Δομικά Στοιχεία Ενός Κτηρίου & Ετυμολογία Ορολογίας

Τα δομικά στοιχεία ενός κτηρίου χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες:
αδιαφανείς επιφάνειες (τοίχοι, δάπεδο, οροφή) και
διαφανείς επιφάνειες (υαλοπίνακες – παράθυρα).


Τι είναι κατοικία

Το σπίτι ή οικία είναι κτήριο που χρησιμοποιείται για τη στέγαση ανθρώπων.
Διαθέτει τοίχους και οροφή ώστε να προστατεύει από βροχή, άνεμο, ζέστη και κρύο.
Στις κατοικίες βρίσκουμε συχνά και ζώα – είτε ως κατοικίδια είτε ως ανεπιθύμητους επισκέπτες.




Ετυμολογία των λέξεων οίκος και σπίτι

Οίκος

οἶκος < ϝοῖκος < Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (PIE) *woyḱos / *wéyḱs
Συγγενείς λέξεις:
– Λατινική vicus «συγκρότημα κατοικιών»,
– Σανσκριτικά विश् (viś), वेश (veśa).

Σπίτι

σπίτι < μεσαιωνική ελληνική σπίτιν < ὁσπίτιν < ὁσπίτιον < λατινική hospitium
Σχετίζεται με το PIE ghos-pot- «επισκέπτης-κύριος».


Δομικά Στοιχεία Ενός Κτηρίου – Ετυμολογίες

Παρακάτω παρουσιάζονται τα σημαντικότερα δομικά στοιχεία και η προέλευση των ονομάτων τους.


Τοίχος

τοίχος < αρχαία ελληνική τοῖχος
Στην καθομιλουμένη: «ντουβάρι» (από τα αραβικά).


Τούβλο

Οικοδομικό υλικό από ψημένο πηλό.
τούβλο < μεσαιωνική ελληνική τοῦβλον < λατινική tubulus (μικρός σωλήνας).
Συνώνυμο: οπτόπλινθος.


Πλάκα

Μεγάλο επίπεδο στοιχείο από πέτρα, μπετόν, ξύλο κ.λπ.
πλάκα < μεσαιωνική ελληνική πλάκα < αρχαία ελληνική πλάξ
Και εν μέρει σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plaque.


Μπετόν

μπετόν < γαλλική béton < λατινική bitumen «άσφαλτος».


Σενάζι

Οριζόντιο δοκάρι από μπετόν μέσα σε τοίχο από τούβλα.
σενάζι < γαλλική chaînage («αλυσιδωτό, συνεχόμενο»).


Πρέκι

Οριζόντιο δοκάρι πάνω από πόρτα ή παράθυρο.
Ίσως συγγενές με βουλγάρικο prek «πάνω από».


Σοβάς

Υλικό επιχρίσματος τοίχων.
σοβάς < τουρκική sıva.
Συνώνυμα: επίχρισμα, κονίαμα, ασβεστοκονίαμα.


Σοβατεπί

Λωρίδα στο κάτω μέρος του τοίχου για προστασία.
σοβατεπί < τουρκική sıvadibi (σώβα + δάπεδο).


Οροφή

οροφή < αρχαία ελληνική ὀροφή < ἐρέφω «στεγάζω».
Στην καθομιλουμένη: «ταβάνι» (τουρκικής προέλευσης).


Δάπεδο

δάπεδο < αρχαία ελληνική δάπεδον < δᾶ (γη) + πέδον.


Παράθυρο

παράθυρο < μεσαιωνική ελληνική παράθυρον, «δίπλα στη θύρα».


Δοκός

δοκός < ρήμα δέκομαι / δέχομαι
PIE ρίζα deḱ- «δέχομαι, παίρνω».


Κολώνα

κολώνα < ιταλική colonna < λατινική columna < PIE kelH- «ανέρχομαι».


Θύρα – Πόρτα

θύρα < PIE dʰwer-.
Συγγενείς λέξεις: αγγλ. door, σανσκριτικά dvār κ.ά.
πόρτα < ιταλική porta < ελλην. πόρος < PIE per- «περνώ».


Σκάλα

σκάλα < λατινική scala < scando < PIE skend- «πηδώ».


Μπαλκόνι

μπαλκόνι < ιταλική balcone.
Συγγενής ρίζα από πρωτογερμανικό balkon- «δοκός».


Κουφώματα

Κουφώματα: στοιχεία που κλείνουν τα ανοίγματα τοίχων (πόρτες, παράθυρα).
Πιθανή προέλευση από λατινικό cuffia «κάλυμμα».


Τζάκι

τζάκι < τουρκική ocak.
Ελληνικές λέξεις: εστία, γωνιά, παραστιά, στια.


Καμινάδα

καμινάδα < βενετική caminada < λατινική caminata < ελληνιστική κάμινος.