Ticker

12/recent/ticker-posts

Από πού πήραν το όνομά τους οι μονάδες μέτρησης

 Τι είναι μονάδα μέτρησης ενός μεγέθους

Μονάδα μέτρησης ονομάζεται το μέγεθος μιας ποσότητας που χρησιμοποιείται ως πρότυπο για τη μέτρηση του ιδίου είδους ποσότητας.

 Οποιαδήποτε άλλη ποσότητα αυτού του είδους μπορεί να εκφραστεί ως πολλαπλάσιο ή υποπολλαπλάσιο της μονάδας μέτρησης. Επί παραδείγματι, το μήκος είναι ένα φυσικό μέγεθος. Το μέτρο είναι μονάδα που αντιπροσωπεύει ένα ορισμένο προκαθορισμένο μήκος. Όταν λέμε 10 μέτρα, στην πραγματικότητα εννοούμε 10 φορές το ορισμένο προκαθορισμένο μήκος που ονομάζεται "μέτρο". 

www.panetymon.gr


Τι είναι μέτρηση

Ο όρος μέτρηση μπορεί να σημαίνει είτε απαρίθμηση με χρήση των φυσικών αριθμών, είτε σύγκριση της ποσότητας κάποιου φυσικού μεγέθους με ένα πρότυπο, δηλαδή σύγκριση με κάποια σταθερή ποσότητα του ίδιου φυσικού μεγέθους που αυθαίρετα έχει συμφωνηθεί (κατά «σύμβαση», δηλαδή κατά κοινή συμφωνία) να χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης. Το άρθρο αυτό κυρίως αναφέρεται στη μέτρηση φυσικών μεγεθών.

Οι μετρήσεις είναι εξαιρετικά σημαντικές στις φυσικές επιστήμες, την τεχνολογία και τη βιομηχανία. Η ανάπτυξη τεχνικών για την ακριβή μέτρηση μεγεθών όπως η μάζα και ο χρόνος αποτέλεσε προϋπόθεση για τη λεπτομερή και προσεκτική παρατήρηση της φύσης και την ανάπτυξη της επιστήμης της φυσικής.

Τα αρχαιότερα γνωστά συστήματα μέτρησης φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν κάποια στιγμή μεταξύ 4ης χιλιετίας πΧ και 3ης χιλιετία π.Χ. μεταξύ των λαών της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου.

Το βάρος αναφέρεται στη Βίβλο (Λευιτικό 19: 35–36)

Ετυμολογία

Μονάδα: αρχαία ελληνική μονάς, ενότητα, στην αιτιατική (μονάδα)<ιδιαίτερος τύπος θηλυκού του ουσιασικού μόνος (θηλυκό: μόνη)

Μέτρηση: αρχαία ελληνική μέτρησις < μετράω, -ῶ<μετρ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετρῶ, συνηρημένος τύπος του μετρέω < μέτρον< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ)

ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ  ΜΗΚΟΥΣ


ΠΟΥΣ-ΠΟΔΙ

Στην αρχαία Ελλάδα βασική μονάδα μέτρησης απόστασης, ήταν ο πους-πόδι . Το μήκος δεν ήταν σταθερό αλλά εξαρτάτο από το σημείο όπου γινόταν η μέτρηση στον Εκατόμπεδο (=εκατό+πους: ήταν δωρικός περίπτερος ναός μήκους 100 ποδών, στην Ακρόπολη των Αθηνών, πρόδρομος του Παρθενώνα) και κυμαινόταν από 0,2970 έως 0,3083 μέτρα.

Υποδιαίρεση του ποδός ήταν ο δάκτυλος, 1/16 του ποδός ή 0,0193 μέτρα.

Παράγωγες μονάδες του πόδα ήσαν οι εξής:

2½ πόδες = 1 απλούν βήμα

5 πόδες = 1 διπλούν βήμα

6 πόδες = 1 οργυιά

10 πόδες = 1 άκαινα

100 πόδες = 1 πλέθρο

600 πόδες = 1 στάδιο

ΣΤΑΔΙΟ

Μέτρο μήκους, ίσο με 184,87 μέτρα ή ίσο με 100 οργυιές ή τότε με έξι πλέθρα

στάδιον < ουδέτερο του στάδιος < ἵστημι ή σπάδιον< σπάω

ΠΛΕΘΡΟ

Το πλέθρον, ή πλέθρο, ήταν αρχαία ελληνική μονάδα μέτρησης μήκους αλλά και επιφάνειας. Επίσης φέρεται και ως ονομασία αρχαίου αγωνιστικού χώρου μήκους ενός πλέθρου όπου εκτελούταν αγώνας δρόμου.

Ως μονάδα μήκους το πλέθρο, ειδικά στους κλασικούς χρόνους αντιστοιχούσε προς δέκα ακαίνας, δηλαδή ήταν ίσος με 100 αρχαίους ελληνικούς πόδες ή με το 1/6 του σταδίου, (περίπου 30 μ.).

Αρχικά φαίνεται πως ήταν αγροτική μονάδα μήκους ασταθούς όμως τιμής από πόλη σε πόλη αλλά και κατά εποχή. Το πλέθρο απαντάται και από τον Όμηρο με το παλαιότερο όνομα «πέλεθρον», άγνωστης ετυμολογίας.

Το πλέθρον χρησιμοποιήθηκε περισσότερο σε υπαίθριες αποστάσεις παρά σε αστικές ή σε αρχιτεκτονικά έργα. 

Τέλος ως μονάδα μέτρησης επιφανείας αναφέρεται συνηθέστερα σε αγρούς και ιδίως σε αμπελώνες, όπου από τα συμφραζόμενα, χωρίς τον όρο τετραγωνικό, ήταν ίσο με το τετράγωνο του πλέθρου, δηλαδή με 10.000 πόδια (τετραγωνικά), (περίπου 900 τ.μ.).

Με τις τελευταίες παραπάνω τιμές το πλέθρον χρησιμοποιήθηκε και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

ΟΡΓΙΑ-ΟΡΓΥΙΑ

Η οργιά ή οργυιά είναι μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους (Βαθυμετρία) και ισούται με 6 πόδια ή 2 υάρδες ή 1,8288 μέτρα. Στην πραγματικότητα η ὀργυιά ή η ὄργυια  είναι «ανθρωπομετρική μονάδα μήκους» και ορίζεται ως το μήκος ανοίγματος των χεριών ενός ενήλικα, δηλαδή περίπου 1,8 έως 1,95 μέτρα.

 Ορίζεται όμως και απλούστερα ώς 6 πόδια (αγγλ. fathom, διεθνές σύμβολο: fm, six feet, γαλλ. toise, γερμ. Klafter) ή 4 πήχεις\


ΠΑΡΑΣΑΓΓΑ

Η λέξη παρασάγγης φέρεται περισσότερο ως περσική λέξη (φαρσάγγ) που εξελληνίστηκε από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς.
Ετυμολογικά ο παρασάγγης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασάγγης (μέτρο απόστασης των αρχαίων Περσών) < περσική فرسنگ (farsang) < αρχαία περσική *frasanhva-

Ο Παρασάγγης ήταν αρχαίο μέτρο μήκους που κατά τις περισσότερο συγκλίνουσες απόψεις προς τις αρχαίες μαρτυρίες, ισοδυναμούσε με μήκος 30 σταδίων, δηλαδή 30 Χ 185,15 = 5.554,5 σημερινών μέτρων, όσα δηλαδή διατρέχει ένας πεζός βαδίζοντας κανονικά σε διάστημα περίπου μιας ώρας.

Φαίνεται όμως πως το μήκος του παρασάγγου δεν ήταν σταθερό, αφού αντιπροσώπευε άλλες αποστάσεις κατά διάφορες περιόδους. Σ΄ αυτό οφείλονται και οι πληροφορίες μεταγενέστερων Ελλήνων συγγραφέων όπου αυτό ισοδυναμούσε άλλοτε προς 60, άλλοτε προς 40, άλλοτε προς 30 και άλλοτε προς 21 στάδια. Συνηθέστερα δια του παρασάγγου υπολογίζονταν κυρίως το μήκος των βασιλικών οδών.
Η σύγχρονη έκφραση: "απέχει παρασάγγας", αποδίδεται επίσης για μεγάλες αποστάσεις ή μεγάλες διαφορές, δηλαδή ως: απέχει πολύ.


ΜΕΤΡΟΝ

Το μέτρο είναι η θεμελιώδης μονάδα μέτρησης του μήκους στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI: Système international d'unités). Το σύμβολο μονάδας στο SI είναι m και χρησιμοποιείται για τη μέτρηση αποστάσεων. Το μέτρο ορίζεται ως η απόσταση που ταξιδεύει το φως σε ένα συγκεκριμένο κλάσμα - περίπου 1/300.000.000 - ενός δευτερολέπτου.
Ο ορισμός του μέτρου έγινε στη Γαλλία το 1791 από την Ακαδημία των Επιστημών (Académie des sciences), ως ένα δεκάκις εκατομμυριοστό της απόστασης από τον ισημερινό προς το Βόρειο Πόλο, του μεσημβρινού της Γης που διασχίζει το Παρίσι. Το όνομα της νέας μονάδας ήταν mètre, από την ελληνική λέξη μέτρον. Υιοθετήθηκε από τη Γαλλική Κυβέρνηση το 1795, και έκτοτε έχει εξαπλωθεί σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμο

μέτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ)

ΓΙΑΡΔΑ

Η υάρδα ή γιάρδα (διεθνές σύμβολο: yd) είναι μονάδα μέτρησης μήκους, που δεν ανήκει στο διεθνές σύστημα μονάδων SI αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στο αγγλοσαξωνικό σύστημα.

Η υάρδα υποδιαιρείται σε 3 πόδια ή 36 δακτύλους (ίντσες), αφού 1 πόδι ισούται με 12 ίντσες. Μία ίντσα ισούται με 2,54 εκατοστά και μία υάρδα ισούται με 0,9144 μέτρα.

Ετυμολογικά προέρχεται   από τα παλιά αγγλικά gerd (μερσιανός), gierd (δυτικά σαξονικά) «ράβδος, ραβδί, ραβδί· μέτρο μήκους», από τα δυτικογερμανικά *gazdijo, από τα πρωτο-γερμανικά *gazdjo «ραβδί, ράβδος» (πηγή και του Παλαιού Σαξονική gerda,  από τη ρίζα PIE *ghazdh-o- "rod, staff , κοντάρι» (πηγή και λατινικού hasta «άξονας, ράβδος»). 

ΙΝΤΣΑ

Γραμμικό μέτρο, ένα δωδέκατο του ποδιού", όψιμα παλαιά αγγλικά ynce, μεσαία αγγλικά unche (τρέχουσα ορθογραφία περ. 1300), από το λατινικό uncia "ένα δωδέκατο μέρος", από το unus "one" (από τη ρίζα PIE *oi-no - "ένα, μοναδικό"). Ένας πρώιμος αγγλοσαξονικός δανεισμός από τα λατινικά. δεν βρίσκεται σε άλλες γερμανικές γλώσσες. Η μεταφερόμενη και μεταφορική έννοια του «πολύ μικρή ποσότητα, μικρή ποσότητα» επιβεβαιώνεται από τα μέσα του 14ου αιώνα.

ΜΙΛΙ

Mονάδα γραμμικής μέτρησης στη Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ και μερικές άλλες χώρες, που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες πριν από το μετρικό σύστημα. Παλαιά αγγλικά mil, από τα δυτικογερμανικά *milja (πηγή επίσης μιλίων της μέσης ολλανδικής γλώσσας, ολλανδικά mijl, παλαιά ανώτερα γερμανικά mila, γερμανικά Meile), από τα λατινικά milia "χιλιάδες", πληθυντικός mille "χίλια" (το ουδέτερο πληθυντικό ήταν λάθος στα γερμανικά ως θηλυκό ενικό), που είναι άγνωστης προέλευσης.

Η λατινική λέξη είναι επίσης η πηγή των γαλλικών mille, ιταλικών miglio, ισπανικών milla. Οι σκανδιναβικές λέξεις (παλαιοσκανδιναβικά mila, κ.λπ.) είναι από τα αγγλικά. Ένα αρχαίο ρωμαϊκό μίλι ήταν 1.000 διπλά βήματα (ένα βήμα με κάθε πόδι), για περίπου 4.860 πόδια, αλλά αναπτύχθηκαν πολλές τοπικές παραλλαγές, εν μέρει σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί το μίλι με το γεωργικό σύστημα μετρήσεων. Κατά συνέπεια, τα παλιά ευρωπαϊκά μίλια είχαν διάφορα μήκη. Το μεσαιωνικό αγγλικό μίλι ήταν 6.610 πόδια. το παλιό μίλι του Λονδίνου ήταν 5.000 πόδια. 

ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΟΓΚΟΥ

ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

ΚΥΑΘΟΣ

Μονάδα μέτρησης των στερεών ήταν ο κύαθος (0,046 λίτρα),και είναι προελληνική λέξη.


ΜΕΔΙΜΝΟΣ

Ο Μέδιμνος ήταν το κυριότερο μέτρο χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα στην Αθήνα, που το θέσπισε ο Σόλωνας για στερεά σε κόκκους, ξηρούς καρπούς, κριθάρι και κυρίως για το σιτάρι, εκ του οποίου και η συνήθης ονομασία "σιτηρός μέδιμνος". Ως μέτρο κυμαινόταν ανά εποχές και περιοχές από περίπου 52 έως σχεδόν 59 σημερινά λίτρα

Ο αττικός μέδιμνος υποδιαιρείτο ή χωρούσε 6 εκτείς, 48 χοίνικες και 192 κοτύλες. Απ΄όσο γνωριζουμε είχε και άλλες υποδιαιρέσεις. Χωριζόταν στα τρία (τον τριτέα, "τριτεύς"), στα προαναφερόμενα έξη (τους ἑκτεῖς, "ἑκτεύς"), στα δώδεκα (που η υποδιαίρεση λεγόταν "ἡμίεκτον"), στα είκοσι τέσσερα (τον χοίνικα, "χοῖνιξ") και στα σαράντα οκτώ (την "κοτύλη")

Μετά τον 3ο π.Χ. αι. που άλλαξαν σε μερικούς τομείς τα σταθμά, οι υποδιαιρέσεις του μεδίμνου ως επί το πλείστον διατηρήθηκαν, όμως η χωρητικότητά του έφτασε τα 58,9 σημερινά λίτρα. Ο αττικός μέδιμνος ήταν παραπλήσιοςμε τον σικελικό. Ο μέδιμνος της Σπάρτης υπολογίζεται στα 72 λίτρα

μέδιμνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέδιμνος < μέδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *med- (μετρώ, συμβουλεύω) (συγγενικό με τα μεδέων, μέτρον,  μήστωρ)

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΟΓΚΟΥ

ΛΙΤΡΟ

Το λίτρο είναι μονάδα μέτρησης του όγκου. Ο διεθνής συμβολισμός του λίτρου είναι το λατινικό γράμμα L (σπανιότερα τα δύο γράμματα lt). Το λίτρο ισούται με το ένα χιλιοστό του κυβικού μέτρου (1 m3 = 1000 L). Ή, ισοδύναμα, ένα λίτρο είναι ίσο με τον όγκο ενός κύβου με ακμή 10 εκατοστά (cm), ισούται δηλαδή με ένα κυβικό δεκατόμετρο (1 L = 1 dm3). Ως μονάδα όγκου έχει εφαρμογή κυρίως σε μικρούς χώρους όπως ψυγείων, αποθηκευτικών χώρων οχημάτων κ.λπ, ενώ για εφαρμογές μεγαλύτερων διαστάσεων χρησιμοποιείται το κυβικό μέτρο.

 Προέρχεται ετυμολογικά από το μεσαιωνικό λατινικό litra, από το ελληνικό litra "λίβρα" (μονάδα βάρους ), που προφανώς προέρχεται από την ίδια σικελική πλάγια πηγή με τη λατινική libra

ΚΟΡΟΣ

Ο κόρος είναι μονάδα μέτρησης όγκου με την οποία γίνεται η μέτρηση της χωρητικότητας ενός πλοίου. Ένας κόρος αντιστοιχεί σε 100 κυβικά πόδια ή 2,83 κυβικά μέτρα. Στην αγγλική αποδίδεται με τον όρο register ton.

ΓΑΛΟΝΙ

Αγγλοσαξωνική μονάδα όγκου για υγρά, ίσο με 4,405 λίτρα (ξηρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 3,785 λίτρα (υγρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 4,454 λίτρα (αυτοκρατορικό  γαλόνι στο Ηνωμένο Βασίλειο)

γαλόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική gallon(e) + -ι < γαλλική gallon < αγγλική gallon από την παλαιά βορειογαλλική galon, που αντιστοιχεί στην παλαιά γαλλική jalon, όνομα ενός υγρού μέτρου περίπου ισοδύναμου με ένα σύγχρονο γαλόνι, που σχετίζεται με (ίσως επαυξητικό του) jale "bowl", από το μεσαιωνικό λατινικό ή χυδαίο λατινικό υποκοριστικό galleta "κουβάς" .

ΠΙΝΤ

Μοναδα μέτρησης όγκου υγρών ίσο με μισό λίτρο" ή περιπου ένα όγδοο του γαλονιού , από την παλιά γαλλική  (13c.), πιθανώς από το χυδαίο λατινικό *pincta (πηγή της παλιάς προβηγκίας, ισπανικής, ιταλικής πίντας, ολλανδικής, ), αλλαγμένη από τη λατινική picta "ζωγραφισμένη", θηλ. παρελθοντικό του pingere «ζωγραφίζω» , σχετικά με την έννοια ενός ζωγραφισμένου σημείου σε ένα σκάφος που υποδεικνύει αυτό το μέτρο. Χρησιμοποιήθηκε ελλειπτικά για "πίντα μπύρα"  από το 1742


ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΜΑΖΑΣ-ΒΑΡΟΥΣ

ΧΙΛΙΟΓΡΑΜΜΟ-ΚΙΛΟ

Το χιλιόγραμμο ή κιλό (συντομογραφία: χγρ., συμβολισμός στο Διεθνές Σύστημα: kg) είναι συμβατική μονάδα μέτρησης της μάζας. Το χιλιόγραμμο είναι η θεμελιώδης μονάδα μάζας του διεθνούς συστήματος μονάδων SI καθώς και του συστήματος μονάδων MKS. Ωστόσο, στο σύστημα CGS η θεμελιώδης μονάδα μάζας είναι το γραμμάριο (g).

Ένα χιλιόγραμμο ισούται με 1000 γραμμάρια (1 kg = 1000 g) ή με μία κυβική παλάμη αποσταγμένου ύδατος, στους 4 °C και υπό πίεση 1 atm. Το χιλιόγραμμο μπορεί να οριστεί μέσω της μάζας ενός λίτρου νερού σε κανονικές Συνθήκες πίεσης - θερμοκρασίας.

Το χιλιόγραμμο χρησιμοποιείται για την μέτρηση βάρους με την προσθήκη της λέξης «βάρους». Ένα χιλιόγραμμο βάρους, είναι η δύναμη έλξης που ασκείται από τη Γη, εκπεφρασμένη σε βάρος, σε μία μάζα ενός χιλιογράμμου σε γεωγραφικό πλάτος 45 μοιρών, στην μέση στάθμη της θάλασσας.

ΤΟΝΝΟΣ

Ο τόνος είναι μια μονάδα μέτρησης της μάζας που λανθασμένα χρησιμοποιείται στις μέρες (από μη επιστήμονες) και ως μονάδα βάρους. Ένας τόνος ισοδυναμεί με 1.000 κιλά (χιλιόγραμμα) που είναι μία από τις επτά θεμελιώδεις μονάδες μέτρησης του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων. Παρότι ο τόνος δεν είναι ορισμένος ως μία θεμελιώδης μονάδα μέτρησης (εν αντιθέσει με το κιλό), αναφέρεται στο μετρικό σύστημα και συμβολίζεται με το γράμμα t, αλλά για να ξεχωρίζει από άλλες μονάδες με το ίδιο όνομα αναφέρεται και με την εξήγηση μετρικός τόνος (Metric Ton) ή με τα γράμματα ΜΤ ή mt.  

Στο αμερικανικό σύστημα μονάδων βάρους, με τον όρο τόνος (ton) περιγράφεται και ο short ton, ο οποίος αντιστοιχεί σε 0,907 t (2.000 pounds). Μια άλλη ακόμη μονάδα με το όνομα τόνος είναι στο Βρετανικό Σύστημα μονάδων, ο long ton, ο οποίος αντιστοιχεί σε 1,016 t (2.240 pounds).


POUNDS-LB

Η μονάδα βάρους λίβρας είναι επίσης γνωστή ως αυτοκρατορική λίβρα, λίβρα avoirdupois και διεθνής λίβρα. Η λίβρα ορίζεται ως 453,59237 γραμμάρια. 

Παλαιά αγγλικά pund "pound" (σε βάρος ή χρήμα), επίσης "pint", από την πρωτο-γερμανική *punda- "pound" ως μέτρο βάρους (πηγή γοτθικού pund, παλαιο-γερμανικό phunt, γερμανικό Pfund, μεσαίο ολλανδικό pont , Παλαιά Φριζικά και Παλαιά Σκανδιναβική pund), ένας πρώιμος δανεισμός από το λατινικό pondo "pound", αρχικά στο libra pondo "a pound κατά βάρος", από το pondo (επίθ.) "κατά βάρος", αφαιρετικό του pondus "βάρος", από το στέλεχος του pendere "να κρεμάσει,  να ζυγίσει" (από τη ρίζα PIE *(s)pen- "τεντώνω, περιστρέφομαι").

OUNCES-ΟΥΓΓΙΑ

Η ούγγα (ή ούγκα), συντετμημένα διεθνώς: oz είναι μονάδα μέτρησης μάζας.

Χρησιμοποιείται κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μονάδα μάζας για τα κοινά εμπορεύματα και ισοδυναμεί με το 1/16 της κοινής (avoirdupois) λίβρας. Παγκόσμια, χρησιμοποιείται ευρέως ως μονάδα μάζας πολύτιμων μετάλλων και σ' αυτή την περίπτωση ισοδυναμεί με το 1/12 της ευγενούς (troy) λίβρας. Η ισοδυναμία σε γραμμάρια είναι: 1 κοινή ουγγία = 28,35 γραμμάρια, ενώ 1 ευγενής ουγγία = 31,10 γραμμάρια.

Μονάδα βάρους, το δωδέκατο μέρος της λίβρας, αρχές 14 γ., από τα παλαιά γαλλικά  unce, μέτρο βάρους ή χρόνου (12c.), από το λατινικό uncia "ένα δωδέκατο μέρος" (της λίβρας, ενός ποδιού, κ.λπ.), από το λατινικό unus "one" (από τη ρίζα PIE *oi-no- "ένας, μοναδικός"). Η λατινική λέξη είχε υιοθετηθεί στα παλιά αγγλικά ως ynce

ΚΑΡΑΤΙ

Το καράτι (διεθνής ονομασία: carat, σύμβολο: ct) είναι μονάδα μέτρησης του βάρους (ακριβέστερα της μάζας) πολύτιμων λίθων και ιδιαίτερα των διαμαντιών. Σήμερα αντιστοιχεί ακριβώς σε 0,2 γραμμάρια (1/5 του γραμμαρίου ή 0.007055 oz) Παλαιότερα κάθε χώρα είχε δικό της ορισμό και νομοθετικό πλαίσιο για το "καράτι", γεγονός που μέχρι σήμερα δημιουργεί αρκετή σύγχυση.

Η λέξη "καράτι" προέρχεται από την ιταλική carato, που προέρχεται από την αραβική qīrāṭ (قيراط), δανεισμένη από την ελληνική λέξη κεράτιον, που αναφέρεται στους σπόρους του χαρουπιού (ξυλοκέρατου - Ceratonia siliqua). Επειδή τα κεράτια (σπόροι χαρουπιού) υποτίθεται πως έχουν την ιδιότητα να έχουν αρκετή ομοιομορφία στο μέγεθος και να διατηρούν το βάρος τους αναλλοίωτο, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες, γι αυτό οι χρυσοχόοι και αργυροχόοι της Βενετίας τους χρησιμοποιούσαν ως μονάδα βάρους για τη μέτρηση του βάρους των πολύτιμων λίθων και μετάλλων. Την εποχή εκείνη ο καθένας θα μπορούσε να αγοράσει μερικούς σπόρους κερατίων στην αγορά και να ζυγίσει το πολύτιμο εμπόρευμα για επαλήθευση. Το φυτό αυτό ευδοκιμεί σε όλη την περιοχή της Μεσογείου, στις Αραβικές χώρες και την Ινδία. Σήμερα ξέρουμε πως η παραπάνω θεώρηση ήταν λανθασμένη αφού οι σπόροι του χαρουπιού έχουν την ίδια διακύμανση με άλλους σπόρους

ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

ΚΟΜΒΟΙ-KNOTS

Ο κόμβος (αγγλ.: knot, ISO: kn) είναι μονάδα μέτρησης ταχύτητας πλοίου γενικά σε υδάτινο χώρο (θάλασσα, λίμνες, ποτάμια), επί και υπό την επιφάνεια, και είναι ίση με 1 ναυτικό μίλι ανά ώρα. Ο κόμβος χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης και στα αεροπλάνα.


Μέχρι πριν δύο δεκαετίες με τον κόμβο δεν μετρούνταν απόλυτα αποστάσεις, έστω και αν η ταχύτητα του πλοίου ήταν απόλυτα γνωστή, και αυτό διότι η θάλασσα (και ο αέρας) δεν αποτελεί σταθερό υπόστρωμα, όπως η γη, και ο πλους επηρεάζεται από άλλους παράγοντες (άνεμος, ρεύματα κ.ά) και έτσι το αποτέλεσμα μπορεί να είναι διάφορο, π.χ. ένα πλοίο με ταχύτητα 10 κόμβων, σε μία ώρα μπορεί να έχει διανύσει απόσταση και μεγαλύτερη ή μικρότερη των 10 ναυτικών μιλίων. Με την τεχνολογική όμως εξέλιξη η μέτρηση διανυόμενης απόστασης που δίνεται αυτόματα από τα ηλεκτρονικά όργανα γεωγραφικής θέση (GPS), η σχέση ταχύτητας μετρημένη σε κόμβους και απόστασης αποδίδονται με ακρίβεια.

Επίσης με τη μονάδα αυτή γίνεται και η μέτρηση ταχύτητας των θαλασσίων ρευμάτων.

Ο όρος «κόμβος» προέρχεται από το πρώτο σχετικά όργανο μέτρησης της ταχύτητας των πλοίων που ήταν το κοινό δρομόμετρο ή δελτωτό δρομόμετρο (αγγλ.: log) που σήμερα βεβαίως έχει αντικατασταθεί εξελικτικά από το μηχανικό δρομόμετρο, το ηλεκτρικό δρομόμετρο και τελευταία από ηλεκτρονικούς πομποδέκτες.

Το κοινό δρομόμετρο επί ιστιοφόρων και πρώτων μηχανοκίνητων πλοίων αποτελείτο από το δελτωτό, το σχοινί και το συμπληρωματικό εξάρτημα του αμμωτού.

Το δελτωτό (αγγλ.: log) ήταν μια ξύλινη τριγωνική κατασκευή που έφερε φελλούς και στο κάτω μέρος είχε επένδυση μολύβδου, έτσι ώστε να παραμένει στην επιφάνεια του νερού κάθετο (σαν τσαμαδούρα).

Το σχοινί ήταν αρκετά λεπτό και μακρύ το οποίο έφερε ανά σταθερό μήκος και ένα κόμπο. Αυτό το σταθερό μήκος μεταξύ των κόμπων ήταν ανάλογο με τι αμμωτό γινόταν η δρομομέτρηση (αγγλ.: casting the log).

 ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ

ΑΜΠΕΡ

Αμπέρ (σύμβολο: Α) ονομάζεται η μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI) και στο Σύστημα Μονάδων MKSA. Το όργανο που χρησιμοποιούμε για τη μέτρηση της έντασης του ρεύματος λέγεται Αμπερόμετρο προς τιμήν του Αντρέ Μαρί Αμπέρ. Η μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος φέρει το όνομα του Γάλλου φυσικού Αντρέ Μαρί Αμπέρ (André-Marie Ampère), ο οποίος με τις εργασίες του υπήρξε από τους πρωτοπόρους στην αποκάλυψη των μυστικών του ηλεκτρομαγνητισμού. Το αμπέρ συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις μονάδες μέτρησης στο Διεθνές Σύστημα. Στη φυσική την ένταση του ρεύματος την συμβολίζουμε με το γράμμα Ι και ισχύει ότι: Ι=V/R όπου R η αντίσταση (βλ. Νόμος του Ωμ) και V η διαφορά δυναμικού 

ΒΟΛΤ

Το Βολτ (Αγγλ. Volt) συμβολίζεται με το γράμμα (V) και είναι μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής τάσης. Ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού, όταν διέρχεται από αυτόν σταθερό ρεύμα ενός Αμπέρ και καταναλώνεται ισχύς ενός Βατ. Είναι παράγωγη μονάδα του Διεθνούς συστήματος μονάδων (SI) και έλαβε το όνομά της προς τιμή του Ιταλού φυσικού, Αλεσάντρο Βόλτα.

ΒΑΤΤ

Βατ (διεθνής γραφή: Watt) ονομάζεται η μονάδα μέτρησης της ισχύος στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (S.I.) προς τιμήν του Τζέιμς Βατ, ενός από τους μεγαλύτερους Βρετανούς μηχανικούς.

Το βατ σημειώνεται διεθνώς με το σύμβολο W. Ισχύς ενός βατ (1 W) ισοδυναμεί με μεταφορά ενέργειας ενός τζάουλ (1 J) σε χρονικό διάστημα ενός δευτερολέπτου (1 s).

ΚΟΥΛΟΜΠ

Το Κουλόμπ (Αγγλ. Coulomb) είναι η μονάδα μέτρησης ηλεκτρικού φορτίου και το σύμβολό της είναι το C. Το όνομά της το πήρε από τον διακεκριμένο Γάλλο φυσικό Σαρλ Ογκουστίν ντε Κουλόμπ.

ΩΜ

Ωμ ή Ohm (συμβολίζεται με το ελληνικό γράμμα Ω) ονομάζεται η μονάδα μέτρησης του Διεθνούς Συστήματος για την μέτρηση της ηλεκτρικής (ή ωμικής) αντίστασης για συνεχές ρεύμα. Σε περίπτωση εναλλασσόμενου ρεύματος, το φυσικό μέγεθος που μετράται σε Ωμ είναι η εμπέδηση. Αντιστάτης, ωμικής αντίστασης 1 Ωμ προκαλεί στα άκρα του πτώση τάσης 1 V όταν διαρρέεται από συνεχές ρεύμα 1 A. Η μονάδα Ωμ πήρε το όνομά της από τον Γερμανό φυσικό Γκέοργκ Ωμ, οι μετρήσεις του οποίου τον οδήγησαν στη διατύπωση του ομώνυμου νόμου, που περιγράφει την αναλογία της ποσότητας συνεχούς ρεύματος με το λόγο της διαφοράς δυναμικού προς την ωμική αντίσταση του αγωγού.

ΦΑΡΑΝΤ

Το Φαράντ (Farad, σύμβολο: F) είναι η μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής χωρητικότητας (capacitance) στο Διεθνές Σύστημα (International System) S.I.. Ισούται με την χωρητικότητα ενός πυκνωτή, ο οποίος έχει διαφορά δυναμικού ενός βολτ (volt) ανάμεσα στους οπλισμούς του, όταν το ηλεκτρικό φορτίο σε έναν από τους οπλισμούς του είναι 1 Κουλόμπ (coulomb) και ο απέναντι οπλισμός έχει ίσο και αντίθετο φορτίο.

ΤΕΣΛΑ

Το Τέσλα (Tesla, συμβολίζεται με Τ) είναι μονάδα μέτρησης της έντασης μαγνητικού πεδίου, στο διεθνές σύστημα μονάδων (SI). Η μονάδα ορίστηκε το 1960 προς τιμήν του Νίκολα Τέσλα, του Σέρβου, Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και εφευρέτη, ο οποίος πραγματοποίησε πολύ σημαντικές εργασίες πάνω στον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ένα Τέσλα ισοδυναμεί με ένα Νιούτον ανά Αμπέρ επί μέτρο (N/A·m) ή με ένα Βέμπερ ανά τετραγωνικό μέτρο (Wb/m2)


ΛΟΙΠΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

ΧΕΡΤΖ

Με το όνομα Χερτζ, ή Χερτς, ονομάζεται στη Φυσική, η μονάδα μέτρησης συχνότητας οποιουδήποτε σύντομου περιοδικού φαινομένου. Η μονάδα, που συμβολίζεται διεθνώς με τα λατινικά γράμματα Hz, αφορά περίοδο ενός δευτερολέπτου και είναι ίση με «ένα κύκλο ανά δευτερόλεπτο». 

Σε μονάδες χερτζ μετρώνται οι συχνότητες τόσο των μηχανικών περιόδων όπως οι ταλαντώσεις, τα κύματα κ.λπ. όσο και των εναλλασσόμενων ηλεκτρικών ρευμάτων, των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (φως, ραδιοκύματα κ.λπ) καθώς και των ηχητικών κυμάτων.

Το όνομα της μονάδας αυτής προτάθηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1920 από Γερμανούς φυσικούς προς τιμή του μεγάλου φυσικού του 19ου αιώνα, του Χάινριχ Χερτζ, που εργάστηκε πάνω στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Η μονάδα τέθηκε σε ισχύ από την Διεθνή Ηλεκτροτεχνική Εταιρεία τον Οκτώβριο του 1933 προς αντικατάσταση της προηγούμενης ισότιμης μονάδας «κύκλος ανά δευτερόλεπτο» που συνεχίζει παρά ταύτα να χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα.Κ.Σ

Σημειώνεται ότι σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται αντ΄ αυτών και η μονάδα φρενέλ (Fresnel), η οποία είναι πολλαπλάσια του χερτζ, και της οποίας μία μονάδα ισούται με 1012 Hz.

ΜΠΕΚΕΡΕΛ

Το μπεκερέλ (Bq) είναι η μονάδα μέτρησης της ραδιενέργειας ενός ραδιενεργού υλικού, στο διεθνές σύστημα μονάδων (SI). Ένα μπεκερέλ αντιστοιχεί σε μια διάσπαση πυρήνα ανά δευτερόλεπτο, κατά μέσο όρο, σε ένα ραδιενεργό άτομο.

. Ονομάστηκε έτσι από τον Ανρί Μπεκερέλ, ο οποίος μοιράστηκε με τον Πιερ και τη Μαρία Κιουρί το βραβείο Νόμπελ, για την εργασία τους στην ραδιενέργεια.

BYTE

Το byte (μπάιτ) (συμβολίζεται με B) είναι μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, εμφανιζόμενη συνήθως στα διάφορα επίπεδα της ιεραρχίας μνήμης τους. Ένα byte ισοδυναμεί με 8 bit. To byte μπορεί να αντιπροσωπεύσει τιμές από 0 έως και 255 στο δεκαδικό σύστημα (28=256 τιμές). 

Το byte είναι και η βασική μονάδα μέτρησης (χώρου και πληροφορίας) στα υπολογιστικά συστήματα. Παλαιότερα είχαν χρησιμοποιηθεί σε διάφορους υπολογιστές και άλλες μονάδες, από 1 ως 60 bit, αλλά σήμερα επικρατεί το οκτάμπιτο byte. Ένας λόγος γι' αυτό είναι η συμβατότητά του με το οκτάμπιτο πρότυπο ASCII.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια