Ticker

3/recent/ticker-posts

Από πού πήραν το όνομά τους τα μέρη του αυτοκινήτου

 Τι είναι αυτοκίνητο

Το αυτοκίνητο είναι τροχοφόρο επιβατικό όχημα με ενσωματωμένο κινητήρα που χρησιμοποιείται για μεταφορές. Σύμφωνα με τους συνηθέστερους ορισμούς, τα αυτοκίνητα σχεδιάζονται ώστε να κινούνται (ως επί το πλείστον) στους αυτοκινητόδρομους, να έχουν καθίσματα για δύο ως πέντε άτομα (αν και κάποια μεγάλα SUV έχουν 3 σειρές καθισμάτων και χωρητικότητα για 7 άτομα ή σπανιότερα ακόμα και για 8 άτομα), έχουν συνήθως τέσσερις τροχούς και κατασκευάζονται κυρίως για τη μεταφορά ανθρώπων, αλλά και μερικές φορές για τη μεταφορά διαφόρων πραγμάτων.

 Ετυμολογικά το αυτοκίνητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αὐτοκίνητος (που κινείται μόνος του), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική automobile

Τα αυτοκίνητα τέθηκαν σε παγκόσμια χρήση κατά τον 20ό αιώνα και οι αναπτυγμένες οικονομίες εξαρτώνται από αυτά. Το έτος 1886 θεωρείται το έτος γέννησης του σύγχρονου αυτοκινήτου, όταν ο Γερμανός εφευρέτης Καρλ Μπεντς κατοχυρώνει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του Benz Patent-Motorwagen. Τα αυτοκίνητα έγιναν ευρέως διαθέσιμα στις αρχές του 20ού αιώνα. Ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα ήταν το Model T του 1908 - 1927, ένα αμερικανικό αυτοκίνητο που κατασκευάστηκε από τη Ford Motor Company και καθιέρωσε για πρώτη φορά στην ιστορία της παγκόσμιας αυτοκίνησης την έννοια μαζική παραγωγή. Τα αυτοκίνητα υιοθετήθηκαν γρήγορα στις ΗΠΑ, όπου αντικατέστησαν τις ζωήλατες άμαξες και τα κάρα, αλλά χρειάστηκε πολύ περισσότερο για να γίνουν αποδεκτά στη Δυτική Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Με την ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας ,άρχισαν να δημιουργούνται λέξεις για τα διάφορα μέρη και εξαρτήματα του αυτοκινήτου.Αυτές οι νέες λέξεις άρχισαν να μεταφέρονται στις γλώσσες του κόσμου και να χρησιμοποιούνται αυτούσιες ,από τους χρήστες του αυτοκινήτου.
Ας γνωρίσουμε  τα βασικά μέρη μέσα από ξενικές ορολογίες που χρησιμοποιούνται καθημερινά:


ΜΟΤΕΡ

Είναι ο κινητήρας του αυτοκινήτου,ο οποίος τοποθετείται κυρίως μπροστά αλλά σε μερικά αυτοκίνητα τοποθετείται στη μέση ή και πίσω
Η λέξη προέρχεται από τη γαλλική moteur που σημαίνει αυτός που κινείται 
ΤΙΜΟΝΙ
τιμόνι < (κληρονομημένομεσαιωνική ελληνική τιμόνι(ν) ("τιμόνι πλοίου") < βενετική timon (οιακοστρόφιο πλοίουπηδάλιο αεροσκάφους) < δημώδης λατινική timonemαιτιατική του timo < λατινική temo

ΡΟΔΕΣ-ΤΡΟΧΟΙ
Η ρόδα είναι λατινικής ετυμολογίας. Προέρχεται από το βενετσιάνικο roda, που κι αυτό με τη σειρά του ανάγεται στο λατινικό rota, τον ελληνικό τροχό.

ΣΙΝΕΜΠΛΟΚ

Τα silent block/σάιλεντ μπλοκ/σινεμπλόκ ή συνεμπλόκ (και με τις τέσσερις ονομασίες τα βρίσκει κανείς) βρίσκονται στη σκιά των αμορτισέρ, ελατηρίων, ψαλιδιών και γονάτων της ανάρτησης. Αποτελούνται από δυο μικρά κυλινδράκια, το ένα μέσα στο άλλο, με το κενό μεταξύ των να γεμίζει με ελαστικό υλικό. Συνήθως πρόκειται για απλό λάστιχο, βουτάνιο, NBR ή πολυουρεθάνη, στις ακριβότερες προτάσεις. Αναλόγως αυτοκινήτου και προσανατολισμού, μπορεί να υπάρχουν και μεταλλικές ενισχύσεις στο εσωτερικό ώστε να αυξάνουν την ακαμψία της κατασκευής.

ΝΤΕΜΠΡΑΓΙΑΖ-ΣΥΜΠΛΕΚΤΗΣ
Συμπλέκτης ( παλαιότερη ονομασία "ντεμπραγιάζ", η "μπραγιάζι" ) είναι ο μηχανισμός του συστήµατος µετάδοσης κίνησης και βρίσκεται αμέσως μετά τον κινητήρα, δηλαδή μεσολαβεί μεταξύ σφονδύλου και κιβωτίου ταχυτήτων. Σκοπός του είναι να συνδέει και να αποσυνδέει τον στροφαλοφόρο άξονα (μέσω του σφονδύλου) και τον πρωτεύοντα άξονα του κιβωτίου ταχυτήτων. Ο συµπλέκτης του αυτοκίνητου χρησιµεύει για τη µετάδοση της ροπής στρέψεως του κινητήρα στο σύστηµα µετάδοσης της κίνησης και για την προσωρινή αποσύνδέση του κινητήρα και οµαλή εκκίνηση
ντεμπραγιάζ < (λόγιο δάνειογαλλική débrayage

ΛΕΒΙΕΣ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ
λεβιέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική levier, που σημαίνει ανεβάζω.Προέρχεται από ιταλικό levare

ΠΑΡΜΠΡΙΖ

Το παρμπρίζ (γαλλικά: pare-brise‎  για τον αέρα) ή ανεμοθώρακας ενός αεροπλάνου, αυτοκινήτου, λεωφορείου, φορτηγού ή τρένου είναι το εμπρόσθιο κρύσταλλο. Τα παρμπρίζ νέας τεχνολογίας είναι κατασκευασμένα από αντικολλητικό κρύσταλλο ασφαλείας, το οποίο αποτελείται από δύο καμπυλωτά φύλλα γυαλιού με ένα διάφανο πλαστικό στρώμα ανάμεσα, και τοποθετούνται πάνω στο πλαίσιο του οχήματος κολλητά - συνήθως χρησιμοποιώντας υλικά από μείγμα πολυουρεθάνης και σιλικόνης. Οι ανεμοθώρακες νέας γενιάς συμβάλλουν στην συνολική ακαμψία ενός οχήματος.


ΠΟΡΤΕΣ

πόρτα < (κληρονομημένοελληνιστική κοινή πόρτα < λατινική porta (πύλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ =δια + περνώ) από την ίδια ρίζα έζουμε  και τον πείρο για την καρότσα

ΠΕΝΤΑΛ

πεντάλ < (λόγιο δάνειογαλλική pédal (θηλυκό) < ιταλική pedale < ουδέτερο του λατινική pedalis < pēs, pedis (πόδι, ποδιού) είναι  το ποδόπληκτρο με το οποίο χειρίζεται ο οδηγός το γκάζι,τα φρένα  και το συμπλέκτη

ΓΚΑΖΙ

Η λέξη "γκάζι" προέρχεται εκ της αρχαίας ελληνικής λέξης "χάος και μεταφέρθηκε στα αγγλικά και από εκει  με την εφεύρεση του αυτοκινήτου γύρισε στα πατρώα εδάφη

ΦΡΕΝΟ


< (άμεσο δάνειοιταλική freno < frenare < λατινική frenareαπαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος freno < frenum (χαλινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰer- (κρατώυποστηρίζω)

ΚΡΕΜΑΓΙΕΡΑ

Κρεμαγιέρα αυτοκινήτου είναι το σύστηματα υποβοήθησης του τιμονιού. Το τιμόνι είναι ένας μηχανισμός που βοηθά τον οδηγό ενός αυτοκινήτου για να διευθύνει το όχημα. Τα περισσότερα αυτοκίνητα, βασίζονται σε ένα υδραυλικό σύστημα για να βοηθήσουν τη μετατροπή κίνησης στους τροχούς του οχήματος. Είναι ένα τυποποιημένο χαρακτηριστικό σχεδόν σε κάθε σύγχρονο αυτοκίνητο ή μικρό φορτηγό.
κρεμαγιέρα < γαλλική crémaillère ,στα γαλλικά σημαίνει για την ακρίβεια  στην οδοντωτή βέργα που υπήρχε στα παλιά συστήματα διεύθυνσης αλλά και στις γκαραζόπορτες.

ΚΑΡΜΠΥΡΑΤΕΡ

Ο εξαερωτήρας (carburetor, ή carburettor, ή carburetter ή carbie για μικρό χρονικό διάστημα κυρίως στην Αυστραλία), και στην Ελλάδα περισσότερο γνωστός με τη γαλλική ονομασία καρμπυρατέρ, είναι ένα σημαντικό παρελκόμενο εξάρτημα της μηχανής εσωτερικής καύσης με βενζίνη. 
Ο εξαερωτήρας λειτουργεί με την αρχή Βernoulli: όσο γρηγορότερα κινείται ο αέρας, τόσο πέφτει η πίεσή του. Ο σύνδεσμος ρυθμιστικής βαλβίδας (επιταχυντής) δεν ελέγχει άμεσα τη ροή του υγρού καυσίμου. Άντ’ αυτού, ωθεί τους μηχανισμούς των εξαερωτήρων που μετρούν τον απορροφώμενο στη μηχανή αέρα. Η ταχύτητα αυτής της ροής, και επομένως η πίεσή της, καθορίζει το ποσό καυσίμων που εγχύεται στο ρεύμα αέρος.
καρμπιρατέρ < γαλλική carburateur < carburer + -ateur < carbure < carbone + -ure < γαλλική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ker- (καίω)

ΝΤΙΣΤΡΙΜΠΙΤΕΡ

Ο διανομέας, όπως λέγεται ελληνιστί, είναι μια συσκευή που αποτελείται από ένα ράουλο και ένα ειδικά διαμορφωμένο κάλυμμα (καπάκι), πάνω στο οποίο τοποθετούνται τα καλώδια των μπουζί, οι επαφές και το καλώδιο υψηλής τάσης, το οποίο μεταφέρει το ρεύμα από τον πολλαπλασιαστή. Το ράουλο βρίσκεται σε μόνιμη περιστροφή. Έτσι, όταν κλείσουν οι πλατίνες και το ρεύμα υψηλής τάσης διοχετευθεί στο δευτερεύον κύκλωμα, ο διανομέας έχει ρυθμιστεί έτσι ώστε να βρίσκεται στην κατάλληλη επαφή με αποτέλεσμα το ρεύμα να περάσει στο σωστό μπουζί και να δημιουργηθεί σπινθήρας
ντιστριμπιτέρ < (άμεσο δάνειογαλλική distributeur ,αυτός που διανέμει ,που μοιράζει

ΜΠΑΤΑΡΙΑ

 μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτεί με ηλεκτρισμό μηχανές ή συσκευές, ο ηλεκτρικός συσσωρευτής-ηλεκτρική συστοιχία
μπαταρία < ιταλική batteria < γαλλική batterie (συστοιχία κανονιών) < λατινική battuere < battuo (χτυπώ),στη περίπτωση μας συστοιχία από ηλεκτρικές στήλες


ΠΟΡΤ ΜΠΑΓΚΑΖ

Το μέρος του αυτοκινήτου που τοποθετούνται οι αποσκευές-δέματα
πορτμπαγκάζ < (λόγιο δάνειογαλλική porte-bagages < porter + bagage
μπαγκάζια < (άμεσο δάνειοβενετική bagagia < γαλλική bagage < παλαιά γαλλική bagues (πακέτα) < μέση αγγλική bagge < αρχαία σκανδιναβική baggi

ΣΙΛΑΝΣΙΕ ΕΞΑΤΜΙΣΗΣ


Κάθε μηχανοκίνητο όχημα που διαθέτει μηχανή εσωτερικής καύσεως, προκαλεί κύματα πίεσης κατά την εκρηκτική καύση, στις συγκεκριμένες περιοχές, και παράγει αέρια από αυτή την καύση του μείγματος καυσίμου-αέρα, ενώ τα αέρια αυτά ωθούνται στο περιβάλλον από την εξάτμιση. Το σύστημα της εξάτμισης δεν είναι υπεύθυνο μόνο για την απομάκρυνση των καυσαερίων από το εσωτερικό, αλλά και για τη μείωση την αντίδρασης των κυμάτων πίεσης.

σιγαστήρας < (διαχρονικό δάνειοκαθαρεύουσα σιγαστήρ < αρχαία ελληνική σιγάζω, σιγασ- + -τήρ > -τήρας από την αιτιατική ενικού «τὸν σιγαστῆρα»· μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική silencieux (→ δείτε και σιλανσιέ) ή από την αγγλική silencer

ΦΛΑΣ
  1. φώτα δείκτη κατεύθυνσης, αλλά και το καθένα από τα φώτα οχήματος που αναβοσβήνει με συγκεκριμένη συχνότητα για να προειδοποιήσει τους άλλους ότι το όχημα θα στρίψει αριστερά ή δεξιά
φλας < flash < flashen (μάλλον ηχομιμητικό)

ΡΟΥΛΕΜΑΝ
εξάρτημα των μηχανών για τη στήριξη περιστρεφόμενου άξονα ενός αντικειμένου (π.χ. στηρίζει τον άξονα ενός τροχού) και την ελάττωση της τριβής, το οποίο αποτελείται από δύο ομόκεντρους μεταλλικούς δακτύλιους με κυλιόμενες σφαίρες ή κυλίνδρους στο ενδιάμεσό τους διάστημα
ρουλεμάν < γαλλική roulement,ρολλάρω  ,γυρίζω από την ίδια ρίζα με τη ρόδα

ΣΑΣΙ-ΠΛΑΙΣΙΟ
  • το μέρος ενός οχήματος που σηκώνει το αμάξωμα, τον κινητήρα, τις ρόδες, ο σκελετός του οχήματος
σασί < (άμεσο δάνειο από τα γαλλικά châssis "πλαίσιο", Παλαιά γαλλικά chassiz (13c.) "πλαίσιο, " από chasse "θήκη, κουτί, κόγχη ματιών, κέλυφος σαλιγκαριού, σκηνικό (κόσμημα)" από το λατινικό capsa "κουτί, 

ΚΑΠΩ ΜΗΧΑΝΗΣ

Το μεταλλικό κάλυμμα του αμαξώματος που καλύπτει το χώρο όπου είναι τοποθετημένη η μηχανή του αυτοκινήτου
καπό < (λόγιο δάνειογαλλική capot, διεθνής όρος,από τα ιταλικά cappa  δηλαδά κάλλυμα

ΜΠΟΥΖΙ
Εξάρτημα των μηχανών εσωτερικής καύσης που παράγει το σπινθήρα, ώστε να γίνει η ανάφλεξη του καυσίμου μέσα στον κύλινδρο
μπουζί < (άμεσο δάνειογαλλική bougie ,αναπτήρας,από  Bugia, Αλγερία, (αραβικά Bijiyah), μια πόλη με μακροχρόνιο εμπόριο κεριών

ABS

ANTI BLOCK SYSTEM  σύστημα αντιμπλοκαρίσματος των φρένων


ΚΑΡΤΕΡ ΛΑΔΙΟΥ
  1. προστατευτικό περίβλημα μηχανής εσωτερικής καύσης
  2. (συνεκδοχικά) δοχείο λαδιού λίπανσης ενός κινητήρα
κάρτερ < από το όνομα του εφευρέτη του J. Harrison Carter

ΦΛΑΝΤΖΑ

  • οποιοδήποτε υλικό (πχ. φελλός, χαλκός, περμανίτης, λάστιχο) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανάμεσα σε δύο επιφάνειες ώστε να εξασφαλίζει την στεγανότητα και να αποτρέπει τη διαρροή.
φλάντζα < αγγλική flange ,πιθανόν έχει σχέση με το αρχαίο αγγλικό hlanc που δηλώνει κάτι μαλακό.

ΠΙΣΤΟΝΙΑ

Το έμβολο που κινείται μέσα στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσης
πιστόνι < (άμεσο δάνειογαλλική piston +  < ιταλική pistone (γουδοχέρι) < λατινική pistare < pinso <να σφυροκοπώ

ΜΠΙΕΛΑ
  • μηχανικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο για την μετατροπή της παλινδρομικής κίνησης του εμβόλου της μηχανής σε περιστροφική
μπιέλα < ιταλική biella < γαλλική bielle < λατινική ventilareαπαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος ventilo < ventulus < ventus < πρωτοϊταλική *wentos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂wéh₁n̥ts < *h₂weh₁- (φυσώ)
ΤΣΙΜΟΥΧΑ
  1. εξάρτημα που τοποθετείται ανάμεσα σε δύο επιφάνειες για στεγανοποίηση
    ≈ συνώνυμα: παρέμβυσμα
τσιμούχα < βενετική cimozzaούγια (ιταλικήcimossa) πιθανόν έχει σχέση με την αρχαία ελληνική λέξη κύω  που σημαίνει φουσκώνω ,κάνω κορυφή.

ΚΟΛΑΡΟ ΜΗΧΑΝΗΣ
  1. μεταλλικό κυκλικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται στην μεταφορά  του νερού μέσα στη μηχανή,ενώνει το ψυγείο με την μηχανή.
κολάρο < (κληρονομημένομεσαιωνική ελληνική κολάρος < (άμεσο δάνειοβενετική collaro < υστερολατινική collāre < λατινική collaris < collum (λαιμός),<από ρίζα ΠΙΕ *kel-  "να είσαι εξέχων· λόφος,"


ΝΤΕΠΟΖΙΤΟ ΚΑΥΣΙΜΟΥ

η δεξαμενή· η λέξη συνηθίζεται μιλώντας για τη δεξαμενή καυσίμου των αυτοκινήτων
ντεπόζιτο < (άμεσο δάνειοιταλική deposito<από το λατινικό depozitus, παρελθοντικό του deponere «παραμερίζω, βάζω κάτω, καταθέτω», χρησιμοποιείται επίσης για γεννήσεις και στοιχήματα, από το de «μακριά» (βλ. de-) + ponere «βάζω, τοποθετώ»
Το συναντάμε και με την λέξη ρεζερβουάρ -γαλλική reservoir


ΦΙΛΤΡΟ ΑΕΡΑ-ΚΑΥΣΙΜΟΥ

Μέσο διήθησης και επεξεργασίας, συγκράτησης και διαχωρισμού ουσιών όπως του αέρα και του καυσίμου
φίλτρο < (άμεσο δάνειοιταλική filtro < γαλλική filtre ή μεσαιωνική λατινική filtrum (όρος των αλχημιστών
απευθείας από το μεσαιωνικό λατινικό filtrum "felt" (χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση των ακαθαρσιών από το υγρό), από το δυτικογερμανικό *filtiz (από τη ρίζα PIE *pel-  "to thrust, να κτυπήσω,να οδηγήσω"

ΜΙΖΑ

ο μηχανισμός που θέτει τον κινητήρα σε λειτουργία τον κινητήρα του αυτοκινήτου
μίζα < (άμεσο δάνειογαλλική mise < mettre ,μετοχή του ρήματος «mettre», δηλαδή «βάζω, θέτω». Το ίδιο ισχύει, λέει το λεξικό, και με τη μίζα του αυτοκινήτου, η οποία θέτει σε κίνηση τον κινητήρα. 

ΔΥΝΑΜΟ
  • συσκευή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα συνεχούς τάσεως, μέσω της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, και τροφοδοτεί μπαταρίες και ηλεκτρικά συστήματα αυτοκινήτων
δυναμό < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική (la) dynamo (θηλυκό· θεωρήθηκε ουδέτερο λόγω της κατάληξης) < σύντμηση του machine dynamo-électrique < αρχαία ελληνική δύναμις

 

ΜΠΟΥΛΟΝΙΑ
ειδικό μεταλλικό κυλινδρικό στέλεχος με σπείρωμα που συνδέει μέρη μηχανισμού, όπως π.χ. ζάντες οχημάτων
μπουλόνι < (άμεσο δάνειογαλλική boulon + 

ΖΑΝΤΑ

η μεταλλική στεφάνη του τροχού του αυτοκινήτου που περιβάλλεται από το ελαστικό.
ζάντα < (άμεσο δάνειογαλλική jant(e) + 
Στα λατινικά λέγεται cambita, gamba και στα κελτικά cambo, φυσικά όλα προερχόμενα από την ελληνική λέξη καμπή > καμπύλη (εξ ου και η καμπύλη γάμπα, αλλά και η πάντα καμπυλωτή

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

https://www.etymonline.com/

https://www.wikipedia.org/

https://en.wiktionary.org/