Ticker

12/recent/ticker-posts

Από πού πήραν το όνομά τους τα όπλα

 Τι είναι όπλο

Γενικά, ως όπλο χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιείται με σκοπό την πρόκληση βλάβης σε ανθρώπους ή κατασκευές. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επίθεση, άμυνα ή για εκφοβισμό.

Το "όπλον" στην αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν η κυκλική ασπίδα που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, δηλαδή οι στρατιώτες που έρχονταν αντιμέτωποι με τον εχθρό σώμα με σώμα και πεζοί.

ασπίδα του Αχιλλέα


Κατηγορίες όπλων

Εκτός της κατηγοριοποίησης των όπλων σε "επιθετικά" και "αμυντικά", τα όπλα αρχικά διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες στα αγχέμαχα για μάχες σώμα με σώμα και στα εκηβόλα που χτυπουν τον εχθρό από μεγάλη απόσταση. Κάθε μια από αυτές διακρίνονται επιμέρους σε φορητά όπλα και σε βαρέα όπλα. Κάθε μια από αυτή τη δεύτερη υποκατηγορία διακρίνεται επιμέρους σε "απλά ή μηχανικά όπλα", σε χημικά όπλα, σε "σύνθετα όπλα" και σε "πολυσύνθετα όπλα" που συνηθέστερα καλούνται οπλικά συστήματα, στη κατηγορία αυτών υπάγονται και τα λεγόμενα "ηλεκτρονικά όπλα".

Ανάλογα του χώρου χρήσης τους χαρακτηρίζονται "όπλα επιφανείας", που μπορεί να αφορούν επιφάνεια ξηράς ή θάλασσας, λεγόμενα και πεζικά όπλα, ή ναυτικά όπλα στα οποία περιλαμβάνονται και τα "ύφαλα όπλα", όπου η χρήση τους γίνεται υπό την επιφάνεια της θάλασσας, καθώς και τα όπλα αέρος ή "αεροπορικά όπλα".

Ανάλογα του σκοπού για το οποίο προορίζεται η χρήση των φερομένων όπλων αυτά χαρακτηρίζονται γενικά: "κατά προσωπικού", "αντιαρματικά", "αντιαεροπορικά", και "ανθυποβρυχιακά όπλα".

Οι πρώτοι άνθρωποι άρχισαν να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα για την κατοικία τους και την προφύλαξή τους από τα διάφορα ζώα. Στη συνέχεια διάφορα φυσικά αντικείμενα σαν πρόχειρα όπλα, που αργότερα μετέτρεψαν σε πιο αποτελεσματικά με την κατεργασία τους, ενώ παρόμοια συμπεριφορά έχει παρατηρηθεί και στη χρήση φυσικών αντικειμένων από χιμπατζήδες.Τα πρώτα όπλα που εμφανίζονται είναι τα ρόπαλα από κόκαλο ή ξύλο, και τα παλαιότερα χρονολογούνται έως και 300.000 έτη πριν βάσει τεκμηρίων που ανακαλύφθηκαν στη Γερμανία. Ακολουθούν τα δόρατα το τόξο και οι πρώτοι πελέκεις, που στην αρχή ήταν λίθινοι και με την πάροδο του χρόνου αντικαταστάθηκαν από μεταλλικούς.


Είναι γεγονός ότι η χρησιμοποίηση του μετάλλου για την κατασκευή όπλων, ακολούθησε την ανακάλυψη της φωτιάς, που άλλωστε αποτέλεσε κι ένα απ' τα πιο βασικά αμυντικά, αλλά κι επιθετικά όπλα. Με την ανακάλυψη όμως αυτής και τη χρησιμοποίησή της για την επεξεργασία των μεταλλικών όπλων, τα λίθινα όπλα κυρίως από πυριτόλιθο αχρηστεύονται. Η ύπαρξή τους διαπιστώνεται απ' τα άφθονα όπλα του είδους αυτού, που έχουν ανακαλυφτεί στα ερείπια πρωτόγονων οικισμών.

Η ανακάλυψη του σιδήρου απετέλεσε πραγματική επανάσταση στη μέχρι τότε τέχνη του πολέμου. Στην αρχή τα πρώτα μεταλλικά όπλα ήταν από χαλκό που όμως ήταν μαλακός και δεν διατηρούσε κοφτερές άκρες. Έτσι άρχισε να χρησιμοποιείται ο κασσίτερος (2.500 π.Χ.) στη παραγωγή του μπρούντζου. Το μέταλλο αυτό ήταν σκληρότερο, κάλυπτε τις απαιτούμενες ανάγκες και ήταν πολύ πιό εύχρηστο. Σημειώνεται πως η εποχή του χαλκού προηγήθηκε της εποχής του σιδήρου (600 π.Χ.), η δε παραγωγή μπρούτζινων όπλων συνέχισε και μετά την εποχή του σιδήρου. 

Η ανακάλυψη και η χρησιμοποίηση των μετάλλων συντέλεσε επίσης στη δημιουργία δύο ειδών όπλων: των αμυντικών και των επιθετικών. Ο διαχωρισμός αυτός συναντάται σε μεγάλη κλίμακα στους αρχαίους Έλληνες και στους σύγχρονούς τους λαούς. Σαν κύρια επιθετικά όπλα χρησιμοποιούσαν το ξίφος, το δόρυ ή ακόντιο, ενώ η ασπίδα, η περικεφαλαία, ο θώρακας και οι περικνημίδες είχαν αμυντική αποστολή. Την εποχή αυτή γίνεται και η διάκριση των όπλων σε αγχέμαχα, σε όπλα δηλ. που χρησιμοποιούνταν για μάχες σώμα με σώμα, όπως το ξίφος και το ακόντιο και σε εκηβόλα (τηλέμαχα), που είχαν τη δυνατότητα να χτυπήσουν τον αντίπαλο από μακριά (τόξο, σφενδόνη).

Τα όπλα αυτά όμως ήταν ατομικά, δηλ. είχαν περιορισμένες καταστροφικές δυνατότητες. Για την επίτευξη δυσκολότερων σκοπών άρχισαν να εκπαιδεύουν και ζώα (άλογα, καμήλες, ελέφαντες κ.λπ) και να επιχειρούν μ΄ αυτά. Στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν τα δρεπανηφόρα άρματα και τις λεγόμενες πολιορκητικές και πολεμικές μηχανές, όπως οι λιθοβόλοι, οι καταπέλτες, οι χελώνες, οι κριοί κ.ά.

Γενικά οι αρχαίοι Έλληνες διατηρούσαν στρατό από πολίτες που έφεραν ατομικό οπλισμό. Έτσι στην αρχαία Αθήνα οι πιο ευκατάστατοι ήταν και οι περισσότερο οπλισμένοι διατηρώντας και ίππους. Στην αρχαία Σπάρτη αντίθετα όλοι έφεραν τον ίδιο εξοπλισμό με μπρούτζινη περικεφαλαία, κυκλική ασπίδα, και με πιο σύνηθες το δόρυ. Παράλληλα όμως άρχισε να αναπτύσσεται και η οχυρωματική καθώς και η στρατηγική. Η επικράτηση των Ρωμαίων και η πολεμική οργάνωσή τους οφείλει πολλά στους Έλληνες και τους Ετρούσκους που έφθασαν στα εδάφη τους. Οι λεγεωνάριοι ήταν εξοπλισμένοι με κράνος, παραλληλόγραμμη ασπίδα, κοντό σπαθί, μακρύ δόρυ και μεταλλικό θώρακα, χωρίς περικνημίδες. 

Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής γίνεται επίσης χρήση από τους Βυζαντινούς του υγρού πυρός.

Ονοματοδοσία  των όπλων

Τα όπλα πήραν το όνομά τους διαχρονικά από κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό,όπω:

  • το υλικό κατασκευής πχ.δρυς-δόρυ
  • το εργοστάσιο κατασκευής πχ.καριοφίλι-carlo e figli
  • το όνομα του σχεδιαστή πχ.kalasnikof
  • το σχήμα πχ.οβίδα-ωοειδές
  • και άλλα
Ας γνωρίζουμε από πού πήραν το όνομά του τα πιο γνωστά όπλα :

ΔΟΡΥ

Το δόρυ είναι όπλο που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο. Αποτελείται από το στέλεχος, συνήθως ξύλινο, και την αιχμή. Η αιχμή μπορεί να είναι η αιχμηρή άκρη του στελέχους επεξεργασμένη με φωτιά ή από κάποιο πιο ανθεκτικό υλικό, όπως πυρόλιθο, οψιδιανό, κόκκαλο, σίδηρο, ατσάλι ή μπρούντζο τοποθετημένο πάνω στο στέλεχος.
 Ο κοινότερος σχεδιασμός των κυνηγητικών και πολεμικών δοράτων περιλαμβάνει αιχμή σε τριγωνικό, ρομβοειδές ή φυλλοειδές σχήμα .
Ετυμολογικά προέρχεται από το δρυς ,δηλαδή το δένδρο από το οποίο φτιάχνονταν.Από την ίδια ρίζα προέρχεται και το Δωριείς δηλαδή αυτοί που φέρουν δόρυ.

ΑΚΟΝΤΙΟ

Το ακόντιο είναι ελαφρύ δόρυ που σχεδιάστηκε κυρίως για ρίψεις, ιστορικά ως όπλο, αλλά σήμερα κυρίως στον αθλητισμό (ακοντισμός). Το ακόντιο ρίχνεται σχεδόν πάντα με το χέρι, σε αντίθεση με τη σφεντόνα, το τόξο και τη βαλλίστρα, που εκτοξεύουν βλήματα με τη βοήθεια ενός μηχανισμού χειρός. Ωστόσο, υπάρχουν συσκευές που βοηθούν τον ακοντιστή στην επίτευξη μεγαλύτερης απόστασης, που ονομάζονται εκτοξευτές ακοντίων.
Η λέξη ανάγεται στη ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός», από όπου προέρχεται η κύρια σημ. της λ. («κάθε αιχμηρό αντικείμενο»)

ΣΑΡΙΣΑ

Η σάρισα ήταν αρχαίο όπλο, ένα δόρυ μεγάλου μήκους, το βασικό επιθετικό όπλο της μακεδονικής φάλαγγας.

Η σάρισα ήταν κατασκευασμένη από σκληρό ξύλο κρανιάς, δέντρο που αφθονεί στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας. Η κρανιά φτάνει σε μεγάλο ύψος με ευθύ κορμό, παρέχοντας έτσι δόρατα με μεγάλο μήκος, σχετικά ελαφρά, με σκληρότητα και αντοχή.

Χαρακτηριστικό της σάρισας, το οποίο κυρίως διαφοροποιούσε τη μακεδονική από τις οπλιτικές φάλαγγες, ήταν το μήκος της. Αρχικά περίπου 4,5 μέτρα, έφτασε τον 2ο π.Χ. αιώνα τα 6,50 μέτρα. Είχε σιδερένια αιχμή και σαυρωτήρα στο αντίθετο άκρο, ως αντίβαρο και για να καρφώνεται στο έδαφος. Ο φαλαγγίτης τη χειριζόταν με τα δύο χέρια.

Η λέξη είναι άγνωστης ετυμολογίας και  μπορεί να  αποτελεί κατάλοιπο ιδιωματισμού της μακεδονικής διαλέκτου  για το αριθμό τέσσερα  ,που ήταν το μήκος της. Μπορεί επίσης να είναι λεξιδάνειο από τους γειτονικούς λαούς ,ίσως από τους Μήδους-Πέρσες ,όπου το τέσσερα προφέρετα  cari  Σάρισες ονομάζονταν τα μακεδονικά δόρατα και προ του Φιλίππου, αυτός όμως είναι που επινόησε την αύξηση του μήκους τους και ως εκ τούτου δημιούργησε τη μακεδονική φάλαγγα.



ΞΙΦΟΣ

Το ξίφος ή στην καθομιλουμένη σπαθί είναι ένα μακρύ, αιχμηρό κομμάτι μέταλλο, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς πολιτισμούς σε όλο τον κόσμο, κυρίως ως όπλο τεμαχισμού ή ώσης. Ένα ξίφος αποτελείται κυρίως από μια λεπίδα και μια χειρολαβή, συνήθως με μία ή δύο κόψεις για χτύπημα ή τεμαχισμό, καθώς και μία αιχμή για ώση. Η βασική πρόθεση και φύση της τέχνης της ξιφοποιίας έχουν παραμείνει αρκετά σταθερές μέσω των αιώνων, ενώ οι ουσιαστικές τεχνικές διαφέρουν μεταξύ των πολιτισμών και των περιόδων, έχοντας ως συνέπεια τις διάφορες σε σχεδιασμό και σκοπό λεπίδες. Σε αντίθεση με το τόξο ή το δόρυ, το ξίφος είναι καθαρά στρατιωτικό όπλο και γι’ αυτό έχει καταστεί ως σύμβολο του πολέμου ή της κρατικής εξουσίας σε πολλούς πολιτισμούς. Υπάρχουν πολλά ονομαστά ξίφη στη μυθολογία, τη λογοτεχνία και την ιστορία, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη μεγάλη αίγλη του συγκεκριμένου όπλο.

ΣΠΑΘΑ-ΣΠΑΘΗ-ΣΠΑΘΙ

Σπάθα (spathae) ονομάζονταν ένα σπαθί με ευθύγραμμη λάμα μεγάλου μήκους που είχε δύο κόψεις. Χρησιμοποιήθηκε από τον 3ο αιώνα έως τον 12ο αιώνα.
Το έτος 100 μ.Χ. ο Ρωμαίος συγγραφέας Τάκιτος περιέγραψε το όπλο και το ονόμασε Spatha. Ήταν όπλο του ιππικού των γερμανικών φύλων. Η λέξη προέρχεται από τα ελληνικά. Σπάθη ονομάζονταν κάθε φαρδιά λάμα, φτιαγμένη από ξύλο ή μέταλλο.[1] Επίσης πιθανή είναι η προέλευση της λέξης από την σπάθα, το δωρικό σπαθί. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν μια παρόμοια λέξη (σπαθί) εννοώντας ένα μακρύ εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι φαρμακοποιοί. Ο όρος αυτός υπάρχει μέχρι σήμερα, στη φαρμακευτική και στη χημεία ως spatel, ή σπάτουλα, και στην καθημερινή γλώσσα ως σπαθί στα ελληνικά, espada στα ισπανικά, spada στα ιταλικά, épée στα γαλλικά κ.α
σπάθη < αρχαία ελληνική σπάθη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sph₂-dʰ-

ΑΣΠΙΔΑ

Η ασπίδα είναι το αρχαιότερο αμυντικό όπλο. Η μορφή της καθώς και η κατασκευή της ήταν διαφορετική από τόπο σε τόπο και από χρόνο σε χρόνο. Έτσι έχουμε ξύλινες, σιδερένιες, δερμάτινες, ορειχάλκινες και ακόμη ορθογώνιες, στρογγυλές, τριγωνικές κ.ά.

ασπίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσπίς από την αιτιατική «τὴν ἀσπίδα»
για την προστατευτική κατασκευή < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bouclier
για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική shiled


ΤΟΞΟ

Το τόξο είναι αρχαίο όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται και απελευθερώνεται απότομα την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον στόχο. Η δυναμική ενέργεια από το τέντωμα της χορδής μεταβιβάζεται κατά τη σύντομη απελευθέρωση της χορδής στο βέλος. Το τόξο κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο καρυδιάς, φτελιάς ή μπαμπού, αλλά και από μέταλλο ή κέρατο (σύνθετο τόξο). Το μήκος του είναι 1 - 2,60 μέτρα, ανάλογα με τους λαούς, την εποχή και τη χρήση του. Το κυνηγετικό τόξο ξεπερνούσε συνήθως τα 2 μέτρα, ενώ το πολεμικό είχε μήκος περίπου 1,70 μέτρα. Η βολή μπορεί να ξεπεράσει τα 200 μέτρα σε απόσταση, με μέγιστο τα 650.

Αν εξαιρέσουμε το ακόντιο, το τόξο είναι το αρχαιότερο όπλο και χρονολογείται από την προϊστορική εποχή. Στην αρχαιότητα ήταν πολύ διαδεδομένο ως πολεμικό όπλο, κυρίως στους ανατολικούς λαούς, σε πολλούς από τους οποίους ήταν κύριο όπλο, ενώ οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πιο πολύ δόρατα (με εξαίρεση τους Κρήτες) και οι Ρωμαίοι πιο πολύ τα ακόντια και τα ξίφη, αφήνοντας τους τοξότες συνήθως σε βοηθητικό ρόλο. Ενδείξεις για την χρήση τό
ξου ως πολεμικού όπλου στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο έχουμε ήδη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Μινωίτες και Μυκηναίοι χρησιμοποιούσαν σύνθετα τόξα σε εκτεταμένη βάση.

Ετυμολογικά  το τόξο< αρχ. τόξον [ήδη ομηρικό] (γνωστό στη Μυκηναϊκή, όπως προκύπτει από το παράγωγο to-ko-so-ta: τοξότης), πιθ. δάνειο από την αρχ. Περσική, καθώς οι Πέρσες και κυρίως οι Σκύθες ήταν ονομαστοί τοξότες. Σε αυτό συντείνουν επίσης τα σκυθικά ονόματα Τόξαρις, Τάξακις, Ταξίλας, καθώς και το σπάνιο μτγν. περσ. taχš «τόξο». Η λ. τόξον αντικατέστησε πολύ νωρίς το αρχαϊκό συνώνυμο βιός (ὁ), που απαντά κυρίως στον Όμηρο.
 

ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ

καταπέλτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταπέλτης, άλλη γραφή του καταπάλτης < → δείτε  κατά + πάλλω (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂-δονώ ένα αντικειμενο ή δονούμαι εγώ, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο

ΚΑΝΟΝΙ

Ετυμολογείται από το ιταλικό cannone ή το βενετικό canon, που προέρχονται από το λατινικό canna και ανάγονται στο ελληνικό κάννη (= καλάμι). Η λέξη πρέπει να γράφεται με ένα ν γιατί ακολουθείται η αρχή της απλογράφησης που ισχύει για τα άμεσα δάνεια της ελληνικής. Η χρήση δείχνει ότι η απλή γραφή είναι ουσιαστικά η μοναδική.

ΤΟΥΦΕΚΙ-ΤΥΦΕΚΙΟΝ

Το τουφέκι, τυφέκιο ή ντουφέκι είναι ελαφρύ πυροβόλο όπλο, του οποίου η κάννη φέρει ελικοειδείς αύλακες. Οι αύλακες προκαλούν περιστροφή του βλήματος στον άξονα που κατευθύνεται το βλήμα, δίνοντάς του γυροσκοπική σταθερότητά με αποτέλεσμα να μην ταλαντεύεται στον αέρα. Αυτό επιτρέπει τη χρήση αεροδυναμικών σφαιρών (σε αντίθεση με τις σφαιρικές σφαίρες που χρησιμοποιούν τα μουσκέτα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ακρίβεια και το βεληνεκές της βολής. Τα τουφέκια χρησιμοποιούνται σε πολέμους, στο κυνήγι και σε αθλήματα σκοποβολής.

τουφέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tüfek < περσική تفنگ (tufak),ίσως να έχει σχέση με το περσικό تف που δηλώνει κάτι επιμήκες


ΠΙΣΤΟΛΙ

Το πιστόλι είναι όπλο χειρός στο οποίο η θαλάμη είναι ενσωματωμένη στην κάννη, σε αντίθεση με το περίστροφο, όπου η θαλάμη βρίσκεται ξεχωριστά από την κάννη, σε έναν περιστρεφόμενο κύλινδρο.

Η προέλευση του πιστολιού είναι αβέβαιη, αλλά προήλθε από τα ελαφρά κανόνια που κατασκευάζονταν στα τέλη του Μεσαίωνα και εξελίχθηκαν στα πιστόλια και στα μουσκέτα. Τα πιστόλια άρχισαν να κατασκευάζονται τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη. Στα αγγλικά, η λέξη πιστόλι εμφανίστηκε περίπου το 1570 από τη γαλλική λέξη πιστολέ (pistolet), της οποίας η ετυμολογία παραμένει ασαφής. Μπορεί να προέρχεται από τη τσεχική λέξη píšťala, ενός ελαφριού κανονιού που χρησιμοποιήθηκε στους πολέμους των Χουσιτών το 1420, ή από την ιταλική λέξη pistolese, ένα τύπο μαχαιριού ή ξίφους, το οποίο παραγόταν στην ιταλική πόλη Πιστόια


ΜΥΔΡΑΛΙΟΒΟΛΛΟ


Μυδραλιοβόλο είναι ένα είδος πυροβόλου όπλου και συγκεκριμένα ένα είδος οπλοπολυβόλου του στρατού.

Έχει χαρακτηριστική βάση συνήθως με τρίποδα και είναι αυτόματο που σημαίνει ότι μπορεί να ρίχνει συνεχόμενα.


Πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό πολυβόλο, με πολύ μεγάλο βεληνεκές που χρησιμοποιείται μέχρι και για την κατάρριψη ελικοπτέρων ή άλλων αντικειμένων που πετούν σε χαμηλό σχετικά ύψος.

Ετυμολογικά η λέξη μυδραλιοβόλο βγαίνει από τις λέξεις μυδράλιο και βάλλω, δηλαδή αυτό που πετάει ή εκτοξεύει μυδράλια.

Το μυδράλιο είναι ένα είδος βλήματος πολυβόλου που με τη σειρά του βγαίνει από τη λέξη μύδρος.

Η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά είτε για κάποιον που ο λόγος του είναι χειμαρρώδης και καταιγιστικός σαν να πυροβολεί, είτε γενικά για κάποιον με έντονη προσωπικότητα.
μυδράλιο < (καθαρεύουσα), αρχικά ως πρώτο συνθετικό μυδραλιο-, μυδράλ(λ)ιον, λόγιο δάνειο από τη γαλλική mitraille[ < παλαιά γαλλικά mite (ορειχάλκινο νόμισμα, 18ος αιώνας: βλήμα κανονιού) με παρετυμολογική επίδραση της λέξης μύδρος)

ΠΥΡΑΥΛΟΣ


Ο πύραυλος (ή ρουκέτα) είναι βλήμα, που προωθείται εκτοξεύοντας αέρια που προέρχονται από καύση στερεών ή υγρών καυσίμων. Η λειτουργία του στηρίζεται στη θεωρία του Νεύτωνα περί δράσης και αντίδρασης, με βάση και την αρχή διατήρησης της ορμής. Η ταχύτητα τού πυραύλου καθορίζεται από το μέγεθός του και την ταχύτητα με την οποία εξέρχονται τα αέρια. Η καύση γίνεται με τη βοήθεια του οξυγόνου, που εναποθηκεύεται σε υγρή μορφή μέσα στον πύραυλο, και άλλων ουσιών που δρουν σαν οξειδωτές.
Το ελληνικό όνομά του, πήρε ο πύραυλος από το πυρ (φωτιά) και το αυλός (φλογέρα) λόγω του σχήματός του και του τρόπου πρόωσης που συνοδεύεται από φλόγα

ΤΟΡΠΙΛΗ


Οι τορπίλες αποτελούν αυτοπροωθούμενα υποθαλάσσια όπλα που βάλλονται από πλοία επιφανείας, υποβρύχια και ιπτάμενα μέσα, εναντίον πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων. Μαζί με τις νάρκες θαλάσσης και τις βόμβες βυθού χαρακτηρίζονται ύφαλα όπλα.
Ως αεροτορπίλες αναφέρονταν παλαιότερα οι τορπίλες που ρίπτονταν από αεροπλάνα, ή ελικόπτερα.
Οι πρώτες προσπάθειες κατασκευής ενός τέτοιου υποβρύχιου όπλου ανάγονται στον 17ο αιώνα υπό τον Ντρέμπελ (Drebbel) το 1625 όπου και εξακολούθησαν κατά τους μεταγενέστρους χρόνους, λαμβάνοντας πειραματικά διάφορες ονομασίες, άλλοτε εκτοξευόμενες ή ρυμουλκούμενες προς το στόχο και άλλοτε βαλλόμενες από εγκαταστάσεις ξηράς. Υπό τη γενικότερη έννοια ως τορπίλη χαρακτηρίστηκε και το πυρπολικό που ανέδειξαν αρχικά οι Άγγλοι εναντίον των Ισπανών και αργότερα οι Έλληνες στον απελευθερωτικό τους αγώνα το 1821.
τορπίλη < (άμεσο δάνειο) γαλλική torpille < αγγλική torpedo < λατινική torpedo < torpeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ster (σκληρός, δύσκαμπτος)
ΜΑΧΑΤΜΑ ΓΚΑΝΤΙ



ΡΟΥΚΕΤΑ

Ο πύραυλος (ή ρουκέτα) είναι βλήμα, που προωθείται εκτοξεύοντας αέρια που προέρχονται από καύση στερεών ή υγρών καυσίμων. Η λειτουργία του στηρίζεται στη θεωρία του Νεύτωνα περί δράσης και αντίδρασης, με βάση και την αρχή διατήρησης της ορμής
ρουκέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική rocheta με τροπή [o] > [u] λόγω της παρουσίας του [κ] υποκοριστικό του rocca (ηλακάτη, ρόκα). Δείτε και την ιταλική rocchetta.

ΒΟΜΒΑ

Ως βόμβα χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε βλήμα που φέρει εντός κοιλότητας εκρηκτικό υλικό ή εμπρηστικό υλικό ή άλλο χημικό και κατάλληλο μηχανισμό πυροδότησης. Το σχήμα, το μέγεθος και η κατασκευή των διαφόρων βομβών ποικίλλουν ανάλογα με τον προορισμό τους και του μέσου μεταφοράς.

Γενικά, οι βόμβες αποτελούνται από το κυρίως σώμα που είναι κοίλο στο εσωτερικό και περιέχει την εκρηκτική γόμωση, από τα συστήματα όπλισης και ανάφλεξης και από τα πτερύγια, που τη βοηθούν να ακολουθεί σταθερή κατεύθυνση και βρίσκονται στο πίσω μέρος της.
Ετυμολογία 
βόμβα < μπόμπα < ιταλική bomba < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο) < ηχομιμητική λέξη

ΝΑΡΚΗ


Η νάρκη είναι ειδικό εκρηκτικό μηχάνημα (συσκευή) με εγκιβωτισμένη εκρηκτική ύλη, που χρησιμοποιείται ως αμυντικό ή επιθετικό όπλο προκειμένου να σκοτώσει ή να τραυματίσει προσωπικό του εχθρού (νάρκες κατά προσωπικού) ή να επιφέρει καταστροφή ή ακινητοποίηση σε εχθρικά οχήματα και άρματα (αντιαρματικές) ή σε πλοία (νάρκες θαλάσσης) και που είναι δυνατό να εκραγεί μετά από ενέργειες του θύματος ή με τη διέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος ή με ελεγχόμενα μέσα. Οι νάρκες διακρίνονται κυρίως ανάλογα α) του χώρου που προορίζονται σε νάρκες ξηράς και νάρκες θαλάσσης β) του τρόπου ενεργοποίησής τους και γ) του σκοπού χρήσης τους σε αμυντικές ή επιθετικές.
νάρκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νάρκη (μούδιασμα)


Για το τέλος  ένα απόφθεγμα του Μαχάτμα Γκάντι  

«Δεν υπάρχει δρόμος για την Ειρήνη. Η Ειρήνη είναι ο δρόμος!» 




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια