Ticker

12/recent/ticker-posts

Καραγκούνικη γλώσσα

 Καραγκούνηδες 

Οι Καραγκούνηδες ή Καραγκούνοι είναι Ελληνική πληθυσμιακή ομάδα που παλαιότερα κατοικούσε στα πεδινά της δυτικής Θεσσαλίας.

Ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς και ο Νικόλαος Γεωργιάδης, ετυμολογούν τη λέξη Καραγκούνηδες από τη μέλαινα διφθέρα (= μαύρη γούνα). Κατά τον Αντώνη Ρίζο, η προέλευση της ονομασίας είναι αμιγώς τουρκική. Ο Γιώργης Έξαρχος αναφέρει δύο επιπλέον ετυμολογήσεις· από τις τουρκικές λέξεις καρά (= μαύρος) και Γιουνάν (=Έλληνας) που εξελίχθηκε σε Καραγκούνηδες, και από τη βλάχικη λέξη Γκερκούνιοι (= Έλληνες) που εξελίχθηκε σε Γκαρκούνοι και μετέπειτα σε Καραγκούνοι.

Κατά τον Ρίζο οι Καραγκούνηδες της νοτιοδυτικής Θεσσαλίας είναι εξελληνισμένοι Αρβανίτες, οι οποίοι στις αρχές του 14ου αιώνα είχαν εποικίσει τη περιοχή και την υπόλοιπη κεντρική Ελλάδα] Με τον ισχυρισμό αυτό διαφωνεί η Σοφία Αλευρά-Κόκκαλη που γράφει:

«Οι Καραγκούνηδες και, γενικότερα, οι Θεσσαλοί, δεν έχουν καμιά σχέση με αλβανικά ή αρβανιτοβλάχικα στοιχεία. Οι Θεσσαλοί Καραγκούνηδες, λοιπόν, αποτελούν όχι απλώς ελληνικό φύλο, αλλά ένα από τα αρχαιότερα ελληνικά φύλα, που επιζούν ως τις μέρες μας.»

Οι Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας δεν σχετίζονται με την ομώνυμη βλαχόφωνη πληθυσμιακή ομάδα των Καραγκούνηδων ή Αρβανιτόβλαχων της Ακαρνανίας, οι οποίοι χρησιμοποιούν το ενδώνυμο Ρμένοι ή Ρεμένοι, που ταυτίζεται με το όνομα ΑρμούνοιΑρωμούνοι ή Αρμάνοι.

Οι Εζέ, Α. Καρκαβίτσας, Δ. Αναστασόπουλος, Μ. Καραγάτσης, Μ. Τριανταφυλλίδης και Η. Παπαδήμος, ταυτίζουν τους Καραγκούνηδες με όλους τους πεδινούς αγρότες ή κολίγους της Θεσσαλίας. Μάλιστα, ο Η. Παπαδήμος γράφει ότι οι Έλληνες Βλάχοι, τους αποκαλούν Γκρέτσι. Αναφορές στους Καραγκούνηδες, γίνονται από τους Ν. Κ. Σπάθη, Γ. Α. Βαλταδώρο και Ζ. Σκάρο. 

Τα παλαιότερα χρόνια οι Καραγκούνηδες ζούσαν στον κάμπο της Καρδίτσας, των Φαρσάλων και των Τρικάλων και ήταν κολίγοι.

Γλωσσικό ιδίωμα των Καραγκούνηδων

Οι κάτοικοι των πεδινών περιοχών των Τρικάλων και της Καρδίτσας ως καραγκούνηδες μιλούσαν ένα γλωσσικό ιδίωμα που ανήκει στις «βόρειες Νεοελληνικές διαλέκτους και χαρακτηριζόταν από ποικιλία ιδιωματικών στοιχείων.
Δεν είναι στις προθέσεις μας να ασχοληθούμε με το γλωσσικό ιδίωμα των καραγκούνηδων. Άλλωστε δεν είμαστε νομίζω και οι κατάλληλοι για να το επιχειρήσουμε.  Απλώς αναφέρουμε μερικά στοιχεία για να σχηματίσει ο αναγνώστης μια πλήρη εικόνα των ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν στην περιοχή της Δυτικής Θεσσαλίας. Με το γλωσσικό ιδίωμα των Καραγκούνηδων έχουν ασχοληθεί αρκετοί συγγραφείς. 

 

Η βάση  της καραγκούνικης διαλέκτου τους όμως  είναι  οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι με αλλαγές που έχουν υποστεί στο διάβα των αιώνων .

Όπως όλες οι διάλεκτοι ,έτσι  και η καραγκούνικη δέχτηκαν επιρροές από τις διαλέκτους  με τις οποίες ήρθαν σε επαφή,στη διάρκεια των αιώνων.Έτσι έχουν κοινές λέξεις με τους βλάχους,με τους σαρακατσάνους,με τους στερεοελλαδίτες,με τους αρβανίτες ελάχιστες κτλ.


         Από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του καραγκούνικου ιδιώματος αναφέρουμε συνοπτικά μόνο τα παρακάτω, με όσο γίνεται πιο απλό τρόπο και αρκετά παραδείγματα για να γίνουν κατανοητά, που νομίζω ότι είναι τα σπουδαιότερα και δίνουν τη γενική εικόνα της γλώσσας. Αυτά είναι τα εξής:

α).  Η τροπή αφ’ ενός μεν κάθε άτονου ο (ω) και ε (αι) σε ι και αφ’ ετέρου η συγκοπή, η αποβολή ή η ατελής προφορά  των μη τονισμένων ου και i (=ι, η, ει, οι, κ.λ.π.)[2]. π.χ. άνθρουπους αντί άνθρωπος, ουραίους αντί ωραίος, έρχιτι αντί έρχεται, σπρί αντί σπυρί, πλί αντί πουλί, η Στέφους αντί ο Στέφος, η Μήτρους αντί ο Μήτρος, ου μύλους αντί ο μύλος, ου κόσμους αντί ο κόσμος, η πόρους αντί ο πόρος, βνό αντί βουνό, σκλαρήκι αντί σκουλαρήκι, γίνκα, λάλτσα αντί γίνηκα, λάλησα, η Στάθς αντί ο Στάθης, η Γιωργς αντί ο Γιώργις, σκνί αντί σκοινί, τς Ασπασίας αντί της Ασπασίας, τς ανθρώποι αντί τους ανθρώπους, μλάρ αντί μουλάρι, πουτάμ αντί ποτάμι, πιδί αντί παιδί, τρέχ’ αντί τρέχει, παίζ’ αντί παίζει.

 β). Η ανάπτυξη δευτερεύοντος τόνου στα ρήματα όταν μετά την τονιζόμενη συλλαβή του πρώτου ενικού προσώπου επακολουθούν περισσότερες των δυο συλλαβών. Ο τόνος αναπτύσσεται στην τρίτη συλλαβή πέρα από αυτή. π.χ. έφαγα- έφαγάμι, έκατσα-έκατσάμι, έδουκα-έδουκάμι, έκανα-έκανέτι, κάθουμάστι - καθόμαστε, του σακάτιψάτι του πιδί - το σακατέψατε το παιδί, ήξιράτι - ξέρατε, ήφιράτι - φέρατε, φαίνουμι - φαίνουμέστι, τάφιρέτι - τα ηφέρατι, τα φέρατε, κ.λ.π.

γ). Η προσθήκη φωνηέντων ή συμφώνων στην αρχή των λέξεων. π.χ. παλάμη- απαλάμ, μασχάλη-αμασχάλ, χελώνα-αχιλώνα, πηδώ-αμπδάου, γκαστρώνω-αγκαστρώνου, δοκάνη – αδουκάν, λάθος – αλάθους, γλείφω – αγλείφου, παλαίβω – απαλαίβου, γέφυρα-γκέφυρα, κολύμπι-γκουλιούμπ, ταβάνι-νταβάνι, ουρά – νουρά, κλπ.

δ). Η αποβολή συμφώνων. π.χ. Παναγία-πανα’ΐα, Άγιος Δημήτριος-Ά’ι-Δημήτρης, μπογιά-μπου’ϊά, θα πέσεις-θα πέ’εις.

ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΩΝ



    Α
Αβγαταίνω=αυξάνω, μεγαλώνω
Αβλάμ’ς=βλάμης
Αγάλια=σιγά, αργά
Αγανώνω=επαλείφω με κασίτερο τα χαλκώματα
Αγγιλικάτος=ευπαθής, χωρίς σφρίγος
Αγγουνός=εγγονός
Αγλήγουρα=γρήγορα
Αγώι=αμοιβή για την μεταφορά φορτίου
Αδάν’στους=αυτός , που δεν δανείζει
Αέλυουτους=αυτός ,που δεν λυώνει
Αλαμανάου=ανακατώνω
Αλάργα=μακριά
Αλόρθα=όρθια
Αλ’πού=αλεπού
Αμπουδάου=εμποδίζω
Αναγλιτσιάζου=σχηματίζω γλιστερή και λασπερή επιφάνεια
Ανάρια=σιγά, αραιά
Ανέσια=ένεση
Άντιρου=έντερο
Αντράλα=ζαλάδα
Αντρουμοίρ’=το μερίδιο γυναικός(χήρας) του άντρα της
Απαγάλια=σιγά, αγάλια
Απαγκιάζου=προφυλλάσω από κάτι,συνήθως αέρα
Απάγκιου=χώρος ,που δεν τον παίρνει ο αέρας
Απαφτούια =απ’αυτό το μέρος
Απίστουμα=μπρούμυτα ,με το πρόσωπο στο έδαφος
Απόπατους=αποχωρητήριο
Απουκάτ’=από κάτω
Απουσταίνομαι=κουράζομαι
Αρλές=φουκαράς, χωρίς κύρος
Αρμηνεύου=δίνω συμβουλές
αστουχάου=ξεχνώ
αστρέχα=άκρη της στέγης
αφαλός=ομφαλός
                           Β
Βαβά=γριά γυναίκα ηλικίας, 60 ετών και άνω
Βάζου=κτυπώ με δύναμη
Βάλα=βουβάλα
Βαλομ’σκου=μικρό βουβάλι ενός έτους αρσενικό
Βατσίνα=εμβολιασμός
Βιδούρα=ξύλινο κοίλο δοχείο με το οποίο μετρούσαν τα δημητριακά.Το έλεγαν και κουβέλι.Έπαιρνε 12 οκάδες
Βιρβιρίζου=νοιώθω φόβο
                   Γ
Γαλίκια=κωνοειδή μεγάλα καλάθια
Γαργαλιάγκους=εξογκωμένος λάρυγγας
Γίν΄κι=έγινε
Γκαβώνου=τυφλώνω
Γκαζουντινικές=τσίγκινο δοχείο
Γκαιντός=αυτός που βλέπει λοξά
Γκαλιαγκδάς=ο μαύρος κόρακας
Γκαλιουρίζου=δεν βλέπω καθαρά
Γκαργκαλιάγκους=λάρυγγας
Γκαφάλ’=ανόητος
Γκιζέρ=άσκοπη βόλτα
Γκιζιρνάου=περιφέρομαι άσκοπα
Γκιζνταν’=περιλαίμιο στα ζώα
Γκιούμ’=τσίγκινο δοχείο με δύο χερούλιακαι καπάκι για να πίνουν νερό
Γκιουρντάν’=περιδέραιο στο λαιμό, ιδιαίτερα των αλόγων
Γκουρτζιά=αγριοαχλαδιά
Γκουτζιάμ’=πολύ μεγάλος
Γλέπου=βλέπω
                         Δ
Διακουνιάρ’ς=ζητιάνος
                         Ε
Ένα κι πρώτου=κατ’αρχάς
Έντισμα=μπλέξιμο
Εξάπαντους=χωρίς άλλο
Έρμους=κακόμοιρος
                          Ζ
Ζαβά=στραβά, ανάποδα
Ζαβάνας=στραβός, ανάποδος
Ζαλίκα=ένα φορτίο
Ζάντζα=ιδιοτροπία, χούι
Ζιβγαρουλίβαδο=λιβάδια για την βοσκή ζώων
Ζιόγκους=εξόγκωμα
Ζιούνταβος=ασθενικός
Ζ’λάπ’=πονρός, ζώο
Ζόρμπα=βίαια
Ζούλα=κρυφά
                       Θ
Θαμάζου=θαυμάζω
Θιουτ’κά=προερχόμενα από τον θεό
Θ’κιά=θεία
                        Ι
Ιδώια=εδώ ακριβώς
Ιλιάτσ’=φάρμακο
Ιξόν=εκτός αν, εκτός από
Ιψές=χθές βράδυ

Ιφκί=ευχή

                     Κ

Κάβ’ρας=κάβουρας

Καθόρ’=ραγδαία βροχή

Καλουπίχερα=εύκολα

Καλουπόρια=καλοπέραση

Καλουπουρεύω=περνάω καλά

Κάμαρη=δωμάτιο

Κάνας=κανένας

Καόνια=πεπόνια

Καραμπάσ’κια=άσπρο πρόβατο με μαύρο κεφάλι

Κάργα=πολύ

Καρκάντζαλους-καλικάντζαρος

Κασκαρίκα=φάρσα

Καταή=καταγής

Καταπχιά=γουλιά

Κάτ’κας=κοτέτσι

Κατράν’=πίσσα

Κατρουσιά=μικρή απόσταση

Κατσιά=καθισιά

Κατσιαμάκι=φαγητό από καλαμποκάλευρο

Κήπχια=κήποι

Κινταύρουμα=είδος βρισιάς

Κλαπανάου=τρώω λαίμαργα

Κλειδουνιά=κλειδαριά

Κλουκουτάου=ανακατώνω

Κλουριάζου=σχηματίζω κουλούρα

Κλούτσα=γκλίτσα

Κόγκ’σα=σκόπιμη αντίρρηση

Κόκουτας=κόκορας

Κουκόσια=καρύδι

Κουκουρεύομι=υπερηφανεύομαι

Κουκουτσέλος=κόκορας

Κουλώνου=διστάζω

Κουντά=κοντά

Κουντίτιρα=πλησιέστερα

Κουντουσβόιρας=μικρόσωμος

Κουρκούτας=άνθρωπος χωρίς μυαλό

Κουρκουφέξουλα=ανοησίες


Κουσεύου=τρέχω

Κουσιάνα=κοτσίδα

Κουτάω=τολμώ

Κούτσινος=μικρός

Κούτσ’κους=μικρός

Κουψίδια=κομμάτια κρέατος

Κραπανάου=χτυπάω τα δόντια

Κρατσιανάου=ροκανίζω, σπάζω

Κρένου=μιλάω

Κριμαντζουλιόμι=κρέμομαι

Κρούτα=πρόβατο με κέρατα

Κρυότ’=δροσερός καιρός

 

                       Λ

Λαβίζου=μιλάω διαρκώς

Λαιάζου=υσυχάζω

Λακάου=φεύγω τρέχοντας

Λαλαγγίτα=τηγανίτα

Λάνταβους=γρήγορος στις ενέργειές του,παράφορος

Λαχταρνάου=φοβάμαι

Λέσιου=ψοφίμι

Λέτσιους=βρομερός,ατημέλητος

Λιάκατα=εντόσθια

Λιάκατου=μικρό παιδί 6-10 χρόνων

Λιβακώνου=καίομαι

Λιλί=χρήμα

Λιμασμένους=πεινασμένος

Λιπιτσίνα=πολύ αδύνατος άνθρωπος

Λιφαντουπάν’=αράχνη

Λόγγους=δάσος

Λόρδα=υπερβολική πείνα

Λούρα=βέργα

Λουχνάρια=εξανθήματα

 

                        Μ

Μαγαρίζου=λερώνω

Μαλάτα-γαλάτα=πλήρη, ακέραια

Μανέστρα=κριθαράκι

Μαντάρα=άνω-κάτω

Μασκαρλίκ’=πράξη που προκαλεί το γέλιο

Μασλάτ’=κουβεντολόι

Μαστραπάς=γυάλινη κανάτα

Μάτα=ξανά

Μας’τα=μαζεψέτα

Ματσιαλάου=μασάω

Ματσ’κώνου=χτυπάω

Μέλ’τσα=μέλισσα

Μηλίγγια=κρόταφοι

Μιράδ’=κομμάτι

Μισάλ’=τραπεζομάντηλο

Μιταλαβιά=θεία κοινωνία

Μιτζ’μένους=μεθυσμένος

Μόκου=τσιμουδιά

Μόλ’τσα=σκόρος

Μούγκλαβους=αυτός που δεν καταλαβαίνει

Μουλουγάου=δηιγούμαι

Μουραπάς=διήγηση

Μπάκακας=βάτραχος

Μπάνα=ας

Μπιτίζου=τελειώνω

Μπιλιτζίκια=βραχιόλια

Μπίτ’=τελείως, ντιπ

Μπούζ’=πολύ κρύο

Μπούκα=μήλο προσώπου

Μπουμπουνίζ’=αστράφτει και βροντά

Μπουχαρής=τζάκι

 

                Ν

Νίβου=πλένω

Νιραγώι=αυλάκι

Νόμ’=δός μου

Νουμάζου=αποφασίζω

Νουμάτ’=νομάτοι, άτομα

Νουτίζου=υγραίνομαι

Ντίπ=εντελώς, καθόλου

Ντραγάτ’ς=αγροφύλακας

                Ξ

Ξαγγρίζου=υπενθυμίζω, ερεθίζω

Ξαλλάζου=αλλάζω ρούχα

Ξανάρτα=φαγητά νηστίσιμα

Ξαπουσταίνου=αναπαύομαι

Ξαστουχάου=ξεχνάω

Ξέχουρα=χωριστά

Ξιακρίζου=ξεμοναχιάζω κάποιον

Ξιαστόχαστους=αυτός που ξεχνάει

Ξιβγάνου=καθαρίζω ρούχα, χόρτα

Ξιγιλάου=εξαπατώ, παραπλανώ

Ξιζάρκουτος=ζωηρός, άτακτος

Ξιθ’ληκώνου=βγάζω απ’ τη θηλιά

Ξικακιώνου=ξεθυμώνω

Ξιμισκλίζου=κόβω στη μέση

Ξιμπλέτσουτους=γυμνός

Ξιμπλιτσώνου=γυμνώνομαι

Ξιντένου=βγάζω τα ρούχα

Ξιντένουτους=όχι ζεστά ντυμένος

Ξιπαιάζου=παγώνω

Ξιπίτηδις=σκόπιμα

Ξισκάου=ανακουφίζομαι

Ξιαστουχάου=ξεχνάω

Ξιτσανίζου=βγάζω χούια

Ξιχούχλουτους=πρόχειρος στις σκέψεις και στις ενέργειες

 

                   Ο

Όγκουμα=βάρος στο στομάχι

Όμπυου=πύον

Ούλα=όλα

Ουλούθι=παντού

Ουντίζου=ομοιάζω, ταιριάζω

Ουντικεί=εκεί κοντά

Ουργιά=το μήκος ίσα με το άνοιγμα των χεριών


                 Π

Παγαδιάζου=μαλακώνω

Παγάλια=σιγά

Παγκλίδια=κομμάτια σπασμένου πράγματος

Παίδια=πλευρά

Παίνις=παινέματα

Παλαμίζου=επαλείφω με χώμα ανακατωμένο με βουνιά αγελάδας

Παλάντζα=είδος ζυγαριάς

Παλατζέρνου=κινούμαι προς τα εδώ και προς τα εκεί

Παπαρδέλας=φλύαρος

Παραμάσκ’λα=κάτω από τη μασχάλη

Πασκαλιά=το Πάσχα

Πασταλάκια=φρέσκα φασολάκια

Παταμ’σιά=το ίχνος που αφήνει το πόδι ανθρώπου ή ζώου

Παταριά=το κτύπημα με τις παλάμες στο πρόσωπο

Παταρνάου και παταρίζω=φεύγω μακριά από φόβο

Πατλιτζιάνα=μελιτζάνια

Πάτσ’=ίσα-ίσα

Πιδουκλιά=τρόπος να ρίξει ο ένας καταγής τον άλλο

Πιρόν’=καρφί

Πιρούλια=πιρούνια

Πιρουνιάζω=διεισδύω, διαπερνάω

Πισουκάπλ’α=επάνω στα καπούλιατου αλόγου ,γαιδαριού

Πιστιμάλ’= ποδιά μάλλινη στον αργαλειό

Πλαιάζου=ξαπλώνω,κοιμάμαι

Πλαλάου=τρέχω

Πλέγα=κολύμπι στο ποτάμι

Πλιβραμιά=τα πλευρά από γουρούνι

Πλιθιά=υλικό για χτίσιμο σπιτιού

Πλιμόνια=πνευμόνια

Πλουκάρ’=το σύνολο των μαλλιών από το κούρεμα ενός προβάτου

Πόστα=δριμεία παρατήρηση

Πουδάρια=πόδια

Πούθι=από πού

Πουντιάζω=κρυολογώ

Πουρεύω=έχω τα αναγκαία, περνάω

Πουριά=είσοδος

Πουτσαρίνα=γυναίκα άξια και εργατική

Προυγκάου=διώχνω με φωνές και θόρυβο

Προυκάνου=προλαβαίνω

Προυσάγγουνα=δισέγγονα

Π’τάρια=πρόσφορα

Πχί=το πιόμα

 

                        Ρ

Ρούγα=αυλή του σπιτιού

 

                       Σ

Σαιάς=το λινό πανωφόρι της καραγκούνας

Σάμα=μήπως

Σάματι=μήπως

Σάμπους=μήπως

Σαπού=σε ποιο μέρος

Σαρμανίτσα=κούνια βρεφική από σανίδια

Σβαγγανάου=χτυπώ με δύναμη

Σβόιρας=κοντόσωμος άνθρωπος

Σγκρουβάλ’=χοντρό τεμάχιο από τυρί, χώμα, ζάχαρι ή αλάτι

Σγκρουμπούλ’=μικρό εξόγκωμα στο σώμα

Σγρόθους=γροθιά

Σέια=πράγματα

Σιακεί =προς τα εκεί

Σιαπά’=προς τα επάνω

Σικόρφ’=η εσωτερική στα πλευρά του σώματος τσέπη του σακκακιού

Σιουγκρίζου και σιουγκράου=σπρώχνω κάποιον να κινηθεί, συμβουλεύω

Σιούτους=ζώο, ιδιαίτερα πρόβατο, που δεν έχει κέρατα, άνθρωπος απερίσκεπτος

Σκαμνιά=μουριά

Σκαρίζου=ξυπνώ τα πρόβατα και τα οδηγώ για βοσκή

Σκιαζούρ’ς= αυτός που φοβάται

Σκιρβιλές=άχρηστος

Σκουρδουκαίλα=αδιαφορία για κάτι

Σ’μά=κοντά

Στέρφα=στείρα

Στράνια=ρούχα

Στρέχου=συμφωνώ

Συβάζου=αρραβωνιάζω, αρραβωνιάζομαι

Συβάσματα=αρραβώνες

Συγκαθάου=επιθυμώ

Συνιρίζουμι=δίνω σημασία

 

                        Τ

Τάζου=υπόσχομαι

Τζιαμαλάια=με αχτένιστα μαλλιά

Τζιτζιβές=μπρίκι

Τζιτζίνα=ωμοπλάτη

Τηράου=κοιτάζω

Τιτχιώνου=πειράζω

Τ’μαρεύου=τακτοποιώ

Τουλούμπα=αντλία νερού σε βάθος 6-7 μέτρων περίπου

Τρανεύου=μεγαλώνω σε ηλικία

Τραπέτσ’=πολύ ξυνό

Τραχ’λιά=περιλαίμιο

Τριψάνα=πρόχειρο πρωινό φαγητό με γάλα και ψωμί

Τρόυρα=τριγήρω

Τσάκια=δισάκια μάλλινα

Τσέντζιλα=κουρέλια

Τσιαλιά=ξηρόκλαδα και άχυρα, τα οποία χρησιμοποιούσαν να ανάβουν τη φωτιά

Τσιαμασίρια=διάφορα εργαλεία

Τσιανάκια= οικιακά σκεύη

Τσιαρδάκ’=χώρος σταυλισμού των προβάτων το καλοκαίρι

Τσιάτσιαλα=κομμάτια

Τσιάφ’=πάχνη

Τσιάχαλα=ξυλάκια με άχυρα

Τσιγαρίδις=κομμάτια χοιρινού λίπους με ελάχιστο κρέας

Τσιόνια=πουλιά

Τσιουκανάου=δέρνω, πονάω

Τσιουρλόκουλους=διάρροια

Τσιρέπια=μάλλινες κάλτσες

Τσιρινιάζου=μουδιάζω

Τσιτσέκ’=μικρός, ανώριμος

Τωραϊά=αυτή την ώρα

 

              Φ

Φ’λάου= προστατεύω

Φουκάλ’=σκούπα

Φούσμα=ορμή, δύναμη

Φρουσκ΄λιά=αφροξυλιά(δέντρο)

 

              Χ

Χαζουντάμαρου=άτομο από χαζό νταμάρι

Χαϊάτ’=υπόστεγο του σπιτιού

Χαλεύου=ζητάω

Χαλκιάς=σιδηρουργός

Χάλπια=τέσσερις πάσσαλοι κάρου

Χαμπέρι=είδηση

Χαραμίζου=καταστρέφω

Χινόπουρος=φθινόπωρο

Χιόλια=χέλια

Χλαπανάου=τρώω λαίμαργα και γρήγορα

Χλιάρα=ξύλινη κουτάλα

Χλιάρας=ανόητος, βλάκας

Χούϊ=συνήθεια

Χουσμέτ’=μικροδουλειά, υπηρεσία

Χούχλους=βρασμός


       Ψ

Ψες=χθες βράδυ



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια