των Βαΐων.(ΛΜ)
Βαζούρας/Βαβούρας- Από το δημωδ. βαβούρα, και βαζούρα ιδιωματικά, ο ενοχλητικός θόρυβος, η βοή, φασαρία, <μεσν. βαβούρα, ηχομιμ. < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα.(ΛΤ) {ΓΛΑΙΤ}
Βακράτσης- Από το τουρκ. bakrac, μικρό δοχείο για μεταφορά νερού, ν.ε. μπρακάτσια.Μπακράτσης/Βακράτσης ίσως ο κατασκευαστής ή έμπορων των συγκεκριμένων δοχείων.{ΣΗΤΡ}
Βαληνάκης- Από το πατριδωνυμικό Βαληνός/Βαλινός, ο καταγόμενος από το χωριό Βαλής του νομού Ηρακλείο, κατά το Πατρινός, Ζακυνθινός, Κομνηνός, Καντακουζηνός κτλ. {ΤΠΝΜ}
Βανδής- Από το μεσν. βάνδον ,το. Στρατιωτική σημαία και συνεκδ. στρατιωτική μονάδα. <ουσ. βάνδα<μεσν. λατ. bandum.{ΜΣΚ}
Βαξεβάνης (Μπαχτσεβάνης)- Από το τουρκ. bahçıvan- bahçe- κήπος, ο περιβολάρης, με φωνητικό εξελληνισμό.{ΣΗΤΡ}
Βαρβάκης- Από την ιδιωμ. λέξη βαρβάκι, πουλί νυχτόβιο με μεγάλα στρογγυλά μάτια, και φυτό.{ΣΗΤΡ}
Βαρβαρίγος- Από το βενετσιάνικο επώνυμο Barbarigo, μάλιστα ο Agostino Barbarigo, ήταν δόγης της Βενετίας από το 1486 ως το 1501.
Βαρβιτσιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαρμπίτσα(Βαρβίτσα) της Λακωνίας, πατρίδα του μεγάλου προεπαναστατικού κλεφτη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.{ΤΠΝΜ}
Βαρδής/Βαρδινογιάννης- Από το βαφτ. όνομα Βαρδής, σύνηθες από Έλληνες σε βενετοκρατούμενες περιοχές(Κρήτη,Κυκλάδες κτλ), από το βενετσιάνικο Baldin, εξελληνισμένο φωνητικά. Το βεν. Valdin με τη σειρά του προέρχεται αποτο αρχ.γερμ.Baldawin
Βαρθακούρης- Από το ιδιωμ. βαρθάκι, το βατράχι, συν την υποκορ. κατάληξ. –ούρης.
Βαρνακιώτης- Επώνυμο γνωστού αγωνιστή του ’21. Το επώνυμο εθνικό, δηλώνει καταγωγή από το χωριό Βάρνακας, οικ. νομού Αιτωλοακαρνανίας, δ. Αλυζίας.{ΤΠΝΜ}
Βασσάρας,-Σχετίζεται με το τοπωνύμιο Βασσαράς, χωριό της Λακωνίας. Δεν είναι σπάνιο(ούτε όμως και σύνηθες) να δημιουργούνται πατριδωνυμικά επώνυμα με την απλή πρόσθεση του τελικού -ς, όπως Λοιδωρίκης, Σαμοθράκης, Σαλονίκης κτλ.
Βασκαντάρης.Βασκαντήρας- Από την ηπειρ. ιδιωμ. λέξη βασκαντάρι/βασκαντήρα, όστρακο θαλάσσιο, όπου κρεμούν οι μητέρες στο λαιμό των παιδιών τους προς αποφυγή βασκανίας.{ΗΠΓΛ}
Βαφιάς/Βαφέας/Βαφειάδης/Βαφίδης/Βαφίνης/Βαφόπουλος- Από το δημωδ. βαφιάς, ο ελαιοχρωματιστής, ο μπογιατζής, <αρχ. βαφεύς.
Βεδούρης - Από το δημωδ. βεδούρι/βεδούρα, ξύλινο ποιμενικό δοχείο, καρδάρα, μτφ. ως επίθετο δηλώνει τον παχύ και βραχύσωμος άνθρωπο. (ΛΔΗΜ)
Βελέντζας- Από τη ν.ε. βελέντζα, χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα· (πρβ. φλοκάτη). τουρκ. velenç(e) -α{ΣΗΤΡ}
Βελιμέζης- Από το τουρκ. bilmez, ο αμαθής, αχάριστος.{ΣΗΤΡ}
Βελόπουλος/Βελής/Βελίδης/Βελιδάκης/Βελλής κτλ- Από το τουρκ. veli, φύλακας, προστάτης, και άνθρωπος κοντά στον Θεό. Λιγότερα πιθανό από το δημώδ. βέλο, λεπτό και διαφανές ύφασμα, παλαιότερα. Ί
Βέρρας/Βερόπουλος/Βεράκης/Βερίδης/Βερούσης κ.α.- Μητρωνυμικά επώνυμα από το θηλ. βαφτ. Βέρ(ρ)α, από το ιταλ. Vera, από το επίθ. vero<λατ. verus-αληθινός, σωστός-.(ΛΜ)
Βεργής- Επώνυμο από το βαφτ. Βεργής, ήδη από την παλαιολόγεια εποχή ως βαφτιστικό και ως επώνυμο(1370-Πόλη,1301-Χαλκιδική, κτλ). Το βαφτ., και ως Βεργής, Βέργος, Βέργω προήλθε από τη λέξη βεργί, ευλύγιστη ράβδος.
Βερεμής- Από το ν.ε. βερέμης, <τουρκ. verem, χτικιό, ο χτικιάρης και κατ’επέκταση ο δύστροπος.{ΣΗΤΡ}
Βερνίκος- Από το δημωδ. βερνίκι, ρευστή, ρητινώδης ουσία που χρησιμοποιείται ως επίχρισμα σε διάφορες επιφάνειες για στίλβωση ή και για προστασία, πιθανώς αυτός που έφερε το επώνυμο ήταν κατασκευαστής ή έμπορος του προϊόντος. ελνστ. βερενίκιον(Λ.Μ)
Βεσκούκης- Από το αρβαν. veshqok, ο έξυπνος, το ξεφτέρι. {ALBD}
Βετούλης- Από το ιδιωμ. βετούλι, το νεογέννητο κατσικάκι.{ΓΚΕ}
Βηλαράς-Από το μεσν./νεοελλ.βηλάρι,το. 1) Ύφασμα του αργαλειού, 2) Παραπέτασμα: να σηκώσουν τα βηλάρια του μίσκαν,<λατ. velarium,η λέξη στα ελληνικά :‑ιον τον 6. αι. και ‑ιν το 10. αι.,{ΜΣΚ}
Βλάτης/Βλάττης- Από το δημωδ. βλάττι(ν)- βλατί, πολυτελές μεταξωτό ύφασμα, συν. πορφυρό, και συνεκδ. ένδυμα ή κάλυμμα από αυτό.Ως επώνυμο αναφέρεται ήδη από τον 14ο αιώνα ως Βλατής(Βλατής Θεόδωρος-Μητροπ.Θεσσ/κης{1371),Βλατάς,Βλατερός κτλ(ΛΔΗΜ)(ΜΣΚ)(BZP)
Βλάχος/Βλαχογιάννης/Βλαχόπουλος/Βλαχάκης κτλ- Από το μεσν. & δημώδ. βλάχος, 1)ο βλαχόφωνος, ο ομιλών βλάχικη-λατινογενή διάλεκτο, 2) ο ορεσίβιος, και νομάδας ποιμένας,3) ο άξεστος, αγροίκος, ο χωριάτης. Βλάχους λέγανε παραδείγματος χάρη και οι Χιώτες τους προύχοντες συμπατριώτες τους που ξενιτεύονταν στη Βλαχία, όπως επίσης βλάχους ονομάζουν οι Μανιάτες όλους τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους. Ω
Βολουδάκης/Βολούδης- Επώνυμο Σφακιανής οικογένειας, που είναι κλάδος των Πατακών. Η μόνη ερμηνεία που μπορώ να δώσω όσον αφορά την ετυμολογία του επων. Βολούδης, είναι να σχετίζεται με το δημωδ. βόλος,μικρή σφαίρα από γυαλί, η μπίλια,<αρχ. βῶλος.
Βορίδης/Βοριάς/Βορέας/Βοράκης- Από το δημ. βοριάς,βορέας, ο βόρειος άνεμος, μσν. βοριάς < αρχ. βορέας. Ίσως να χρησιμοποιήθηκε και σαν βαφτιστικό. Παρόμοια επίθετα Πουνέντης, Μαΐστρος, Σιρόκος κτλ. (ΛΤ)
Βόσκαρης- Από το δημωδ. βόσκαρης, ο βοσκός συν την υποκορ. καταλ. –άρης. (ΛΔΗΜ)
Βουλάρης- Από το μεσν. βουλάριος, ο γραμματέας της μητρόπολης, εντελταμένος να φυλάει τη σφραγίδα. (ΛΔΗΜ)
Βουρλής/Βούρλας/Βουρλός- Από το δημωδ. βούρλα, αλλιώς η μούρλα/μούρλια, η τρέλα, η μανία, πρβλ. βουρλίζω, βούρλισμα.< μσν. βουρλίζω `τρέμω σαν βούρλο΄<ελνστ. βροῦλον. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Βουτσάς-από τη λέξη βούτσι+ επαγγελ. καταλ. -άς, βαρέλι. Β.=βαρελάς. (Τριαντ.),< ελνστ. βούτις.{ΤΟΖ}
Βρεττός/Βρεττάκος- Απο το δημ. βρετός, ο ευρημένος, ο ευρετός,1) "επί νηπίων, το υπό των οικείων του εγκαταλειφθέν και ευρεθέν υπό τινός, το έκθετον,2) νήπιον υπό των γονέων του αποτεθέν έμρποσθεν της εκκλησίας, είτε εν τη οδώ, ινά αναλάβη την βάπτισιν του ο πρώτος τυχών διαβάτης. Σύμφωνα με τον Βαγιακάκο, «Μανιάται εις Ζάκυνθον», το όνομα Βρετός, ως βαφτιστικό, είναι σύνηθες στη Μάνη.
Βουτσινάς-Από το δημωδ. βουτσίνα(βυτίνα,βουτίνα,μπουτίνα,μπουτινέλος), είδος μεγάλος κάδου για ποιμενική χρήση, η βούτα ή βούτη αλλού. Η παραγωγική καταλ.-άς, δηλώνει επάγγελμα πρβλ. φαναράς, βαρελάς, βουτσάς, βαγενάς κτλ(ΛΔΗΜ)
Βρούβας-από τη λέξη βρούβα ,είδος άγριου χόρτου.Και η έκφραση «τρώει βρούβες» για τον εύπιστο.{Λ.Τ.}
Βρούτσης/Βούρτσης- Από το μεσν.(και σημ.ιδιωμ.) βρουτσί(ν), μικρή βούρτσα από τρίχες χοίρου, <ουσ. βρούτσα. Ως επώνυμο με τη μορφή Βούρτζης, ήδη τον 11ο αιώνα.( J.-Cl. Cheynet, C. Morrisson and W. Seibt)(BZP)(ΜΣΚ)
Βρυώνης- Από το μτγν/μεσν. βρυώνης, είδος αμπέλου.Επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή. Διευκρινιστικά ο γνωστός τουρκαλβανός Ομέρ Βρυώνης όφειλε το «επώνυμο» του στον τόπο καταγωγής του, χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία. Και στα ν.ε. βρυωνιές είδος φυτού. (ΛΔΗΜ)
Βωβός- Από το μσν. βωβός, ο άλαλος, ως επώνυμο καταγράφεται τον 11ο αι. από τον Κεδρηνό(Georgius Cedrenus,Bonnae,1838-1839,II,451,18).{GLOBG}
Βώκος- Από το δημωδ. βώκος, ο μη αντιλαμβανόμενος, ο ανόητος, ο μπουνταλάς,<αρχ.βώκος, βούκος, ο γελαδάρης. Το επώνυμο Βώκος ήταν το επώνυμο της οικογένειας των Μιαούληδων, η οποία καταγόταν από τα Φυλλά Ευβοίας. (ΛΔΗΜ)
Γ
Γαβαλάς- Επώνυμο που εμφανίζεται ήδη από τον 11οαιώνα στην Ελλάδα, σχετίζεται:1) μεσν. γαβαλάν, «κεφαλάν»(Ησυχ.), και ιδιωμ.γάβα και κάβα το κεφάλι ή 2) με το δημωδ. γάβαλο, ο κόπρος του αλόγου. (ΛΔΗΜ)
Γαζέπης- Από το τουρκ. gazap, θυμός, κατάρα.{ΣΗΤΡ}
Γαζής- Από το τουρκ. gazi, αγωνιστής, τροπαιούχος.{ΣΗΤΡ}
Γαϊτάνης- Από το ν.ε. γαϊτάνι(κορδόνι μεταξωτό)< ελνστ. γαϊετανόν <λατ.gaitanum. Και ως βαφτιστικό, σπάνιο βέβαια, ως και τις μέρες μας, πρβλ. Συρμώ/ Συρματένια/Συρμής.{ΤΟΖ}
Γαλακτερός- Από το ιδιωμ. γαλαχτερός, ο πλήρης γάλακτος. Για τα ζώα, γαλακτερά όσα ακόμα θηλάζουν.{ΓΚΕ}
Γαλάνης-γαλανός + καταλ. –ης.Βλ. καστανός-Καστάνης, στρογγυλός-Στρογγύλης.{ΤΟΖ}
Γάλαρης- Σχετικό με την ιδιωμ. λέξη γαλάρι. Το πρόβατο, το παράγων γάλα, αντιθέτως με τα στέρφα-στείρα. {ΓΣ}
Γαλατσίδας- Από το δημωδ. γαλατσίδα, γενική ονομασία διάφορων χόρτων με γαλακτώδη χυμό, μσν. γαλατσίδα < γαλατσίς, αιτ. -ίδα < γαλακτίς.(ΛΔΗΜ) {Λ.Τ.}
Γαλέος-ν.ε.γαλέος, είδος ψαριού,<αρχ.γαλεός{Λ.Τ.}
Γαλής- Από το τουρκ. gali, ακριβός, υπερτιμημένος.{ΣΗΤΡ}
Γαλιάτσος- Από το ν.ε. γαλιάτσος, κωπηλάτης σε γαλέρα,ουσ. γαλιότος <βεν. galioto· πβ. γαλιότης.{ΜΣΚ}
Γαλιφάς/Γαλιφός/Γαλιφάκης/Γαλύφας- Από το δημώδ. γαλίφης, γαλίφος, ο πλάνος, ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με γαλιφιές, με καλόπιασμα. <μεσν. γαλίφος<ιταλ. gaglioffo. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Γαργαλέλης/Γαργάλης- ν.ε. γαργάλι “η σκανδάλη του πυροβόλου όπλου/ είδος φυτού”. Και σχετικό τοπωνύμιο στη Μεσσηνία Γαργαλιάνοι. Πιθανότατα να σχετίζεται όμως με το ρήμα γαργαλώ.{ΤΟΖ}
Γαρμπής- Γαρμπής , ο νοτειοδυτικός άνεμος, συνήθως χειμερινός και βροχερός. Μτφ. ο βάναυσος. μσν.γαρμπής<βεν.garbin< αραβ.garbī.. Και σαν βαφτιστικό, σπάνια.{ΓΚΕ}
Γαρμπίλας- Ίσως σχετικό με το ν.ε. γαρμπίλι ,ψιλό χαλίκι που χρησιμοποείται στην οικοδομική και στην οδοποιία· σύντριμμα.Πιθανότερο θεωρώ το ενδεχόμενο να προέρχεται από το σπάνιο βαφτιστικό Γαρμπής με την υποκοριστική κατάληξη –ίλας, κατά το Γεωργίλας. {ΜΣΚ}
Γαρώνης- Από το δημώδ. ρήμα γαρώνω, αλλιώς το αλατίζω, παστώνω. Από το ους. γάρος-η άρμη, από το αρχ. ουσ. γάρος, η λέξη και σήμερα ιδιωματικά. Το επώνυμο σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα, π.χ. Βουλώνης(βουλώνει), Κουτσοπίνης(κουτσοπίνει), Κρυώνης(κρυώνει), Περιμένης(περιμένει), κ.α.. {ΜΣΚ}(ΛΔΗΜ)
Γάτσης-Γάτσης <Γάκης <Γεωργάκης, με τσιτακισμό. Ίσως σχετικό και με το διαλεκτικό γάτσος/γάτσης ο γάτος.{ΤΟΖ}
Γερακάρης- Αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια. Ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή εμφανίζεται ως επώνυμο (1264-Κεφαλονιά).{ΜΣΚ}(BZP)
Γιαβάσης- Από το τουρκ. yavas, μαλακός.{ΣΗΤΡ}
Γιαγκάσης- Από το ν.ε. γιαγκάσης,γιαγκάης(Ποντ.). Από το τουρκ.yankaz=απατεώνας, άτακτος.{ΑΝΤΖ}
Γιαγκούλας- από το βαφτιστικό Γιάγκος+μεγεθ.καταλ. –ούλας. (Γιάγκος-Γιάννης-Ιωάννης).{ΤΟΖ}
Γιακουμάτος/Γιακουμής/Γιακουμάκης/Γιακούμογλου κ.α.- Από το βαφτ. Γιακουμής, μορφή του Ιάκωβος. Ίσως επηρεασμένο από την βενετσ. εκδοχή του ίδιου ονόματος, Giacomo<υστερολατ. Jacomus/Jacobus<Ιάκωβος. Το Ιάκωβος αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του αρχικού εβραϊκού Ιακώβ>Ya’akov, που συνδέεται με το εβρ. aqeb- φτέρνα- , επειδή σύμφωνα με τη βίβλο ο Ιακώβ γεννήθηκε δεύτερος κρατώντας τη φτέρνα του αδελφού του Ησαύ. (ΛΜ)
Γιαλαμάς- Από το τουρκ. yalama, ξεφλούδισμα, εξάνθημα στα χείλη.{ΣΗΤΡ}
Γιαλούρος- Από το ιδιωμ. γιαλούρι, πετεινός ακατάλληλος για καπόνι/καπόνι-Πετεινός ευνουχισμένος <πληθ. caponi του βεν. capon{ΣΗΤΡ}
Γιαλούσης/Γιαλουσάκης- Από το δημωδ. ο κάτοικος σε παράλιες περιοχές, κοντά σε γιαλούς, ή αυτός που ζει παραλιακά και ζει από την αλιεία και κατά συνέπεια ο άκληρος, ο φτωχός. (ΛΔΗΜ)
Γιαμαλάκης- Από το τουρκ. yamalak, μπαλωμένος.{ΣΗΤΡ}
Γιαννακάς/Γιαννάκης/Γιαννέλης/Γιαννόπουλος κτλ- Από το βαφτ. Γιάννης<Ιωάννης, δημοφιλέστατο όνομα στην Ελλάδα. Όνομα του Προδρόμου, αγιών, αυτοκρατόρων κτλ. Από το εβρ. Yokhanan-o Θεός έχει δείξει εύνοια-.
Γιόλδασης- Από το τουρκ. yoldas, συνοδοιπόρος.{ΣΗΤΡ}
Γιουρλάς- Από τη λέξη γιουρλάς , εθελοντής ή τοπικός γενίτσαρος (της κυρίως Ελλάδας), όχι του σουλτάνου, <τουρκ. yerli.{ΜΣΚ}
Γιουρούκης- Από το τουρκ.yürük, ο γρήγορος στα πόδια, ο νομάς, ο άσκοπα περιφερόμενος.(ΕΠΜΑ)
Γιούτσος-Από το τουρκ. yüçe=ο ψηλός, ο μεγάλος{ΣΗΤΡ}
Γκαγκάνης- Από το διαλεκτ. ν.ε. γκαγκάνι(Αμοργ.,Πελ.,Θεσσ.,Μακεδ.,Μύκ.). Ο καρπός του γαιδουράγκαθου. Σκωπτικά οι κάτοικοι του Λιτόχωρου από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών.
Γκάγκαρος- Από το δημωδ. γκάγκαρος, χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους, γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero `στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους). {Λ.Τ.} (ΛΔΗΜ)
Γκαλίτσιος- Από το διαλεκ.(Ζαγόρι), είδος πουλιού, γκαλίτσια(τα), εν.γκαλίτσι, είδος γκαΐλας, κουρούνας, αλλά σε μικρότερο μέγεθος. Η λέξη διαλ.(Κοζ.,Καστ.){ΤΟΖ}
Γκανάτσιος- Απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτιστικού Αθανάσιος, Γκανάτσιος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα(Σιάτιστα, Βελβ.) (ΒΕΛΒ)
Γκέρμπεσης- Από το αρβαν. gërbë, καμπούρα,σλαβ.gбrba .Και όνομα οικισμών στην Πελοπόννησο, Γκέρμπεσης ήταν το επώνυμο αρβανίτη stratioto, μισθοφόρος των Βενετών, και όπως σνηθιζόταν ανταμοίβονταν με εκτάσεις-πρόνειες.{ALBD}
Γκιάτης/Γκλιάτης- Από το αρβαν.gjatë ”ο μακρύς, μακρουλός”.{ΤΟΖ}
Γκιζίκης- Από το τουρκ. gezig, κακό σπυρί, φαγούρα.{ΣΗΤΡ}
Γκίνης- Από την αρβαν. εκδοχή του βαφτ. Ιωάννης-Γιάννης.{ΤΟΖ}
Γκιόκας- Από την αρβαν. βαφτ. Γκιόκας-Γεώργιος.{ΤΟΖ}
Ή Γκιόκας- Από το τουρκ. gök, ο γαλάζιος, γαλαζωπός(ΕΠΜΑ)
Γκιουλέκας- Από το δημώδ. γκιουλέκας, πληθ. γκιουλέκηδες, ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς: «Kάνει τον γκιουλέκα». Από το όνομα Αλβανού άτυχου επαναστάτη του 19ου αιώνα, Gjoleka. Το αλβανικό επίθετο Gjoleka προέρχεται από τα βαφτ. Gjon-Ιωάννης και Leka-Αλέξανδρος {Λ.Τ.}
Γκλαβάνης- Από το σλαβ. glavan(glava=κεφάλι), ο σπουδαίος, κύριος.{ΣΗΤΡ}
Γκόγκας- Το επίθετο που δίνουν οι Αλβανοί στους Βλάχους, “gogë”.{ΤΟΖ}
Γκολέμης-Από το σλαβ. golem, μεγάλος. Συχνό αρβανίτικο επώνυμο.{ΣΗΤΡ}
Γκολφινος (Γκολφινόπουλος κ.α.)- Συχνό επώνυμο κυρίως στην Αχαΐα, από το βαφτ. Γκολφίνος<εγκόλπιον το· γκόλφι· γκόλφιν·εγκόλφιον, α) Εγκόλπιο, φυλαχτό, ) (εκκλ.) το επιστήθιο του αρχιερέα που εικονίζει το Χριστό σαν επίσημο διακριτικό της αρχιερατικής εξουσίας, γενικ.) πράγμα πολύτιμο, κόσμημα.{Λ.Τ.}
Γκουλιάρας-Από το διαλεκτ. γκουλιάρας-είδος κούνιας, η τραμπάλα, από το ιταλ.gugla<λατ.agulia.{ΤΟΖ}
Γκούμας- Αρβανίτικη εκδοχή του Γιακουμής<Ιάκωβος.{ΤΟΖ}
Γκούντης/Γκουντίνας- Επώνυμα από τις καταγεγραμμένες μορφές του βαφτ. Κωνσταντίνος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Γκούντης-Γκουντίνας. ΕΛΒ)
Γκρίτζαλης- Από το διαλεκτ.(Ηπειρ.) γκρίζαλος=τραχύς, κακότροπος, φιλόνικος. Ίσως σχετικό με το σλαβ. gryzo=δαγκώνω, ροκανίζω.{ΤΟΖ}
Γοντζές- Από το τουρκ. gonce, ,μπουμπούκι.{ΣΗΤΡ}
Γόντικας- Από τη γοντικοβελόνα των ραφτάδων-τερζήδων, ίσως γόντικας ο κατασκευαστής τέτοιων βελονών.{ΣΗΤΡ}
Γούλιαρης- Από το δημωδ. γούλιαρης, ο λαίμαργος, από το ουσ. γούλα<λατ.gula, το στομάχι των πουλερικών. (ΤΣΑΚΛ)
Γούργουλας- Από το ουσ.γούργουρας, ο. λαιμός (εσωτερικά), λάρυγγας, φάρυγγας και είδος αγγείου. Σχετικό και το ρήμα γουργουρίζω. <λ. ηχοπ.{ΓΛ}
Γούρμος- Από το ιδιωμ. γούρμος, ο ώριμος,< αρχ. ὥριμος.
Γούσιας/Γούσας/Γούτος- Από το τα αντίστοιχα βαφτιστικά, μορφές του ονόμ.Γεώργιος,πρβ. Γεωργούσιας-Γεωργούσας-Γεωργούτος. )
Γρίβας- Από το μεσν. γρίβας, άλογο που έχει χρώμα σταχτί, ψαρής, «εις ίππον γρίβαν επιβάς, Διγεν. Ζ3358)< παλαιοτ. γερμ. Ghræwaz μέσω των λατινικών.{ΜΣΚ}
Γρίζας- Από το ν.ε. γρίζα, φόρεμα χρώματος γκρίζου<γαλλ. gris ή ιταλ. griso.{ΜΣΚ}
Γρυπάρης/Γριπάρης- Από το δημωδ.γρυπάρης/γριπάρης, αυτός που ψαρεύει με γρίπο, συσκευή ανάλογη προς την τράτα ή ο κατασκευαστής γριπών, <ελνστ. γρῖπος `δίχτυ ψαρά΄.(ΛΔΗΜ){ΜΣΚ}
Γρούτης- Διαλεκτ.(Χίος), ο πολύ σιωπηλός, αλλά κακής φύσης άνθρωπος.{ΧΓΠ}
Γωβιός/Γοβιός- Από το δημωδ. γωβιός, είδος μικρού ψαριού,<αρχ. κωβιός. Επώνυμο Ευβοιώτη πρωταγωνιστή του ’21, (ΛΔΗΜ)
Δ
Δάβαρης(Δαβαράκης,Ντάβαρης)- Από το τουρκ. davar, η κατσίκα, το κοπάδι.(ΕΠΜΑ)
Δαλάκης- Από το τουρκ. dalak, αιχμάλωτος, δούλος.{ΣΗΤΡ}
Δάλας- Ίσως από το αρβανίτικο dhalle=ξυνόγαλο, βλαχ.dala.{ΤΟΖ}
Δαμαλάς- Από το δημωδ. δαμάλι. Αλλιώς το μοσχάρι .<δαμάλιον.{ΜΣΚ}
Δαμανάκης/Δαμιανάκης- Από το βαφτ. Δαμιανός, και την (αρχικά υποκοριστική) κατάληξη –άκης. Το βαφτ. Αβέβαιου ετύμου, πιθανώς, σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, σχετίζεται με το αρχ. Δάμων.
Δεμέστικος/Δεμέστιχας- δομέστικος, αρχηγός, διοικητής, <λατ. domesticus{ΜΚΣ}
Δερβίσης- Από το τουρκ. dervis, μοναχός, φτωχός.{ΣΗΤΡ}
Διμισκής(Ντιμισκής)- Επώνυμο της μάνας του Καραϊσκάκη, της γνωστής καλόγριας. Η λέξη προέρχεται από το ν.ε. διμισκί<δαμασκί, προκ. για μαχαίρι ,δαμασκηνό<βεν. damaschin,πβ.τουρκ. dimişkî{ΜΣΚ}
Δίπλας- Από το δημωδ. δίπλας/διπλάρι, ο δίδυμος. Επώνυμο γνωστού Σαρακατσάνου αγωνιστή του ’21. (ΛΔΗΜ)
Δισάκιας- Από το δημωδ. δισάκι, διπλός σάκος, ταγάρι, < ελνστ. δισάκκιον.
Δογάνης/ Ντογάνης- Από το τουρκ. dogan, γεράκι.{ΣΗΤΡ}
Δοξαράς- ο. κατασκευαστής τόξων, <ουσ. δοξάρι + κατάλ. –άς. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή.{ΜΣΚ}(BZP)
Δουδούμης- Από το αρβαν. ντουντούμ, το αρσ. κρεμμύδι, που το κάνουν σπόρους.{ΣΗΤΡ}
Δούκας- δουξ ο· δούκας, βυζ.στρατιωτικός ή πολιτικός διοικητής, άρχοντας, <λατ. Dux, Και όχι σπάνιο βαφτιστικό ήδη απο τη βυζαντινή εποχή λόγω της μεγάλης αυτοκρατορικής οικογένειας των Δουκών, όπως έδωσαν και οι άλλες σημαντικές μεσαιωνικές ελληνικές οικογένειες, βλ. Λάσκαρης/Λασκαρίνα, Δούκας/Δούκισα, Ράλλης/Ραλλού, Κομνηνός κ.α.{ΜΣΚ}
Δουλγέρης/Δουληγέρης- Από το τουρκ. dülger,ο μαραγκός.{ΣΗΤΡ}
Δουσμάνης/Ντουσμάνης- Από το τουρκ. dusman, εχθρός. Η οικογένεια αναφέρεται ήδη απο τον 15ο αιώνα και κλάδη της υπήρχαν/υπάρχουν σε Αθήνα και Κέρκυρα.{ΣΗΤΡ}
Δραγουμάνος- ο· τζουρτζουμάνος· τζουτζουμάνος. Διερμηνέας, <αραβ. tarğumān < ιταλ. dragomanno - βεν. dragoman.{ΜΣΚ}
Δραγώνας- Ίσως από το μεσν. και δημωδ. δραγόνος, στρατιώτης, πολεμιστής σε σώμα ελαφρού ιππικού,<αντιδ. γαλλ. dragon<λατ.draco<αρχ. δράκων. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Δραγωνάς στη Χαλκιδική. (BZP) (ΛΜ)
Δρένιος/Ντρένιος- Από το δημωδ. δρένιος-ντρένιος, το ξύλο της οξύας και αυτό που έχει το χρώμα του. Μτφ. ο άμυαλος, ασυνείδητος, και αναίσθητος, < αρχ. επίθ. δρύινος.
Δρίτσας- Από το δημωδ.δρίτσα(συνηθ.πληθ.δρίτσες), ναυτικός όρος, τα σχοινιά από τα οποία κρέμονταν οι αρτέμονες.<ιταλ.drizza.
Δρόλαπας- Από το δημωδ. δρόλαπας/δρολάπι, ο σφοδρός άνεμος συνοδευόμενος από έντονη βροχή, λαίλαψ.<υδρολαιλάπιον<αρχ.ὑδρο- + λαῖλαψ.Πρβλ. σχετικά επών.(άνεμ.) Πουνέντης, Μαΐστρος, Μελτέμης κτλ (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ)
Δρούγγας- Από το ηπειρωτικόδρούγκα «το αδράχτι χωρίς σφοντίλι»,σχετικό με το βλαχ. druga «ρόκα για γνέσιμο», αλβ. drugë «αδράχτι», σλαβ. drongu «το κοντάρι».{ΤΟΖ}
Δυοβουνιώτης- Επώνυμο γνωστού αγωνιστή του ’21. Το επώνυμο δηλώνει καταγωγή από το χωριό Δύο Βουνά, ν. Φδιώτιδος, δ. Γοργοποτάμου.{ΤΠΝΜ}
Ε
Εμφιετζόγλου- Από το τουρκ.emfiye=το ταμπάκο, καπνός. Εμφιετζής ο παραγωγός καπνού.{ΣΗΤΡ}
Ευταξίας- Από το μεσν. ευταξίας, εκκλησιαστικό αξίωμα, ο υπεύθυνος για την τήρηση της ευταξίας την ώρα της λειτουργίας. (ΛΔΗΜ)
Ζ
Ζάβαλης- Από το τουρκ. zavalli, δυστυχισμένος, κακόμοιρος.{ΣΗΤΡ}
Ζαβιτσάνος-Επώνυμο που δηλώνει τον κάτοικο που προέρχεται από το χωριό Ζάβιτσα(σημ. Αρχοντοχώρι) της Αιτωλοακαρνανίας.Το τοπωνύμιο πιθανώς είναι σλαβικό και σχετίζεται με το σλαβ.zaba=βατράχι.{ΤΠΝΜ}
Ζαββός- Προέρχεται από τη ν.ε. λέξη ζαβός, που δηλώνει τον τρελό,άμυαλος. Αβέβαιης ετυμολογίας . (Λ.Μ)
Ζαβράκος- Από το αραβ.τουρκ. zavrak, βαρκάκι, είδος λαγηνιού.{ΣΗΤΡ}
Ζάβρας- Ίσως από το βλαχ. javra, το ζαγάρι, το κοπρόσκυλο.{ΤΟΖ}
Ζαγάρης- Από το μεσν. ζαγάριν, <αραβ.τουρκ. zagar, λαγωνικό.{ΣΗΤΡ}
Ζαγκανιάρης-σχετικό με το επίθετο δαγκανιάρης, που συνηθίζει να επιτίθεται και να δαγκώνει.{ΦΔΚ}
Ζαΐμης- κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, ο ιδιοκτήτης ή επικαρπωτής γαιών που είχε την υποχρέωση, σε περίοδο πολέμου, να δίνει στο σουλτάνο ορισμένο αριθμό ιππέων, τουρκ. Zaîm{ΜΚΣ}
Ζάκουρας- Από το ιδιωμ. ζάκουρας,1)το μέρος της δούγας που εξέχει από τον πάτο του ξύλινου βαρελιού, και μτφ.2) ο μικρόσωμος, βραχύσωμος άνθρωπος. <μεσν.(Λεξ.Σουιδα)ζάκορον, και ο υπηρέτης<διάκορος. (ΤΣΑΚΛ)
Ζαμάνης- Από το τουρκ. zaman, χρόνος, καιρός, ν.ε. ζαμάνι.{ΣΗΤΡ}
Ζαμπάκης- Από το ν.ε. ζαμπάκι, , ο κρίνος, τουρκ. zambak {ΣΗΤΡ}
Ζαμπέτας- Μητρων. επώνυμο σχετικό με το βαφτ. Ζαμπέτα, γυναικείο όνομα που διαδόθηκε στην Ελλάδα μετά την Βενετοκρατία/ Φραγκοκρατία, <ιταλ.Elisabetta<ελλην.Ελισάβετ<εβρ.Elisheva, που σημαίνει «όρκος Θεού». {ΚΥΘΝ}
Ζαμπίτης- Αστυνομικό όργανο κατά την τουρκοκρατία,< τουρκ. zâbit.{ΜΣΚ}
Ζαμπούνης- Ο ασθματικός, αδύνατος.<τουρκ.zabun{ΓΛ}
Ζαργάνης-είδος ψαριού, μσν.ζαργάνα, ζαργάνη < ελνστ.ζαργάν(η){Λ.Τ.}
Ζαρίφης- Από το αραβ.τουρκ. zarif, χαριτωμένος, κομψός, λεπτός.{ΣΗΤΡ}
Ζάρκος- Από το ιδιωμ. ζάρκος/ζόρκος, ο γυμνός, άγν. ετυμ.Και ζαρκώνομαι, αλλιώς το ντύνωμαι. Ίσως σχετικό με το σάρκα. (ΜΣΚ)(ΛΔΗΜ)
Ζαρπαλής- Από το τουρκ. zarpali, ορμητικός, σφοδρός.{ΣΗΤΡ}
Ζάρπας- Από το τουρκ. zarp, ορμή.(;){ΣΗΤΡ}
Ζαχείλας(Τζαχείλας)- Από το διαλεκτ.(βορ.Ελλ.) ζαχείλας,τζαχείλας ή τραχείλας, ο άνθρωπος με πρησμένα χείλη. (ΚΖΛ)
Ζέβλας- Από το ιδιωμ.(Στερεά Ελλάδα) ζέβλα, ξύλινο εξάρτημα σε σχήμα U απ’όπου δένονταν ο ζυγός για να γίνει το όργωμα. Σχετικό με το κοινό ζευγάς. {ΓΛΑΙΤ}
Ζεγγίνης- Από το τουρκ. zengin, πλούσιος.{ΣΗΤΡ}
Ζιώγας- Από την παραλλαγή του ονόματος Γεώργιος στη βόρεια Ελλάδα, χρησιμοποιούμενο και από βλαχόφωνους. Παρόμοιες παραλλαγές, Τζιώγας,Τζόγγας,Ζόγκας. {ΜΓΤΧ}
Ζόγκας- Από το αρβανίτικο zog, πτηνό, το πουλί. (ΧΡΑΡΒ)
Ζολότας- Από το οθωμανικό νόμισμα zolota(αργυρό νόμισμα αξίας 30 παράδων) και με τη σειρά του από το αρχ.σλαβ. zlato «χρυσός».{ΤΟΖ}
Ζορμπάς- Από το αραβ.τουρκ. zorba, ο ταραξίας, αντάρτης.{ΣΗΤΡ}
Ζουγλός/Ζουγλής/Ζουγλάς/Ζουγλάκης- Από το μεσν. ζουγλός, ο ανάπηρος, και ζουγλοχέρης ο κουλοχέρης.(ΜΣΚ)
Ζουλούμης- Από το αραβ.τουρκ. zulum, αδικία, πίεση.{ΣΗΤΡ}
Ζυγούρης-ζυγούρι, αρνί ηλικίας δύο χρόνων. μσν. ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθ.) –ούριν,(Τριαντ.){ΤΟΖ}
Ζυμπρακάκης- Από ιδιωμ. ζύμπραγος <αρχ. σύμπραγής, ο δίδυμος.{ΣΗΤΡ}
Ζώτος- Από το αρβαν. ζοτ-ι, κύριος, θεός, άξιος. Εχει και τη σημασία του ιερέα.{ΣΗΤΡ}
Ζώχιος- Από το ιδιωμ. ζόχιοι,οι. Είδος χόρτου. Ο αρχ. σόγχος.{ΣΗΤΡ}
Θ
Θέμελης- Από το βαφτ. Θέμελης, και αυτό με τη σειρά του από το ουσ. θεμέλιο.{ΤΟΖ}
Θεοδοσίου -Από τον Μέγα Θεοδόσιο
Θεριακός-Από το δημωδ. θεριακός, ο γερός, ο κοτσονάτος, μτφ. το θεριό. (ΛΔΗΜ)
Θράψας- Διαλεκτ.(Χίος), θράψα, γεωργική σανίδα, κυρτή στο μπροστά μέρος, Για τη «θράυση» βώλων.Ίσως Θράψας ο κατασκευαστής τέτοιων σανιδών. {ΧΓΠ}
Ι
Ιντζές- Από το τουρκ. ince, λεπτός, φίνος, πονηρός.{ΣΗΤΡ}
Κ
Καβαδ(ί)άς-Απο το μεσ.ελλ. καβάδιν, μακρύ ένδυμα,ανδρικό και γυναικείο,(<τοπων. Κάβαδα της Καρμανίας).{ΜΣΚ}
Καβάκας -ονομασία όρνιθας ωραίας και παχιάς, <ουσ. *κακκάβα <μτγν. κακκάβη{ΜΣΚ}
Καβάφης- Από το τουρκ. kavaf, τσαγκάρης.{ΣΗΤΡ}
Καβούκης- Από το ν.ε. καβούκι<τουρκ. kabuki “η φλούδα, το όστρακο”.{ΤΟΖ}
Καγιάς- Από το τουρκ. kaya, βράχος.{ΣΗΤΡ}
Καγκελίδης-Από το ν.ε. ουσ. καγκέλι,το κικλίδωμα,κάγκελο<ελνστ. κάγκελ(λ)ον < λατ. cancell(um).{ΠΕ}
Καζάζης - Mεταξουργός, μεταξοπώλης, <τουρκ. kazaz{ΜΣΚ}
Καζάζης- Από το αραβ.τουρκ. kazaz, μεταξάς.{ΣΗΤΡ}
Καζίκης- Από το τουρκ. kazik, παλούκι.{ΣΗΤΡ}
Καϊμακάμης-ανώτερος διοικητικός αξιωματούχος επαρχίας του Οθωμανικού Κράτους, τοποτηρητής<τουρκ. kaymakam{ΜΣΚ}
Καΐρης- Από το τουρκ. kair, βάθος, σύρτη, στην Κρήτη ο φυλάργυρος.{ΣΗΤΡ}
Καϊσερλής- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την Καισάρεια της Καππαδιοκίας,Kayser στα τουρκικά. Συν την τουρκογενή κατάλ. –λής που δηλώνει προέλευση.{ΤΠΝΜ}
Κακαβάς/Κακκαβάς- Από το δημωδ. κακκάβι, είδος χάλκινου αγγείου, αλλιώς λεβέτι.< αρχ. ουσ. κακκάβιον. Κακκαβάς, ο κατασκευαστής των συγκεκριμένων αγγείων. (ΛΔΗΜ) {ΜΣΚ}
Κάκαβρος- Διαλεκτ.(Χίος), κάκκαβρος,ο κόκορας. Ίσως από το κάκκαβος, ο «αρσενικός πέρδιξ».{ΧΓΠ}
Κάκαλος- Από το δημωδ. κάκαλο, κάκ(κ)αδο, και κάκανο, η ξερή «κρούστα» που καλύπτει τις πληγές. (ΛΔΗΜ)
Κακάνης/Κακανάς- Από το κοινό ν.ε. κάκανο, «το ηχερό γέλιο», ηχομ. «κα-κα-κα», πρβ.χάχας{ΤΟΖ}
Κακανιάρης- Από το δημωδ. κακανιάρης, ο χαχανιάρης, χάχας, αυτός που γελά χωρίς λόγο.(ΛΔΗΜ)
Κακάρας - κεφάλι (μεγεθ., ειρων.), <ουσ. κάκαρον,ιδιωμ.{ΜΣΚ}
Καλαμίδης- ίσως από τη λέξη καλαμίδι, αλιευτικό καλάμι,<ουσ. καλάμιν + κατάλ.‑ίδιν{ΜΣΚ}
Καλαμούκης- Από τη λέξη καλάμι,καλαμάς-ο έμπορος καλαμιών, και την υποκορ. κατάληξη –ούκι>ούκης(πρβλ. πάλος-παλούκι,Γιάννης-Γιαννούκης κτλ).
Καλαμπαλίκης–Από το ν.ε. ουσ.καλαμπαλίκι< τουρκ. kalabalιk , φασαρία, οχλαγωγία,πλήθος.{ΜΣΚ}
Καλαπόδης -ξύλινο ομοίωμα του κατώτερου τμήματος του ποδιού, σε φυσικό μέγεθος, επάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί συναρμολογούν τα δέρματα και κατασκευάζουν τα παπούτσια, μσν. καλαπόδιν < ελνστ. καλαπόδιον υποκορ. του αρχ. Καλάπους. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή(1288, Νάξος). {ΜΣΚ}(BZP)
Καλαφάτης -τεχνίτης ειδικός στο καλαφάτισμα* πλοίου,από το μεσν. καλαφάτης, πιθ. <υστλατ. *calefa(c)tor καλαφατίζω. (Ναυτ.) βουλώνω με στουπί και πίσσα τις χαραμάδες πλοίου, επισκευάζω πλοίο. Ως επώνυμο ήδη απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Γεώργιος Καλαφάτης το 1336 στην Απάμεια. Γνωστός με αυτό το επώνυμο και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ 'Ε ο Καλαφάτης.{ΜΣΚ}(BZP)
Καλεντέρης- Από το τουρκ.περσ. kalender, απλοϊκός, αδιάφορος για τα κοσμικά.{ΣΗΤΡ}
Κάλεσης- Από το ιδιωμ.(Ηπειρ.) κάλεσης, «όνομα σκύλου ασπρόμαυρου», ή « μαλλιαρός». Η λέξη σαν χαρακτηρισμός προβάτων, πρέπει να το θεωρήσουμε αρβανίτικο, από το αρβ. kalesh, πρβ. βουλγ.kalesu, αρομ.calesu ”το πρόβατο με μαύρο μπάλωμα στο κεφάλι”.{ΤΟΖ}
Καληώρας- Επώνυμο που προήλθε ίσως από τη συνήθεια του φέροντα να χρησιμοποιεί τη φράση «καλη ώρα». Βλ. Καλημέρας, Πολυζώης κ.α.{ΓΚΕ}
Καλιακούδας- Από το ν.ε. καλιακούδα, πουλί με μαύρο πτέρωμα, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων, ίσως *κολοιακούδα με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] < κολοιακούδ(ι) -α < κόλοιακ(ας) -ούδι < αρχ. κολοι(ός) –ακας.{Λ.Τ.}
Καλιγάς ή Καλλικάς/Καλιγάρης.-πεταλωτής, <ουσ. καλίγι(ο)ν + κατάλ. ‑άς ή <ουσ. καλιγάριος.
Καλκάνης- Από το τουρκ. kalkan, ασπίδα.{ΣΗΤΡ}
Καλλέργης- Από το μεσν. καλλίεργος, «ο καλώς ειργασμένος». Γνωστή βυζαντινή οικογένεια, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη όπου και επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Καλλίνης- Πιθανότερα μητρωνυμικό από το θηλ.βαφτ. Καλλίνη(Καλός), κατά το Αγγελίνη,Μηλίνη, Γεωργίνη κτλ. Λιγότερα πιθανό, από το τουρκ. kalin, χοντρός, παχύς. {ΣΗΤΡ}
Καλλιμάνης- Απο το ιδιωμ. καλλιμάνι-καλλιμάνα, μικρό αποδημητικό πουλί. (ΛΔΗΜ)
Καλίτσιος- Από την καταγεγραμμένη υποκοριστική μορφή του βαφτιστικού Χαρίσιος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Καλίτσιος. (ΒΕΛΒ)
Καλοτάς- Από το προσηγορικό καλόττα( κάλυμμα,σκουφί) και τη δηλωτική καταλ. –άς. (καλόττα<ιταλ.callota). Οικογένεια Καλωτά άκμαζε στα Ιωάννινα τον 16οαιών.(Λαμπρίδης,Αγαθοεργήματα 16).{ΤΟΖ}
Καλπάκης- Από το ν.ε. καλπάκι “το στρογγυλό κάλυμμα του κεφαλιού”< τουρκ. kalpak.{ΤΟΖ}
Κάλφας- Από το ν.ε. κάλφας, ο αρχιτεχνίτης, μάστορας ,<τουρκ.kalfa.{ΜΣΚ}
Καμακάς- Απο τη λέξη καμακάς, ο καμακιστής, αυτός που ψαρεύει με το καμάκι.Καμάκι<<αρχ. κάμαξ. (ΛΔΗΜ)
Καματερός- ή καματηρός, ο φίλεργος, εργατικός(κάματος) ,<αρχ. επίθ. καματηρός. Ως επώνυμο ήδη από τον 11ο αιώνα, και επώνυμο πατριάρχη του 12ουαιώνα ,Καματερός Βασίλειος.{ΓΛ}
Καμζόλας/Καμζέλας- Από το ιδιωμ. καμζέλι,καμιζόλα, το εσωτερικό γυναικείο κοντό φόρεμα με κοντά μανίκια και ανοιχτό μπροστά και κοντό παιδικό παντελόνι που κάλυπτε το στήθος και κούμπωνε στην πλάτη, <βεν.camisola. {ΓΛΑΙΤ}
Καμινάς- Από το μεσν. καμινάς, ο καμινάρης-καμινευτής, αυτός που δουλεύει σε καμίνια. <μσν. καμίνι(ν) < ελνστ. καμίνιον υποκορ. του αρχ. κάμινος. Ως επώνυμο ήδη απο τον 13ο αιώνα καθώς αναφέρεται κάποιος Λέων Καμινάς. {TRABZ}(BZP)
Καμινάρης -αυτός που ανάβει το καμίνι (του λουτρού), <ουσ. καμινάριος<ουσ. καμίνιον + κατάλ-άριος. και διαλεκτ.(Χίος),καμινάρης, ο ασβεστοποιός, αρχ. καμινεύς. {ΜΣΚ} {ΧΓΠ}
Καμπάρδης- Προφανώς πρόκειται για σύνθετο αρβανίτικο επώνυμο με δεύτερο συνθετικό το bardhë-άσπρος. Το πρώτο συνθ. -κα, δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Καμπάς-Ο κατασκευαστής γαμπών/καπών(κάπα ή καπάς),πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα. <βεν.gaban.{ΜΣΚ} ή
Καμπάς- Από το τουρκ. kaba,ο χοντρός, άξεστος.(ΕΠΜΑ)
Καμπέρης- Από το αραβ.τουρκ. kamber, δούλος γεννημένος στο σπίτι του κυρίου του, πιστός δούλος.{ΣΗΤΡ}
Καναβός/Καναβής-i) Από το ιδιωμ. κανάβη, είδος αγριόπαπιας.ii) Από το ιδιωμ. κάναβος, ξύλινος σκελετός του τεχνίτη για το πρόπλασμα από κερί ή από πηλό.{ΣΗΤΡ} ή πιθανότερα αυτός που έχει το χρώμα της καννάβεως.< μσν. καννάβι(ν) < ελνστ. καννάβιον υποκορ. του αρχ. κάνναβις
Κανακάρης-χαϊδεμένος, αγαπημένος, <ουσ. κανάκι* + κατάλ.-άρης<αρχ. ουσ. καναχή{ΜΣΚ}
Κανάκης-από τη λέξη κανάκια,χάδια.< <αρχ. ουσ. καναχή.
Κάνιστρας- Ο κατασκευαστής κάνιστρων, 1. πλατύ και άβαθο καλάθι· πανέρι,2. εξάρτημα ανυψωτικού μηχανήματος, όπου τοποθετούνται τα υλικά που μεταφέρονται. < αρχ. κάνιστρον.{ΣΗΤΡ}
Κανλής -φονιάς,<τουρκ. Kanlι{ΜΣΚ}
Κανούτας- Από το ηπειρωτ. διαλεκ. κανούτα,κενούτα= «όνομα φαιόχρου κατσίκας», από το βλαχ.κανούτ «φαιός, ξανθός»<λατ.canutus.{ΗΠΟΙΚ}
Καντέρης- Από το αραβ.τουρκ. kaderi, μοιραίος.{ΣΗΤΡ}
Καντηλιέρης- Απο τη λέξη καντηλ(ι)έρι, το κηροπήγιο, ή λυχνία λαδιού.καντήλι<< ελνστ. κανδήλα.(ΛΔΗΜ)
Καντρής/Κατρής- Από το τουρκ. kadri, δυνατός, ευηπόληπτος.{ΣΗΤΡ}
Καπάνταης- Από το τουρκ.kabadayi,ο παλληκαράς(ΕΠΜΑ)
Καπασάς- Από το μσν. καπάσιον,καπάσι, κάλυμμα κεφαλής αξιωματούχων και ιερωμένων, σχετ.με την κάπα. {ΜΣΚ}
Καπάτος -αυτός που είναι ντυμένος με κάπα, <ουσ. κάπα + κατάλ.‑άτος{ΜΣΚ}
Καπερώνης- Ίσως από το ν.ε.καπερούνι, σκούφος, <γαλλ.chaperon{ΜΣΚ}
Καπιτζής –καπικής, φρουρός πύλης, <τουρκ. Kapιcι{ΜΣΚ}
Καπλάνης- Από το τουρκ. kaplan, τίγρης.{ΣΗΤΡ}
Κάππαρης- από τη λέξη κάππαρη, θαμνώδες φυτό και ο καρπός του, αρχ. ουσ. κάππαρις.{Λ.Τ.}
Κάπρης- καπρί ,(λαϊκότρ.) ,ο κάπρος. [μσν. καπρίν υποκορ. του αρχ. κάπρος `αγριογούρουνο΄.{ΤΟΖ}
Καπώνης- Από το ν.ε.καπόνι ,πετεινός ευνουχισμένος <πληθ. caponi του βεν. capon{ΣΗΤΡ}
Καραβέλλας - είδος ιστιοφόρου μεγάλου εκτοπίσματος με τρεις ή τέσσερις ιστούς-ιταλ. caravella. Η λ. και σήμ. (‑έλα)]{ΜΣΚ}
Καραβίας/Καραβιάς- Ο σύντροφος του εμπόρου. Ως λέξη πρωτοκαταγράφεται τον 6οαι. μ.Χ. στο Λειμωνάριο του Ιωάννη Μόσχου.{GLOBG}
Καραβιώτης- 1) Ο προερχόμενος από τοπωνύμιο σχετικό με το καράβι, όπως Καράβι, Καραβάς,κτλ, και 2) η λέξη καραβιώτης δήλωνε και τον ναύτη, ο καραβίσιος. (ΛΔΗΜ)
Καράβολας- Από το ιδιωμ.(Σύμη,Νίσυρος,Ίος,Σαντορ.κτλ) καράβολας, ο σαλίγκαρος, <ιταλ.caragollo. (MEYER)
Καραγάτσης- Από το ν.ε. καραγάτσι=η φτελιά(είδος δέντρου)<τουρκ. karaağaç{ΣΗΤΡ}
Καραγκιόζης- Από το τουρκ. karagoz, μαυρομάτης.{ΣΗΤΡ}
Καραγκούνης- καραγκούνης ,«ο κάτοικος της πεδινής Θεσσαλίας που ασχολείται με τη γεωργία σε αντίθεση με τους Σαρακατσάνους και τους Βλάχους/ και μεταφ. ο φτωχός,ο αγροίκος. Ίσως από το τουρκ. Kara+guna «μαυρή κάπα». Οι Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας δεν πρέπει να συγχέονται με τους Καραγκούνηδες-Αρβανιτόβλαχους της Αιτωλοακαρνανίας.{ΤΟΖ}
Καρακάσης- Από το τουρκ. karakas, μαυροφρύδης.{ΣΗΤΡ}
Καράμανλης(Καραμάνης)κτλ)-Από το τουρκ. karaman, ο μαυριδερός, ή ο καταγόμενος από την Καραμανία. Παρόμοια μη πατριδωνυμική χρήση του παραγωγικού επιθήματος -li(λής)μπορούμε να τη συναντήσουμε στα νεοελληνικά λεξιλογικά δάνεια απο την τουρκική μερακλής, μπελαλής, παραλής(παράς-λεφτά), σεβνταλής κτλ. Φυσικά η περίπτωση να σχετίζεται το επώνυμο με την περιοχή της Τουρκίας Karaman δεν είναι καθόλου απίθανη, απλώς δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι σε κάθε περίπτωση πως χρησιμοποιείται το παραγωγικό επίθημα -λής(τουρκ. li) (ΕΠΜΑ) και (ΛΜ)
Καραμουσαλής -είδος ιστιοφόρου πλοίου, [<ουσ. καραμουσαλί + κατάλ.‑ής <τουρκ. Karamusal{ΜΣΚ}
Καραμπέρης- Προσωνυμία που έδιναν άλλοτε οι Ζαγορήσιοι της Ηπείρου στους καμπίσιους Ηπειρώτες. Ίσως από το τουρκ. kara “μαύρος” + αραβ. Ber «ηστεριά» ή από το τουρκ.karabiber«μαυροπίπερο».{ΤΟΖ}
Καραντινός – Επώνυμο που ανήκει στα εθνικά και εμφανίζεται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Τπνμ. Κάρανδα,τα στην περιοχή της Καρίας της Μικράς Ασίας. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Καραντηνός Δοσίθεος, Θεσσαλονίκη,1385.{ΤΟΖ}
Καρατζάς- Από το τουρκ. karaca,μελαχρινός.{ΣΗΤΡ}
Καρβουνάρης-Κατασκευαστής ή πωλητής κάρβουνων, μσν.κάρβουνο(ν) < κάρβων<λατ. Carbo. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή.{ΜΣΚ}(BZP)
Κάργας/Καργάκος- Απο το διαλεκτ. κάργας, ο "χλευαστικώς επιδεικνυόμενος ως δήθεν σπουδαίος-ανδρείος, κομπαστής:μη μας κάνεις τον κάργα.". ή από το δημώδ. κάργα, γέμιση όπλου: «αντίς για κάργες βάνουσι τ’ αρνίθια και κρεμνούσι «(Τζάνε, Κρ. πόλ. 42511). [<βεν. carga]{ΜΣΚ}(ΛΔΗΜ)
Καρδάρας -κάδος: (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. δ´ 11 σχόλ). [<ουσ. καλδάριον (10. αι., Soph.) <μεσν. λατ. Caldarium{ΜΣΚ}
Καρδάσης- Από το τουρκ. kardas-καρτνάσης, αδερφός, φίλος.{ΣΗΤΡ}
Καρελιάς- Ο κατασκευαστήςκαρελιών(καρέλια,τα), όπως λέγονται στην Ήπειρο τακαρούλια «ο τροχίσκος της τροχαλίας ή και ολόκληρη η συσκευή, το καρούλι» .Καρέλι< καρούλι< λατ. carrulus.{ΤΟΖ}
Καρίπης(Καριπίδης) -έφιππος πολεμιστής του οθωμανικού στρατού: (Tάξ. θύρ. 18, 44). [<τουρκ. garip{ΜΣΚ}
Καρκα(ν)τζάς ο. 1) Κεφάλι, «ξερό»· το μυαλό κάπ.: «Ειδέ πολλάκις δόξει την και φθάσει οΚαρκατζάς» -(Προδρ. I 35). 2) Το πτηνό φραγκόκοτα: (Πουλολ. 219). [<ουσ. καρκάτζι + κατάλ. ‑άς (πβ. Τσαβαρή, Πουλολ., σ. 147)]{ΜΣΚ}
Κάρκαλης-καρκάλλιν ,είδος φορέματος που έφθανε ως τα πόδια: το καρκάλλιν το λαμπρόν, το μεμαργαρωμένον (Καλλίμ. 1556). [<ουσ. καρακάλλιν (ιδιωμ. σήμ., Κουκουλές, Αθ. 35, 1923, 193) <καρακάλλιον (5. αι., L‑S, Lampe) <καράκαλλον (4. αι., L‑S) <λατ. Caracalla{ΜΣΚ}
Καρκαλούσης- Στη Χίο ο μεταμφιεσμένος στις απόκριες, ο κουδουνάτος.{ΣΧΓ}
Καρλάυτης-Χαρλαύτης ή Γαρλαύτης- Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά(Πελοπ.).{ΠΠΠ}
Καρναβάς-καρναβάς, κάλυμμα του κεφαλιού των κατώτερων κληρικών.{ΜΣΚ}
Καρούνης- Από το τουρκ. karun, ο βαθύπλουτος.
Καρπέτας-καρπέτα η,μακρύ γυναικείο φόρεμα που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, φούστα<βεν.Carpeta{ΜΣΚ}
Καρπούζης-ν.ε. καρπούζι<τουρκ. karpuz{Λ.Τ.}
Καρτακάζας-καρτακάζα ,τυροτρίφτης, [<βεν. gratacasa]{ΜΣΚ}
Καρτάλης- Από το τουρκ. kartal, αετός.{ΣΗΤΡ}
Καρτσανάς- ο κατασκευαστής καλτσών ή υποδημάτων: (Πουλολ. 331). [πιθ. <ουσ.
Κάρτσανάς/Κάρτσωνας-καρτσονάς <ουσ. καρτσόνι (πβ. καλτσόνι) + κατάλ. ‑άς, κατασκευαστής καλτσών.{ΜΣΚ}
Καρύδης- ν.ε. καρύδι,μσν.καρύδι< αρχ. καρύδιον{Λ.Τ.}
Καρυπίδης(Γκαριπίδης)- Από το τουρκ. garib=ο ξένος,και την κατάλ. –ίδης ,πβ.Ξενίδης.{ΠΕ}
Καρύκης- Από το ιδιωμ. καρύκι, το «μήλο του Αδάμ», σχετικό με το κάρυον, το καρύδι. Καρύκης, επώνυμο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον 16οαιώνα, γόνος ιστορικής οικογένειας της Αθήνας. (ΛΔΗΜ)
Κασάλης/Κασαλιάς- Από το τουρκ. kasali, «αυτός που έχει ταμείο, θησαυρό».{ΤΟΖ}
Κασάπης- Από το τουρκ. kasap, ο κρεοπώλης, χασάπης.{ΣΗΤΡ}
Κασίδης(Κασιδόκωστας)- κασιδιάρης-που πάσχει από κασίδα* κασίδα η. Αρρώστια των τριχών του κεφαλιού: (Ιατροσ. κώδ. υνα´). <ουσ. κασσίδιον{ΜΣΚ}
Κασιούρας- Από το βλαχ. caşu «τυρί»(<λατ.caseus) και την λατινογενή καταλ. –ura.{ΤΟΖ}
Κασνής- Από το ιδιωμ.(βορ.Ελλ.) κασνί,<τουρκ.kasni, είδος φυτού, το γάλβανο,η φερούλα.{ΤΟΖ}
Κασσαβέτης- Από το τουρκ. kasavet, λυπημένος, ανήσυχος.{ΣΗΤΡ}
Καστανάς- Απο το ν.ε. κάστανο< ελνστ.κάστανον, συν την επαγγελματική κατάληξη -άς(βλ. φαναράς, πιατάς, καρβουνάς κ.α.). {Λ.Τ.}
Καταχανάς- Απο το δημωδ. καταχανάς,1) το κακοποιό δαιμόνιο, βρικόλακας,2) ο εφιάλτης, 3)ο αδηφάγος, άπληστος.(ΛΔΗΜ)
Κατεβάτης- Από το διαλ. κατεβάτης, <μεσν.καταβατόν,ο κατωφερής. Η λέξη χρησιμ. και στη λαική μετεωρολογία, ως προσδιορισμός δυνατών ανέμων και κακοκαιρίας.{ΤΟΖ}
Κατέλης/Κατάκης/Κατής- Ίσως σχετικό με το ν.ε. κατής<τουρκ.kadi, ο Τούρκος δικαστής επι τουρκοκρατίας,πρβ. επων. Πασσάς, Μπέης κτλ. Το Κατέλης πιθανότερα σχετικό με το ιταλ.catello=το μικρό σκυλί.πρβ. γενοβ. όνομα Κατελούζος.{ΤΟΖ}
Κατραμάδος- κατραμάδος, επίθ. 1) Aλειμμένος με πίσσα: τοίχο κατραμάδο (Bαρούχ. 6236). 2) (Μεταφ., προκ. για αμπέλι) που το χώμα του είναι αδιαπέραστο: (αυτ. 6173). [<βεν. catramado]{ΜΣΚ}
Κατραούρας- Από το ιδιωμ.(Αιτ/νια) κατράου, κατουράω, κατραούρας ο κατουρλής. {ΓΛΑΙΤ}
Κατσάκος- Από το τουρκ. kacak, δραπέτης, κλεφτης.{ΣΗΤΡ}
Κατσανέβας- Από το δημωδ. κατσανέβας, ο φορτοεκφορτωτής,χαμάλης {ΜΚΣ}
Κατσάνης- Από το τουρκ. kacan, εκείνος που φεύγει, ο φυγάς.{ΣΗΤΡ}
Κατσαντώνης- Επώνυμο περίφημου προεπαναστατικου Σαρακατσάνου κλέφτη. Κανονικό του όνομα Αντώνης Μακρυγιάννης. Το όνομα με το οποίο έγινε γνωστό ετυμολογείται από το τουρκ.kaçan”φυγάς” και το βαφτιστικό Αντώνης.{ΤΟΖ}
Κατσαχνιάς- Από το ιδιωμ. κατσαχνιά, η καταχνιά, η αραιή ομίχλη, <μσν. καταχνιά, <κατ(α) –αχν(ος)-ιά.. Πρβλ. παρόμοιας σημασίας επών. Κατσιφάρας.
Κατσηφάρας- Από το δημωδ. κατσιφάρα(Πελ/σο,Κρήτη, κτλ),μτφ ο κατηφής, και κατσηφιά η ομίχλη.{ΜΚΣ}
Κατσίγαρης- καστιγαρίζω. Τιμωρώ: (Βουστρ. 3107‑8). [<ιταλ. castigare. Τ. καστιορίζω]{ΜΣΚ}
Κατσίκης- Από το τουρκ. kacik, ν.ε.κατσίκι, ίσως ο βοσκός κατσικιών ή ο γρήγορος σαν κατσίκι.
Καφανταρης- Από το τουρκ.περσ. kafandar, σύντροφος, επιστήθιος φίλος.{ΣΗΤΡ}
Καφάς -σβέρκος: (Φορτουν. Δ´ 407). <τουρκ. Kafa{ΜΣΚ}
Καφίρης - Απο το μεσν.δάνειο καφίρης,ο άπιστος, [<τουρκ. Kâfir]{ΜΣΚ}
Καφτάνης- Από το τουρκ. kaftan,πολυτελής μανδύας.{ΣΗΤΡ}
Καχραμάνος- Από το τουρκ. περσ. kahraman, ήρωας.{ΣΗΤΡ}
Καψάλης-Σχετικό με τη λέξη καψάλα.Σύμφωνα με το Λεξ. Τριανταφυλλίδη:καψάλα,καμμένο μέρος. [καψ- (καίω) -άλα]. Ως επώνυμο με τη παρόμοια μορφή Καψαλάς απαντάται τον 14ο αιώνα καθώς αναφέρεται κάποιος Καψαλάς στο Νεοχώριον Χαλκιδική. {ΤΟΖ}(BZP)
Καψής- Ίσως σχετικό με το μσν. κάψα,κάμψα, η κίστη , θήκη.{GLOBG}
Κελάρης- κελλάρης, υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων, οικονόμος <μτγν. ουσ. κελλάριος{ΜΣΚ}
Κελεσίδης-Από το τουρκ.keles-ο κασσιδιάρης.{ΠΕ}
Κελέφας- κελεφός, επίθ. λεπρός: (Ασσίζ. 12422). Η λ. ως παρων.: (Μαχ. 1817). [μτγν. επίθ. κελεφός]{ΜΣΚ}
Κελλάρης/Κελάρης- Από το μσν.κελλάριος, ο υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων, οικονόμος.{GLOBG}
Κέμος- Από το τουρκ. kem, ελλατωματικός.{ΣΗΤΡ}
Κεντέρης- Σχετικό με το τουρκ. keder, λύπη.{ΣΗΤΡ}
Κέπας- Από το αρβαν/ kjeπε, κρεμμύδι.{ΣΗΤΡ}
Κεφίλης- κεφίλης ο· κιφίλης. Εγγυητής- <τουρκ. Kefil{ΜΣΚ}
Κεχαγιάς- γραμματέας ανώτατου αξιωματούχου, <τουρκ. kehaya <περσ. Kethüda{ΜΣΚ}
Κιννάμος-όνομα Βυζ.ιστορ., κίνναμον το. είδος αρωματικού ξύλου, κανέλα: (Θησ. ΙΑ´ [287]). [μτγν. ουσ. κίνναμον]{ΜΣΚ}
Κιόρης- Από το τουρκ. kör “τυφλός”.{ΤΟΖ}
Κιρμιζής- επίθ.· κερμεζής· χρεμεζής· Κόκκινος, ερυθρός, <τουρκ. kιrmιzι· πβ. ιταλ. chermisi, cremisi{ΜΣΚ}
Κίσσας- Από το δημωδ. κίσσα, είδος αποδημητικού πουλιού, <αρχ. κίσσα.
Κλαδάς- (όνομα Χειμαριώτη στρατιώτη) από το κλαδί, βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί, βέργα,(βλ. Βεργής,Κλωνάρης,Κλάδος,Κλάρας){ΜΣΚ}
Κλάπας- ν.ε. κλάπα, «ξύλινα έμβολα όπου στηρίζονται τα πλαίσια παραθύρων.θυρών κλπ.»Κλάπα< ίσως από το λατ. clava.{ΤΟΖ}
Κλαψής/Κλαψάκης/Κλαψιάρης- ν.ε. κλάψα, κλάμα.{ΤΟΖ}
Κλής- Συγκεκομμένος τύπος τουΠερικλής και Θεμιστοκλής.{ΤΟΖ}
Κλούρας- Από το ιδιωμ.(Αιτ/νια), κλούρι/κλούρα, το κουλούρι/κουλούρα<μσν. κουλούρα < ελνστ. κολλούρα< αρχ. κολλύρα.(ΛΤ) {ΓΛΑΙΤ}
Κλωνάς/Κλωνάκης/Κλωναράς/Κλωναράκης, Κλωνάρης/Κλωναρίδης- από το μεσν./δημωδ. κλώνι, το κλωνάρι, το τρυφερό μικρό κλαδί, σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου με την έννοια του παληκαριού, του νέου,< < ελνστ. κλωνίον υποκορ. του αρχ. κλών.
Κοίλιαρης-κοιλιάρης, επίθ.· ουδ. κοιλιάριν. Που έχει μεγάλη κοιλιά: χοντρός και κοιλιάρης (Ερμον. Δ 236). [<ουσ. κοιλιά + κατάλ. ‑άρης]{ΜΣΚ}
Κοθρής- Απο το δημωδ. κοθρής, αυτός που μαζεύει υπολείμματα ψωμιού,ψίχες(αλλιώς κοθρί), μτφ. ο ευτελής και συμφεροντολόγος, μεσν. κόδρα `γύρος ψωμιού, γύρος ταψιού΄<λατ. codra.(ΛΔΗΜ)
Κόκας- Από το αρβ. kokë-a «κεφάλι».{ΤΟΖ}
Κόκκαλης- Από το ν.ε. ους. κόκαλο, ή το μεγενθ. κόκαλος<αρχ.κόκκαλος, και την καταλ. –ης.{ΤΟΖ}
Κόκκας/Κίκιζας- Από το αρβαν. κοκje/κόκα, το κεφάλι.{ΣΗΤΡ}
Κοκκωτός- κοκκωτός, επίθ.· κουκκωτός. κατάστικτος, πιτσιλωτός, <ουσ. κόκκος + κατάλ. ‑ωτός{ΜΣΚ}
Κοκόνης- Από το διαλεκ.(Ηπειρ.) προσηγορικό κοκόνι, το μικρό σκυλί, υποκορ. του κοκόνα. Αλλά και υποκοριστική μορφή του Κωνσταντίνος>Κοκός>Κοκόνης. {ΤΟΖ}
Κοκόζης- Από το τουρκ. kokoz, ο φτωχός, ενδεής.(ΕΠΜΑ)
Κολαούζης- οδηγός,μτφ. ο ενοχλητικός, <τουρκ. Kιlavuz{ΜΣΚ}
Κολιός-είδος ψαριού, αρχ.κολί(ας). Στις περισσότερες περιπτώσεις πάντως πρέπει να σχετίζεται με την υποκοριστική μορφή του βαφτ. Νικόλαος>Νικολιός>Κολιός. βλ.παρακάτω. {Λ.Τ.}
Κολλιός/Κολιός- Από τα βαφτ. Κολλιός-Κολιός μορφές του Νικόλαος> Νικολιός>Κολιός. Οι Αρβανίτες χρησιμοποιούν την παραλλαγή Κόλλιας/Κόλιας, με τροπή του ο σε α, όπως παρατηρούμε και σε άλλες περιπτώσεις Νίκος-Νίκας,Ζερβός-Ζέρβας κτλ.
Κολοκούρης/Κωλοκούρας- Από το ιδιωμ. κουλουκούρα, κωλοκούρα, τα μαλλιά γύρω από την ουρά και τον κώλο του προβάτου, μεταφορικά το μπαξίσι, και κουλουκρίζω, κουρεύω τα πρόβατα. {ΓΛΑΙΤ}
Κολοκυθάς- από το ν.ε. κολοκύθι< μσν. Κολοκύθι<αρχ.κολοκύνθιονυποκορ. τουκολοκύνθη.{Λ.Τ.}
Κολτσίδας,Κολλιτσίδας-Επώνυμο(το πρώτο) Αιτωλοακαρνάνα αγωνιστή του Εικοσιένα. Είδος φυτού κολλητσίδα(Ηπειρ.), αλλού αφορμοχόρτι,επιστ. Potentilla pedata.Kοινή ονομασία διάφορων φυτών, των οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα περιέχουν κολλητική ουσία . Μεταφ. άνρωπος φορτικός που προσκολλαται απρόσκλητος.< μσν. κολλητσίδα < *κολλητίδα < κολλητ(ός) -ίς > -ίδα(Λεξ.Τριαντ.).{ΔΟΦ}
Κομπωτής- Από το μεσν. και ιδιωμ. επιθ. κομπωτής, ο απατεώνας, από το ρήμα κομπώνω, εξαπατώ,ξεγελώ. Και μτφ. ο ψεύτικος,ο φαντασμένος, <Γλωσ.Ησυχ. κομβόω. Και ως όνομα γνωστής κωμόπολης της Άρτας, το Κομποτί,πατρίδας του Ν.Σκουφά, και χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, Κομπωτή.(ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Κονδυλάκης/Κονδύλης- Σχετικό με το ν.ε. κοντύλι, ειδική γραφίδα από σχιστόλιθο, με την οποία έγραφαν επάνω στην πλάκα οι πολύ μικροί μαθητές,< μσν. κοντύλι(ν) < ελνστ. κονδύλιον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. κόνδυλος.{Λ.Τ.}
Κονταξής(Κονταξόπουλος, Κονταξάκης, Κοντακτσής, Κοντακτζόγλου)-kundakçi-ο πυρπολητής, εξελληνισμένη ακουστικά kç-ξ *. (ΕΠΜΑ)
Κονταράτος-κονταράτος, επίθ. Οπλισμένος με κοντάρι, <ουσ. κοντάριον + κατάλ. –άτος. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Κονταράτος -1264 στην Κεφαλονιά, και τον 14ο στη Μεθώνη, και Πτελέα και Λεύκη Χαλκιδικής. {ΜΣΚ}(BZP)
Κοντζάς- ν.ε. κοντζάς ο. κάλυκας άνθους, μπουμπούκι: τριαντάφυλλα κοντζάδες (Διγ. Α 2845). [<τουρκ. gonca ή konca]{ΜΣΚ}
Κόντης- α) Τίτλος ευγενείας στη φεουδαρχική Δύση, κόμης: (Δούκ. 8521‑2)· β) ως προσφών.: (Κορων., Μπούας 149). [<ιταλ. conte - παλαιότ. γαλλ. Conte],πρβ.Δούκας, Μπέης κτλ.Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή.{ΜΚΣ}(BZP)
Κοντόσταυλος-κοντόσταβλος·. 1) Ανώτατος αξιωματικός (αξιωματικός τρίτος στην στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστάτορα και τον μεγάλο στρατοπεδάρχη): <μεσν. λατ. Conestabulus. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, αναφέρεται κάποιος με επώνυμο Κοντόσταυλος το 1321 στη Χαλκιδική.(BZP)
Κοργιαλάς/Κοριαλάς- Από το ιδιωμ.(Αιτ/νια) κοριάλο/κουριάλου, εύληπτη τροφή παρασκευασμένη ειδικά για τους μελλοθάνατους, κοριαλάς ο παραγωγός της. {ΓΛΑΙΤ}
Κόρδας- Από το δημώδες κόρδα, η. i) χορδή μουσικού οργάνου,ii) έγχορδο μουσικό όργανο, iii)χορδή τόξου, μτφ ο κορδωτός, ευθυτενής.{ΜΣΚ}
Κορμαλός/Κορμαλάς- Από το δημωδ. κορμαλός, αλλιώς κορμαράς, ο σωματώδης,και μεγαλόσωμος. (ΛΔΗΜ)
Κορμπάκης/Κορμπόπουλος- Από το ιδιωμ. κόρμπα(η), κόρμπος(ο), ο μούλος, και κυρίως ο μαύρος, ο σκούρος, χαρακτηρισμών μαύρων αιγοπροβάτων. Η λέξη στα τσακώνικα, αλλά τουλάχιστον σε όλη την Πελοπόννησο, <λατ.corvus-κοράκι. (ΛΞΤΣ)
Κοροβέσης- Από το αρβαν. korroveshe,(korr + vesh), είδος στάμνας, σαν επίθετο δηλώνει τον κουτσάφτη, τον χωρίς αυτιά. {ALBD}
Κορφιάς- Από το διαλεκτ.(Μάνη και αλλού) κορφιάς,κορφέας, η ανώτατη οριζόντια δοκός της στέγης,ετυμολογικά σχετικό με την κορυφή,πρβλ παρόμοιας σημασίας επώνυμα Γκλαβάνης, Πρέκκας.(ΛΔΗΜ)
Κορφιάτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την Κορφώ/Κορυφώ, αλλιώς η Κέρκυρα, η ονομασία καταγράφεται από την Άννα Κομνηνή-11ος αι.{ΤΠΝΜ}
Κοσκινάς -αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα: (Προδρ. III 198). [<ουσ. κόσκινον + κατάλ. ‑άς]{ΜΣΚ}
Κόσκος- Από το αρβαν. κόσκε-α, κόκκαλο.{ΣΗΤΡ}
Κοτζαλής(Κοτσαλίδης,Κοτσαλής)- Από το τουρκ. kocali, η παντρεμένη γυναίκα.(EΠMA)
Κοτζαμάνης- Από το τουρκ. kocaman, μεγαλόσωμος.{ΣΗΤΡ}
Κοτζιάς- Από το τουρκ. koca, μεγάλος, πβ. κοτζάμ.{ΣΗΤΡ}
Κοτσάκης/Κοτσακίδης- Από το τουρκ. koçak «ανδρείος,θαραλέος». Σε πολλές περιπτώσεις το επώνυμο μπορεί να προέρχεται από τη μορφή του βαφτ. Κώστας-Κώτσος και την υποκοριστική κατάληξη –άκης.{ΤΟΖ}
Κότσιαρης/Κώτσιαρης- Από το βαφτ. Κότσιος<Κωνσταντίνος. Σχετικό με το βουλγ. Kоцо.{ΤΟΖ}
Κοτσώνης- Από το ιδιωμ. ρημ. κοτσώνω, επαίρομαι, κορδώνομαι, και κοτσώνης ο επηρμένος. Πιθανό είναι να είναι απλώς μια υποκορ. μορφή του ονόματος Κώστας>Κότσος, με την υποκορ. κατάληξη -ώνης(πρβλ. το υποκορ. επίθημα -όνι, βλ. κλεφτρόνι, στριφόνι κ.α.). Παρόμοια σχηματίστηκαν επώνυμα όπως Γεωργιώνης, Γιαννακαρώνης, Διακώνης, Δροσώνης, κ.α. (ΛΔΗΜ)
Κουβαράς- Από το δημωδ. κουβαράς, ο κατασκευαστής, ο πωλητής κουβαριών νήματος. , <αρχ. κόβαρος. Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται στην Πάφο της Κύπρου κάποιος Μιχαήλ του Κουβαρά, το 1360 ένας πρωτοψάλτης Κουβαράς, το 1368 κάποιος χαρτοφύλαξ Θεόδωρος Κουβαράς κ.α. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κούβελας-Από το μεσν. κουβέλι το. κυψέλη: της μέλισσας, <παλαιότ. γαλλ. cuvel(l)e, cubel{ΜΣΚ}
Κουλακμάνης- Από το τουρκ.kulak, αυτιάς, συν το επιτακτικό μόριο -μάν(ης), "αυτάρας".(ΕΠΜΑ)
Κουκής/Κουκκής/Κουκκίος- i)Σχετικό με το ν.ε. κουκκί, το όσπριο,< μσν. κουκκί(ν)< < ελνστ. κοκκίον υποκορ. του αρχ. κόκκος. πρβλ. Φασουλής,Νεράντζης, Ρεβύθης κτλ ii) Αλλά και Κουκής υποκοριστική μορφής του Κωνσταντίνος(π.χ. Αχαΐα). Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, το 1348, καθώς αναφέρεται κάποιος πάροικος στις Σέρρες, Μιχαήλ Κουκκής. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κουκουβάς-ο· κουκκουφιάς. κουκουβάγια, ηχοπ. λ. ή <ουσ. κουκούβα{ΜΣΚ}
Κουκούδης- κόκκος, κουκούτσι, <ουσ. κόκκος + κατάλ. ‑ούδι(το χαλάζι){ΜΣΚ}
Κουκουζέλης- κουκουτσέλα, κουκουνάρα(παροιμ: απήρα εγώ παρ’ εκείνου … κουκουτσέλα, εκείνος δε παρ’ εμού βρύα, Σφρ., Χρον. 64), [<ουσ. κουκούτσιν + κατάλ. -έλα{ΜΣΚ}
Κουκουλιός/Κουκουλός/Κουκουλόπουλος- Από τη καταγεγραμμένη υποκορ. μορφή του βαφτ. Νικόλαος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Κουκουλιός<Κουλιός< Κολιός<Νικολιός<Νικόλαος. (ΒΕΛΒ)
Κουκούμης/Κουκουμάς- Από το ουσ.κουκούμιν το. Χάλκινο δοχείο νερού· χύτρα. μτγν. ουσ. κουκκούμιον. Το δεύτερο επώνυμο σχηματίστηκε με την συχνή επαγγελματική κατάληξη –άς(βλ. Φαναράς, Καλαθάς , Πιατάς, κ.α.) . Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κτηματίας στην Βέροια το 1325 με το επώνυμο Κουκούμης, αλλά και ένας Νικόλαος Κουκουμάς τον 15ο αιώνα.{ΓΛ} (BZP)
Κουκούρης -ο. αγροίκος, άξεστος άνθρωπος: « Της χώρας είμαι εγώ άθρωπος και μη με λες κουκούρη» (Στάθ. Γ´ 427). κούκουρον το. Φαρέτρα: τα κούκουρά του εβάσταινε, το απελατίκι εκράτει (Χρον. Μορ. H 5062). [<μεσν. λατ. cucurum. Η λ. τον 7. αι.][<ουσ. κούκουρον* + κατάλ. ‑ης]{ΜΣΚ}
Κουλούκης- Από το μσν. κουλούκης, ουσ. *κυλάκιον <σκυλάκιον κουτάβι ή (υβριστ.) ανόητος, απερίσκεπτος. Εμφανίζεται ως επώνυμο τον 9οαιώνα, Theophanes ο και Ισαάκιος,Bonnae,1839.{GLOBG}{ΜΣΚ}
Κούμαρης-κούμαρι, αγγείο πήλινο ή γυάλινο, κανάτι, μσν. κουκουμάριον με απλολ. [kuku > ku] υποκορ. του ελνστ.ἡκούκουμ(α) -άριον (< λατ. cucuma){ΜΣΚ}
Κουμάς- Επώνυμο σχετικό με το διαλεκτ.(Κρήτη). κούμος,ορνιθώνας,καλύβι.{ΚΡΗΤ}
Κουμέλης- Από το ν.ε. κουμέλλα, μικρό πήλινο δοχείο όπου βάζουν συνήθως γάλα και γιαούρτι. <μτγν.καμέλλα=είδος ποτηριού.{ΑΝΤΖ}
Κουμπής- Συνηθισμένο επών. Σαρακατσάνων του Ζαγορίου από το ν.ε.κουμπί<μεσν.κομβίον,υποκρ. του αρχ.κόμβος. Στην περίπτωση των Ζαγοριτών χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη σημασία του επιθέτουκουμπένιος-καλοκαμωμένος.{ΤΟΖ}
Κουμπουρης-κουμπούρι (λαϊκότρ.) το όπλο, και κυρίως το πιστόλι. [μσν. κουμπούρι `θηκάρι΄ < τουρκ. kubur -ι, κατά τη σημερ. σημ. της τουρκ. λ.: `πιστόλι του ιππικού΄]{ΜΣΚ}
Κουνάδ(β)ης-κουνάδι, κουνάβι, <σλαβ. kuna + κατάλ. ‑άδι{ΜΣΚ}
Κούνδουρος- 1) Κολοβός, με κομμένη ουρά: σκυλί κουντούρι (Σπαν. (Ζώρ.) V 389). 2) Κοντός: κόβγει τα (ενν. τα ρούχα) ως τα γόνατα και κούντουρα τ’ αφήνει (Ερωτόκρ. Δ´ 579). 3) (Στη θέση εθν.): εν έτει ‚ςωοδ´ απήραν οι κούντουροι την Μεσημβρίαν (Byz. Kleinchron. Α´ 2141). Η λ. και τ. Κούνδουρος σε τοπων.: (Δωρ. Μον. XX), (Χρον. Μορ. P 1724). [<επίθ. κ{ΜΣΚ}όντουρος. Η λ. τον 9. αι. (βλ. Κριαράς 1988: Β´ 89· Kahane, GR I 571-2), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
Κουνέλης- κουνέλι, <ιταλ. coniglio{ΜΣΚ}
Κουνενός- κούνενα,μικρό πήλινο αγγείο που χρησιμοποιούνταν ως ποτήρι {ΜΣΚ}
Κουντουράς- Απο το μεσ.ελλ.(9ος αιων.), κόντουρος ,ο κολοβός ή μεσ.ελλ. κουντούρα, είδος παπουτσιού.{ΜΣΚ}
Κουντούρης (Κουντουράς) - κουντούρι το· κουντόρι. Είδος παπουτσιού· φρ. κρατώ κάπ. εις το κουντόρι = ακολουθώ κάπ. «κατά πόδας», παρακολουθώ κάπ., «έχω κάπ. στο χέρι»: (Χρον. Τόκκων 2836). [ουδ. του επιθ. κούντουρος ως ουσ. ή <ουσ. κουντούρα]{ΜΣΚ}
Κούντουρος-(κοντός, ουρά), ο κολοβός, Η λέξη και στον Σουΐδα(10ος αι.)=κούθουρον, τον κούντουρον.{GLOBG}
Κουρβούλης- Από το δημωδ. κουρβούλα, ο ξερός κορμός του αμπελιού, η κουρμούλα. Μτφ. ο αδρανής, ο ακίνητος. Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Γεώργιος Κουρβουλέας στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κουρεμάδης- Από το δημωδ. κουρεμάδι, κούρεμα σίρριζα με το ψαλίδι ή τη ψηλή χειρομηχανή. Με επιρροή από τα αρβανίτικα e madhe -μεγάλο κούρεμα (ΓΛΗΛ)
Κουρής- Ίσως από το δημωδ.κούρης, ο περιφερόμενος εδώ και εκεί ασκόπως, φυγόπονος, άεργος. Ή σχετικό με το μεσν. κουρά, 1)κουρά (ως μέρος της τελετής της χειροτονίας ιερωμένου),ή 2)η ιδιότητα του μοναχού. Ως επώνυμο,Κουρής, εμφανίζεται πρώτη φορά τον 13ο αιώνα, κάποιος Κουρής Κωνσταντίνος,στην Τραπεζούντα. (ΛΔΗΜ) (ΜΣΚ)(BZP)
Κουριέρης- ταχυδρόμος, <ιταλ. Corriere{ΜΣΚ}
Κουρκούλης- Από το διαλεκτ.(Ηπειρ.) κουρκούλι, η πέτρα, το λιθάρι.{ΤΟΖ}
Κουρκουμέλης- Ίσως σχετικό με το μσν. κούρκουμο, είδος χαλιναριού, φίμωτρο. <λατ. curcuma. H λ. στον Hσύχ.(6ος αι.) και στα Πτωχοπροδρομικά(12οςαι.). Συν την ιταλογενή κατάληξη –έλης, που συνηθίζεται στη Μυτιλήνη , Αϊβαλί, Λήμνο, Ίμβρο κτλ.{GLOBG}
Κουρκουμπέτης- Από το βλαχ. curcubeta=το κολοκύθι,<λατ.curcubita. πρβλ. Κολοκύθας.{ΤΟΖ}
Κουρμούλης- Από το ιδιωμ. κουρμούλι, κορμός δέντρου, χαμόκλαδου.{ΣΗΤΡ}
Κουρούζης- κουρουζής ο. Παλαίμαχος γενίτσαρος,<τουρκ. Korucu{ΜΣΚ}
Κουρούκλος- κουρούκλα είδος τεύτλου, πιθ. <λατ.*colucula]{Λ.Τ.}
Κουρούνης- κουρούνα ,κορώνη, είδος πουλιού,μτφ, «γίνομαι κουρούνα» = μεθώ υπερβολικά, <αρχ. ουσ. κορώνη{ΜΣΚ}
Κουρούπας(-ης,-ος)- πήλινο δοχείο, πιθάρι, <ουσ. κουρούπι + κατάλ. ‑α ή <ουσ. κορύπη{ΜΣΚ}
Κουρούπης/Κρούπης- Από το ν.ε. κουρούπι(και κρούπι με συγκοπή του άτονου ου),»πήλινο δοχείο». <ουσ. κορύπη, μτφ. ο μεθυσμένος.{ΤΟΖ}
Κουρούσης- Από το τουρκ. kurus ,το γρόσι.{ΤΟΖ}
Κουρσούνης- κουρσουνιά ,τουφεκιά, <τουρκ. Kurşun{ΜΣΚ}
Κουρτέλας- κουρτέλλα, μαχαίρι, <βεν. Cortela -κόβω κοντά{ΜΣΚ}
Κουρτέσης- κουρτέσης, θηλ. κουρτεσά, ευγενικός, λεπτός στους τρόπους, <μεσν. γαλλ. corteis ή <ιταλ. Cortese, έρχομαι κοντά{ΜΣΚ}
Κουρτίδης- Από το τουρκ. kurt, λύκος.{ΣΗΤΡ}
Κούσκουρας / Κουσκούρης- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη κούσκουρας, ο φλύαρος, πολυλογάς.{ΓΚΕ}
Κουτουμάνος- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη κουτουμάνος, το μικρό ευτραφές κουτάβι, σπάνια και το μικρό παιδί με τα ίδια χαρακτηριστικά.{ΓΚΕ}
Κουτουρλός- Από το ιδιωματικό(Αιτωλοακαρνανία) κουρουρλός, ο κουτσάφτης, αυτός με κουτουρλεμένα(κουτσουρεμένα) τ’αφτιά. (ΙΛΝΕ)
Κούτρας/Κούτρης- Απο το δημώδ. κούτρα, το κεφάλι. Το επώνυμο ίσως με την έννοια του «κεφάλα». Ετυμολογικά προέρχεται απο το μεσν. κούτρα και αυτό με τη σειρά του απο το λατινικό scutra. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα(1304), αναφέρεται κάποιος Δημήτριος Κούτρας, πάροικος Λήμνου. {Λ.Τ.} (BZP)
Κουτρούλης- κουρεμένος· φαλακρός, Xρον. Mορ. H 3061, σχετ. με το ουσ. κούτρα.{ΜΣΚ}
Κουτρούμπας- κουτρούβιν,είδος πήλινου δοχείου, πιθ. <ουσ. κουτρούπι(ον) <κούτρα, H λ. τον 11. αι..{ΜΣΚ}
Κουτσούμπας- Από το διαλεκτ. κουτσουμπός, α άνευ κορυφής, ”κουτσουμπό κυπαρίσσι”, ”κουτσουμπή μύτη”, γενικά ο κολοβός. Ετυμολογικά σχετικό με το “κουτσός”.(ΛΔΗΜ)
Κουτσομύτης- που έχει κομμένη μύτη, ως επώνυμο τον 11. αι στην Αλεξιάδα της Ειρήνης της Κομνηνής. Ταυτόσημο με το βυζ. Ρινότμητος, λόγω της συνήθους τιμωρίας να κόβουν την μύτη στον ένοχο.{ΜΣΚ}
Κουτσούκος- Από το τουρκ. kucuk, μικρός.{ΣΗΤΡ}
Κουτσουλιανός- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη κουτσουλιανός, είδος πτηνού, ο κορυδαλός.{ΓΚΕ}
Κουτσούνης- ίσως από το δημωδ. κουτσούνα ,η κούκλα.{ΜΣΚ}
Κουτσουρέλας/ης- Από το ιδιωμ.(Ζαγ.) κουτσουρέλα- η άτεκνη, σχετικό ετυμολογικά με το κουτσ(ος). (MEYER)
Κουτσούτης- Από το διαλεκτ.(Χίος) , κουτσούτα αίγα, γίδα με κοντά αυτιά, πρβ. κουτσάφτης.{ΠΧΓ}
Κόφας- η· κούφα. μεγάλο κοφίνι,<βεν. cofa{ΜΣΚ}
Κραμπής- Από το δημωδ. κραμπί, το φυτό κράμβη, το λάχανο, <αρχ. ουσ. κραμβίον.
Κρανίδης- Από το μεσν. κρανίδι(ον), το μικρό κράνος, μικρή περικεφαλαία. Και τοπωνύμιο, Κρανίδι στην Αργολίδα, ίσως από κάποιον πρώτο οικιστή του οικισμού, Κρανίδη. (ΛΔΗΜ)
Κρανιδιώτης-Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την κωμόπολη του Κρανιδιού Αργολίδας. Επώνυμο αδικοχαμένου πολιτικου.{ΤΠΝΜ}
Κρασάς- Το επώνυμο από το ν.ε. κρασί<μσν.κρασίν,κρασίον. Δηλώνει τον οινοπώλη, ή τον παραγωγό κρασιού. Εμφανίζεται ως επώνυμο τον 10ο αι. στο Theophanes Continuatus (198,17).{GLOBG}
Κρεμανταλάς-Από το επίθετοκρεμανταλάς ο ,θηλ. κρεμανταλού ,(οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ ψηλού, άχαρου και άκομψου στις κινήσεις. < *κρεμομανταλάς< κρεμ(ώ) -ο- + μανταλ(άκι) -άς· κρεμανταλ(άς) –ού.{Λ.Τ.}
Κρεμαστινός- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από χωριό με το όνομα Κρεμαστη. Χωριά με αυτό το όνομα υπάρχουν στη Ρόδο, Ξάνθη,Λακωνία.{ΤΠΝΜ}
Κρέμος- Από το μεσν. κρέμμυον, το κρεμμύδι. Σαν επώνυμο αναφέρεται ήδη με τη μορφή Κρεμού, και Κρεμουλής-Κρεμμός τον 13ο και 14ο αιώνα αντίστοιχα. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κριεζής- Από το αρβαν. κρίε(κεφάλι) και το δεύτερο συνθ. –ζι (μαύρο), δλδ ο μαυροκέφαλος.{ΣΗΤΡ}
Κριεκλόκης- Από το αρβαν. κρίε(κεφάλι) και κλόκε(άδειος), ο κουφιοκέφαλος.{ΣΗΤΡ}
Κριεκούκης- Από το αρβαν. κρίε(κεφάλι) και κούκj-ι (κόκκινος), ο κοκκινοτρίχης.{ΣΗΤΡ}
Κριεκούκης- Από το αρβαν. κρίε(κεφάλι) και μάδε(μεγάλος), ο κεφάλας.{ΣΗΤΡ}
Κριθάρης-ν.ε. κριθάρι<μσν.κριθάρι(ν) < ελνστ.κριθάριονυποκορ. του αρχ.κριθή{Λ.Τ.}
Κρικέλης- κρικέλλιον το· κερκέλλι· κιρκέλλιν· κρικέλλι· κρικέλλιν, κρίκος, χαλκάς, <ουσ. κρίκελλος, H λ. τον 6. αι.(Μαυρίκ.Στρατ.1,2){ΜΣΚ}
Κριτής- Από τη λέξη κριτής, που εκτός της διαχρονικής της σημασίας, αυτός που κρίνει, επι Βυζαντίου, τίτλος αξιώματος, επιτηρητής της τάξης αναλόγως-κριτής του ιπποδρόμου,-κριτής του βήλου κτλ. Η λέξη σαν επώνυμο από την περίοδο των Παλαιολόγων, τουλάχιστον, ως Κριτής, Κριτόπουλος. (ΛΔΗΜ)
Κροκάς- Από το μεσν. κρόκα/κρόκη, το υφάδι,το δημωδ. κροκίδι, συν την παραγ. καταλ.-ας. Ως επώνυμο τον 14ο αιώνα, ως Κροκάς στο Άγιο Όρος, και ως Κροκκάς στην Ιερισσό(1300). (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κροκύδας- κροκύδα, μαλλί ξασμένο, αρχ. ουσ. κροκύς.{ΜΣΚ}
Κροντηράς- Από το δημωδ. κροντήρι, ο κρατήρας, από το μεσν. κροντήριον< κρυωρήριον, εκεί που κρυώνει το νερό. Συν την κατάλ. –άς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ.φαναράς, παπλωματάς, γαλατάς κτλ).
Κρούσκας- Από το αρβαν. krushk, ο κουμπάρος, και ο ανύπαντρος συγγενής, <*kushker<λατιν.consocer”πεθερός”.{ALBD}
Κτενάς/Χτενάς- Από το δημωδ. χτένα, και την παραγ.καταλ.-άς, ο κατασκευαστής χτενών, το «κ» στην πρώτη εκδοχή ίσως οφείλεται σε «λόγια ευφωνία». < ελνστ. κτένιον. (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ.)
Κυδώνης-ν.ε. κυδώνι, μσν.κυδώνι(ν) < ελνστ. κυδώνιον< αρχ. Κυδώνια μῆλα{Λ.Τ.}
Κυπαρίσσης-κυπαρίσσι, αρχ. ουσ.κυπάρισσος{Λ.Τ.}
Κυράνης/Κυράνας- Μητρων. επώνυμο από το βαφτ. Κυράν(ν)α, μεσν. κυράνα « η μητέρα»,ίσως < κυρά και μεγενθ. καταλ. –άνα.{ΤΟΖ}
Κυριαζής- Από το βαφτ. Κυριαζής, παραλλαγή του Κυριάκος (Τριανταφυλλίδης, Ονόματα,σ.14). Διαδεδομένο σε όλο τον ελληνικό χώρο, Κυριαζόπουλος ,Κυριαζάκης, Κυριαζίδης, Κυριαζούδης κτλ. Επώνυμο του Ρήγα Βελεστινλή(Φεραίου). (ΑΝΧΜ)
Κυρίτσης- τιμητικός τίτλ. 1) κύριος, άρχοντας, 2)αξιωματούχος: του κλήρου κυριτσάδες, <ουσ. κύρης + κατάλ. –ίτσης. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 11οαιώνα,(Κυρίτζης).{ΜΣΚ}
Κύρκας/Κύρκος- εραστής, ο «καλός», ο αγαπημένος, <ουσ. κύρης + κατάλ. ‑κας. {ΜΣΚ} ή(και)
Κύρκος- Από το βαφτ. Κύρκος,<μεσν.Κύρικος(κύρ(ιος)+ικός) ή(και) του βαφτ. Κυρ(ιά)κος. Η ίδια αρχή σε πολλές παραλλαγές, φανερώνοντας τη διάδοσή του υποκορ. αυτού τύπου, όπως Κυρκόπουλος, Κυρκίδης, Κυρκάκης,Κύρκου, Κυρκούδης, Κυρκούσης κτλ.(ΑΝΧΜ)
Κωσταρέλης- Από το βαφτ.Κώστας + μεγεθ.καταλ. –αράς+υποκορ. καταλ. –έλης.{ΤΟΖ}
Κωτάνος- Από τη εκδοχή του βαφτιστικού Κωνσταντίνος<Κώστας<Κώτας.{ΠΕ}
Λ
Λάβδας- Από το βλαχ.lavda=έπαινος,<λατ.laus-udis,laude.{ΤΟΖ}
Λαβδός- Από το δημωδ. λαβδός, αυτός που έχει στραβά πόδια έτσι ώστε να ενώνονται τα γόνατα, έχοντας σχήμα Λ, σχετική λέξη χαυδώνω. (ΛΔΗΜ)
Λαγάρας- Από το δημ. λαγάρα, υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, μτφ. ο καθαρός, και ο ειλικρινής, τίμιος, άψογος. Και λαγαρίζω : κάνω διαυγές ένα υγρό. Από το αρχαίο λαγαρός “ο χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος”, η σημερινή σημασία μεσαιωνική. (ΛΔΗΜ)
Λάγιος- Από το δημ. λάγιος, ονομασία προβάτων που έχουν μαύρο χρώμα,πρβλ. λαγιαρνί, <δάνειο από τα βλάχικα. (ΛΔΗΜ)
Λαγκώνης- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη λαγγώνι, πλευρό.{ΓΚΕ}
Λαζούρης/Λαζούρας- Από το μεσν(τουλαχ.7ος αιων.) και δημ. λαζούρι(ον), πέτρα γαλάζια, μτφ. ίσως ο γαλανομάτης, γαλάνης,< μεσν. λατ. lazur. (ΛΔΗΜ)
Λαθούρης- Από το ν.ε. λαθούρι, ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών,lathirus sativus,< μσν. λαθούριν υποκορ. του αρχ. λάθ(υρος) –ούριν.{ΔΟΦ}
Λάλος- Από το μεσν. και δημωδ. λάλος, ο πολύ φλύαρος, αυτός που λαλεί(μιλάει) πολύ,συνεχώς. (ΛΔΗΜ)
Λαμπαδάριος- Ο επικεφαλής του αριστερού χορού στον πατριαρχικό ναό.{ΜΣΚ}
Λαμπέτης- Από το μεσν. λαμπέτης, ο λαμπρός, ο λάμπων. Σαν επώνυμο αναφέρεται για πρώτη φορά το 1320 ως επώνυμο κατοίκου της Χαλκιδικής,Λαμπέτης. Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη, γεννημένη Έλλη Λούκου. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Λαμπίρης- Ίσως από το δημωδ. λαμπύρι, το φυτό λαμπύρι, το αρχαίο ‘λάθυρος’.πρβλ. επών. Σχετικά με φυτά Κολτσίδας, Λαθούρης, Λιναράς, Μελικόκης(βλ.επων.). (ΛΔΗΜ)
Λανάρης/Λαναράς- ο εριουργός,λανάρης< μεσ.λανάριος< λατ.lanarius.{ΤΟΖ}
Λαπαθιώτης-Ίσως σχετίζεται με τον οικισμό Λάπατα (σημ.Λαπάθεια) ,δημ.Καλαβρύτων. Λαπατιώτης<Λαπαθιώτης με λόγιο εξελλην.πρβ. Μπακάλης<Βακάλης.{ΤΠΝΜ}
Λάπας- Από το ηπειρωτ.διαλεκτ. λάπα-λαπάς=η προβατίνα με τα αυτιά προς τα κάτω», <αλβ.lape-a=το δέρμα των σφαζομένων ζώων.{ΗΠΟΙΚ}
Λαπατάς- Από το ν.ε. λάπατον< είδος ποώδους φυτού που τρώγεται. [αρχ. λάπαθον, *λάπατον](Τριαντ.}.{ΤΟΖ}
Λαρδάς- Από το ουσ. λαρδί ,λίπος, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό. μσν. λαρδί(ο)ν, υποκορ. του ελνστ. λάρδ(ος) (< λατ. lard(um) -ος `αλατισμένο κρέας΄) –ίον{Λ.Τ.}
Λάσκαρης- Επώνυμο σημαντικής βυζαντινής οικογένειας. Χρησιμοποιείται και ως κύριο όνομα. Λάσκαρης<λάσκαρης «δάσκαλος»<ράσκαλης με αντιμετάθεση r-l<>r< δάσκαλος. Οι παραπάνω τύποι απαντούν στο μικρασιατικό ιδίωμα της Σίλλης(περ.Ικονίου) όπου ο ρωτακισμός αποτελεί γενικό κανόνα(πβ.δεξί-ρεξί,δεσπότης-ρεσπότσης){ANX}
Λαφαζάνης- Από το τουρκ.περσ. lafazan, ο φλύαρος, καυχηματίας.{ΣΗΤΡ}
Λαψάνης- Από το ν.ε. ιδιωμ. λάψανα, είδος χόρτου, η λέξη και στον Ησύχιο(6ος μ.Χ.)< «λαψάνη>· τῶν ἀγρίων λαχάνωνἐσθιομένη».{GLOBG}
Λέκας- Αρβανίτικη εκδοχή του βαφτ. “Αλέξανδρος”.{ΤΟΖ}
Λεκκός/Λεκός- Από το ιδιωμ.(Τσακώνικό) λεκός(ο),λεκό(το), ο λευκός, και Λεκκάκος. Το τελευταίο μπορεί να συνδέεται με το αρβαν. Λέκας, υποκορ. του Αλέξανδρος. (ΛΞΤΣ)
Λεμόνης-ν.ε. λεμόνι<μσν.λεμόνι<λιμόνι ([i > e] από επίδρ. του [l];) < ιταλ. limon(e) -ι < αραβ., περσ. laymūn{Λ.Τ.}
Λέπουρας- Από το αρβαν. λjeπούρι, ο λαγός.{ΣΗΤΡ}
Λέτσος- Από το ιδιωμ. λέτσος, ο βρωμιάρης,ο κακοντυμένος, <ιταλ. lezzo `βρόμα΄. Ίσως και από υποκορ. μορφή του Νικόλαος>Νικολέτσος>Λέτσος. (ΛΔΗΜ)(Λ.Τ)
Λέχος- Μητρωνυμικό, από το λεχώ-λεχώνα, 1) γυναίκα που γέννησε πρόσφατα και 2) (μτφ.) για άνθρωπο τεμπέλη και φυγόπονο,3) Από το ιδιωμ.(Αρκαδ.) λέχος, «η εν ύδατι αναλυομένη κόπρος των βοών, εν η εμβάλλουσι τα βαμβακερά υφάσματα άμα υφανθέντα. Μένουσιν δ’εν αυτή 3-4 ημέρας ταύτα, είτα εξάγουσιν αυτά(ξελεχώνουσι) και τα λευκαίνουσιν». Ίσως λέχος,παρατσούκλι, αυτού που έκανε αυτή τη δουλειά. (Λ.Τ.)(ΛΔΗΜ){ΠΠΠ}
Λεχούδης- Από το δημωδ. λεχούδι, το νεογέννητο, το νεογνός, <λέχώ +-ούδι, μσν. λεχώνα < ελνστ. *λεχών.(Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)
Ληξούρης- Από το μεσν. λίξουρος, λιξουριάρης,λήξουρος, ο άπληστος,πλεονέκτης και ο λαίμαρχος, λιχούδης, λιγούρας. Το τοπωνύμιο Λιξούρι, προφανώς σχετίζεται ετυμολογικά.(ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Λιάγκας- Μητρων. από το βαφτ. Λιάγκα, ιδιωμ. μορφή του Αλέκα< Αλεξάνδρα . Ή από το ιδιωμ.(Αιτ/νια) λιάγκας, ο πολύ αδύνατος(ΚΖΛ) {ΓΛΑΙΤ}
Λιάλιας- Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Λάζαρος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα(π.χ. Σιάτιστα). Ο διπλασιασμός μια συλλαβής του βαφτιστικού έχει δώσει αρκετές παραλλαγές σε πολλά ονόματα, π.χ. Κοκός<Κώστας, Μπάμπης<Χαράλαμπης, Κική<Αγγελική, Μίμης<Δημήτρης. (ΒΕΛΒ)
Λιάλιος- Από το αρβαν. λjαλjε, ο μικρότερος αδερφός αποκαλεί έτσι τον μεγαλύτερο.{ΣΗΤΡ}
Λιάμης- Από το αρβαν. λjαμε, αλώνι ή η αρβανίτικη υποκορ. εκδοχή του βαφτ. Χαράλαμπος.{ΣΗΤΡ}
Λιανός- Από το δημώδ. λιανός, ο λεπτός, λιγνός και στενός-στενόμακρος, από το μεσν. λειανός, αρχ. λείος + καταλ. –ανός. (ΛΤ)
Λιάπης- Από το αλβ. Lab-I, ο κάτοικος της Λιαπουριάς(η περιοχή γύρω από τη Χειμάρα).{ΤΟΖ}
Λιάρος- Από το ν.ε. λιάρος «ο σταχτόχρους με στίγματα»,< βλαχ.leara ”ποικιλόχρωμος, για κατσίκια, πρόβατα κτλ», αλβ.larë“ίδια έννοια με τη βλάχ.”.{ΤΟΖ}
Λιβαθινός(Λειβαθινός)- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Λιβαθώ (Λειβαθώ) της Κεφαλλονιάς.Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού με πλούσια ναυτική παράδοση.{ΤΠΝΜ}
Λιβανός- Η ευρεία διάδοση του επιθέτου αυτού οφείλεται στο ότι το Λιβάνιος/ Λιβανός χρησιμοποιούταν/ χρησιμοποιείται και ως βαφτιστικό.Λιγότερο πιθανές οι περιπτώσεις :i) Αυτός που εμπορεύεται λιβάνι, ή ii) από την ονομασία που δίνεται στις μαυρο-κόκκινες κατσίκες. Πβ. Ψάρρος, Λιάρος, Νταβέλης, Ρούσος κ.α. {ΣΗΤΡ}
Λίλας- Μητρων. από το θηλ. βαφτ. Λίλα,χαϊδευτικό του Αμαλια, Ευαγγελία(Ηπειρ.).{ΤΟΖ}
Λιναράς- Από το ν.ε. λινάρι,το φυτό λυνάρι,κλωστική ύλη από το λινάρι,< μτγν.λινάριον. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Λιναράς Νικόλαος το 1316 στις Σέρρες, κ.α. {GLOBG}(BZP)
Λινάρδος- Από το βαφτιστικό Λινάρδος, ελληνική μορφή του φράγκικου κύριου ονόματος Lenard,Linardo.
Λιόλιος- Λιόλιος- Το επώνυμο από μία από τις πολλές καταγεγραμμένες υποκορ. μορφές του βαφτ. Θόδωρος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα. Η συγκεκριμένη απαντάται σε περιοχές όπως το Καταφύγι και τα Σιάτιστα Μακεδονίας. Σύμφωνα με τον Μπόγκα (Ι 443) το “Λιόλιος” είναι αρβανίτικη παραλλαγή του Γεώργιος. Η μια εκδοχή δεν αποκλείει την άλλη.(ΒΕΛΒ){ΤΟΖ}
Λιόντος/Λόντος- Από το βαφτ.Λιόντος<Λεόντιος, ένα από τα συνηθέστερα βαφτιστικά της Παλαιολόγειας εποχής.{ΤΟΖ}
Λιόπεσης- Από το αρβαν. λιόπë, η αγελάδα.{ΣΗΤΡ}
Λιότσης- Από το αρβαν. λjότσι, ο φίλος. Αλλά και υποκοριστική μορφή βαφτιστικών, όπως το Θεόδωρος{ΣΗΤΡ}
Λισγάρας- Από το διαλεκτ. λισγκάρι=το σκαλιστήρι<μεσν. λισγάριον υποκορ. του λίσγος.{ΗΠΟΙΚ}
Λοβέρδος- Επώνυμο από το ιταλ. κύριο όνομα Lombardo<αρχικά όνομα εθνότητας,τν Λομβαρδών-Λογγοβάρδων.{ΚΥΘΝ}
Λογαράς/Λαγαράς- Από το μεσν. λογαράς, αυτός που λέει πολλά λόγια, ο λογάς, ή από το ν.ε. λογάρι «το χρήμα,ο θησαυρός». Ως επώνυμο τουλάχιστον από την Παλαιολόγεια εποχή, τον 14οαιώνα αναφέρονται άτομα με το επώνμο Λογαράς σε Κωνσταντινούπολη, Σέρρες. {ΤΟΖ}(ΛΔΗΜ)(BZP)
Λογοθέτης-Αξίωμα στην αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων· ανώτερος αυλικός. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, αναφέρονται άτομα με το επώνυμο Λογοθέτης, τον 13-14οαιώνα σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα. {ΜΣΚ}(BZP)
Λοΐζος/Λουΐζος/Αλοΐζος- Από το βαφτ. Λογίζος-Λοΐζος-Αλοΐζος, <βεν.Aloiso,γαλ.Loys. Βαφτιστικό που είχε ευρεία διάδοση σε ελληνικούς πληθυσμούς(νησιά, Πελ/σο, Θεσσαλία, Μακεδ.κτλ) την περίοδο της φραγκοκρατίας και βενετοκρατίας,(ΑΝΧΜ)
Λούβαρης/Λουβιάρης- Από το δημώδ. λουβιάρης, λωβιάρης, ο λεπρός, ο έχων λούβα/λώβα, <αρχ. ουσ. λώβη, συν την κατάλ. –(ι)άρης. (ΛΔΗΜ)(ΜΣΚ)
Λουλές –Από το δημωδ. λουλές, η πήλινη εστία του ναργιλέ, στην οποία τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός, <τουρκ.Lule{ΜΣΚ}
Λουμάκης- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη λουμάκι, ο παχύς και μεγαλόσωμος. Αλλού η λέξη λουμάκι έχει την έννοια του καινούργιου τρυφερού κλαδιού δένδρου, βλαστάρι, <ουσ. *λειμάκιον <αρχ. λείμαξ.{ΓΚΕ}
Λούπης-Από το ν.ε. λούπης ,αρπακτικό πτηνό, ο ικτίνος, μτγν. ουσ. λούπης (<λατ. lupus).{ΚΡΗΤ}
Λυμπέρης/Λυμπερόπουλος/Λυμπεράκος- Επώνυμο που προέρχεται από το βαφτιστικό Λυμπέρης, από το ιταλ.Libero>λατ.liber(ελευθερία).{ΚΥΘΝ}
Λώλος- Από το ν.ε. λώλος, ο παλαβός, με ανέβασμα του τόνου, όπως συμβαίνει με αρκετά επίθετα. μσν. λωλός αρχ.ὀλωλώς. Αλλά και υποκοριστική μορφή του Γεώργιος, σε διάφορες περιοχές, βλ. Λιόλιος (Λεξ.Τριαντ.){ΤΟΖ}
Μάγκος- Από το βλαχ.mangu “αυτός που δεν έχει το απιτούμενο βάρος”, ή το ομόριζο και ομόηχο αλβ.mangu “λειψοβαρής”, λατινικής αρχής και τα δύο>mancus.{ΤΟΖ}
Πατρώνης- Από το ν.ε. πατρώνα «αφέντισσα» <ιταλ. padrone “κύριος, άρχοντας”.{ΤΟΖ}
0 Σχόλια