Τι είναι νόμισμα
Νόμισμα (ή κέρμα) είναι ένα κομμάτι από σκληρό υλικό, συνήθως μέταλλο, που χρησιμοποιείται από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα για εμπορικές συναλλαγές. Πριν την θέσπιση του χαρτονομίσματος κυκλοφορούσαν νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό και άργυρο, τα οποία είχαν σημαντική αξία. Ωστόσο, στις μέρες μας η χρήση των νομισμάτων περιορίζεται σε αγορές μικρής αξίας.
Για να αναγνωρίζεται ένα αντικείμενο ως νόμισμα πρέπει να πληροί τις εξής προδιαγραφές:
Έχει τυποποιημένη μορφή, βάρος και σύσταση
Είναι τυπωμένη πάνω σε αυτό η αρχή που το παράγει
Εκδίδεται σε μεγάλες ποσότητες και χρησιμοποιείται ευρέως στις συναλλαγές.
NOMISMATA |
Στις σύγχρονες κοινωνίες, το νόμισμα μαζί με τα χαρτονομίσματα αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή χρήματος. Δεν πρέπει να συγχέεται με το μετάλλιο.
Ετυμολογία:νόμισμα < αρχαία ελληνική νόμισμα < νομίζω < νόμος < νέμειν <μοιράζω
Ιστορική αναδρομή
Αρχικά, η χρήση του μετάλλου ως χρήμα έδωσε λύσεις σε προβλήματα που δημιουργούσε ο αντιπραγματισμός. Είχε αρκετά σταθερή ανταλλακτική αξία, δεν φθειρόταν εύκολα, μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί.
Είχε όμως δύο πολύ σημαντικά μειονεκτήματα
- Ήταν απαραίτητο να ζυγίζεται σε κάθε συναλλαγή.
- Δεν ήταν εύκολο να αποδειχθεί η καθαρότητά του ως μέταλλο.
Τα δύο πολύ σημαντικά, για την εξέλιξη των συναλλαγών, μειονεκτήματα ήρθε να λύσει η πρακτική σύμφωνα με την οποία οι συναλλασσόμενοι έκοβαν μέταλλα με συγκεκριμένη καθαρότητα και συγκεκριμένο βάρος, και τα σημάδευαν με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν από των υπολοίπων. Με την εξέλιξη της πρακτικής αυτής τα σημάδια έγιναν πιο πολύπλοκα, απεικονίζοντας παραστάσεις, έτσι ώστε και να αποτελούν ένα είδος πιστοποίησης για τους συναλλασσόμενους, αλλά και να μην είναι εύκολη η παραχάραξή τους. Έτσι εξελίχθηκαν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε νομίσματα. Όσο πιο επώνυμος και αξιόπιστος ήταν αυτός που έκοβε και σημάδευε τα νομίσματα αυτά, τόσο πιο εύκολα γίνονταν αποδεκτά στις συναλλαγές. Με την εξέλιξη τον ρόλο του αξιόπιστου ανέλαβαν οι πόλεις και τα κράτη στις οποίες γίνονταν χρήση των νομισμάτων αυτών, κάτι το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα, παρ' όλο που στις περισσότερες περιπτώσεις η ονομαστική τους αξία σήμερα δεν αντιστοιχεί πλέον στην εσωτερική αξία των νομισμάτων ως μέταλλο.
Υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει ότι νομίσματα είναι κάποια αντικείμενα τα οποία έχουν κάποιο συγκεκριμένο μέγεθος και σχήμα και χρησιμοποιήθηκαν στις συναλλαγές ως χρήμα. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ανακάλυψη τους οφείλεται στους Κινέζους, αφού εκεί βρέθηκαν τέτοια μεταλλικά αντικείμενα που χρονολογούνται γύρω στον 900 π.Χ.
Η επικρατούσα άποψη όμως είναι ότι για να θεωρηθεί ένα αντικείμενο ως νόμισμα, εκτός των άλλων θα πρέπει να φέρει τυπωμένα πάνω του τα στοιχεία του εκδότη τους. Με αυτή την οπτική, νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Λυδία της Μικράς Ασίας γύρω στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. ήταν φτιαγμένα από κεχριμπάρι, το βάρος τους ήταν συγκεκριμένο, και πάνω σε κάθε ένα από αυτά ήταν τυπωμένες παραστάσεις οι οποίες προσδιόριζαν και παρέπεμπαν ευθέως στον εκδότη τους.
Ας δούμε από που πήραν το όνομά τους τα πιο γνωστά νομίσματα στην ιστορία του κόσμου
ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΔΡΑΧΜΗ
Η δραχμή είναι νομισματική μονάδα, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο αλλά και από το σύγχρονο ελληνικό κράτος ως το 2002. Όπως και πολλά νομίσματα της αρχαιότητας, έτσι και η δραχμή, εκτός από νομισματική μονάδα, αρχικά αποτέλεσε μονάδα μέτρησης βάρους. Ένα αργυρό τετράδραχμο, για παράδειγμα, ήταν νόμισμα αργυρό με βάρος τεσσάρων δραχμών.
Μέχρι τα μέσα του 20ου αι., στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα μέτρησης του βάρους το δράμι, που πήρε το όνομα της από τον ελληνικό όρο δραχμή.
Η λέξη δραχμή προέρχεται από το ρήμα δράττω, που σημαίνει αρπάζω (> δράττομαι = πιάνω σφικτά). Στην αρχαιότητα, μία δραχμή ήταν ίση προς έξι οβολούς, νόμισμα το οποίο στην παλαιότερη μορφή του είχε σχήμα σιδερένιας ράβδου. Το πάχος του ήταν τόσο, ώστε η χούφτα ενός ανδρικού χεριού να μπορεί να πιάσει έξι από αυτούς. Έτσι εκ του δράττω (όσους οβολούς μπορούσε να αδράξει η παλάμη) προκύπτει η λέξη δραχμή.
ΣΤΑΤΗΡΑΣ
Ο στατήρας ήταν αρχαίο νόμισμα, γνωστό κυρίως ως το κύριο νόμισμα της βόρειας Ελλάδας και, συγκεκριμένα, της αρχαίας Μακεδονίας. Στατήρες όμως κόβονταν και κυκλοφορούσαν στην αρχαία Ελλάδα από τον 8ο αιώνα π.Χ. σε πολλές περιοχές της, με ευρύτερα γνωστούς τον αιγινητικό στατήρα, τον αττικό, τον ευβοϊκό, τον κορινθιακό και πολύ αργότερα (επειδή η Μακεδονία δεν είχε αρχικά ιδιαίτερα αναπτυγμένο εμπόριο) τον μακεδονικό. Στατήρες κυκλοφόρησαν στη συνέχεια και στην δυτική Ευρώπη από τους Κέλτες, όταν αυτοί μιμήθηκαν τον μακεδονικό στατήρα, τον οποίο γνώρισαν υπηρετώντας ως μισθοφόροι στο στρατό του Φίλιππου Β΄της Μακεδονίας. Στατήρας στην Ελλάδα ονομάζεται επίσης ένα είδος ζυγαριάς, το στατέρι (στην Κέρκυρα) ή σατέρι στη Φθιώτιδα ή καντάρι. Τέλος, ο στατήρας εκτός από νόμισμα ήταν και μονάδα βάρους ή μάζας. Τον περασμένο αιώνα στην Ελλάδα ένας στατήρας ή καντάρι αναλογούσε σε 44 οκάδες.
Η λέξη στατήρας (αρχαία ελληνικά: στατήρ, γεν. στατήρος) είναι ομόρριζη των λέξεων σταθμίζω και σταθμά και αποτελεί μετάφραση της φοινικικής λέξης σέκελ (schequel), που σήμαινε σταθμησμένο ή ζυγισμένο και σταθερό βάρος. Το σέκελ ήταν νόμισμα των λαών της Μέσης Ανατολής.
ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
ΥΠΕΡΠΥΡΑ Η΄ΥΠΕΡΠΥΡΡΑ
Το «ὑπέρπυρον» ή πέρπυρον ήταν χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Ετυμολογικά η λέξη υποδηλώνει ότι είχε μεγαλύτερο ποσοστό ερυθρού από τα άλλα νομίσματα. Aυτή η τελευταία ονομασία, μετά τον 11ο αιώνα, ο νομισματολόγος Nικόλαος Σβορώνος θεωρεί ότι υποδηλώνει τα νομίσματα που καθαρίστηκαν με επανειλημμένες πυρακτώσεις. Tο ίδιο και ο ειδικός επί των βυζαντινών δημοσιο-οικονομικών Ανδρέας Ανδρεάδης. Προσθέτει, όμως, και την εκδοχή του Aδαμάντιου Kοραή, σύμφωνα με την οποία η λέξη «υπέρπυρρος» (με δυο «ρω») παράγεται «εκ του πυρρός, όπερ σημαίνει το καθαρόν χρώμα του χρυσίου».Υποδιαίρεση του υπέρπυρου ήταν τα κεράτια σε αντιστοιχία 1 υπέρπυρο = 24 κεράτια.
ΑΣΠΡΑ
Το άσπρο (δηλ. ασημένιο), από το λατινικό asper, ήταν ένα ύστερο Βυζαντινό όνομα για τα αργυρά ή με κράμα αργύρου νομίσματα.
Η λατινική λέξη asper αρχικά σήμαινε «τραχύ» και είχε την έννοια του «νεόκοπου», του «φρεσκοκομμένου» νομίσματος, που δεν είχε γίνει ακόμη ομαλό από τη μεγάλη χρήση και, ειδικά όταν αναφέρεται σε αργυρό νόμισμα, του «λευκού», κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Θα αποκτήσει τεχνική έννοια τον 12ο αιώνα, όταν οι Βυζαντινοί άρχισαν να αναφέρονται στo τραχύ εκ κράματος (billon) νόμισμα, το οποίο κόπηκε σε λευκή έκδοση, ως άσπρον. Επίσης το ίδιο όνομα εφαρμόστηκε μερικές φορές στο τραχύ εξ ηλέκτρου της εποχής.
Το όνομα επανεμφανίζεται τον 14ο έως τον 15ο αιώνα ως ένα γενικό όνομα για αργυρά νομίσματα, όπως του Βυζαντινού δουκατόπουλου ή του οθωμανικού ακτσέ. Τα βιβλία λογαριασμών του 15ου αιώνα του Βενετού εμπόρου-τραπεζίτη Giacomo Badoer απαριθμούν αρκετές πόλεις και κυβερνήσεις που έκοβαν άσπρα, συμπεριλαμβανομένων της Τραπεζούντας, της Θεοδοσίας, της Σαμψούντας, της Τανάιδος και της Ρόδου.
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
ΕΥΡΩ
Το ευρώ (σύμβολο: €; κωδικός: EUR) είναι το επίσημο νόμισμα των 20 από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η ομάδα των χωρών της ΕΕ που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως νόμισμα τους είναι γνωστή ως Ευρωζώνη και περιλαμβάνει 343 εκατομμύρια πολίτες (έως το 2019).[9][10] Το ευρώ, το οποίο διαιρείται σε 100 σεντ, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο και το δεύτερο πιο ανταλλάξιμο νόμισμα στην αγορά συναλλάγματος μετά το δολάριο των ΗΠΑ.
Η ονομασία ευρώ υιοθετήθηκε επίσημα στις 16 Δεκεμβρίου 1995 στη Μαδρίτη,και προέκυψε από τη λέξη Ευρώπη.
ΔΟΛΛΑΡΙΟ
Το δολάριο (αγγλικά dollar) είναι το νόμισμα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Διαιρείται σε 100 σεντς (αγγλικά cents). Ο κωδικός ISO 4217 του δολαρίου ΗΠΑ είναι USD.Κυκλοφόρησε επίσημα για πρώτη φορά στις 2 Απριλίου 1792.
Η ονομασία του προέρχεται από το ισπανικό δολάριο (νόμισμα των οκτώ ρεαλιών, στα ισπανικά reales), το οποίο με την σειρά του είχε λάβει το όνομά του πιθανώς από το παλαιό γερμανικό νόμισμα Τάλερ (στα γερμανικά Thaler)
Το τάλερ ήταν από τον 17ο αιώνα. το λίγο πολύ τυποποιημένο νόμισμα της βόρειας Γερμανίας (σε αντίθεση με το νότιο gulden). Χρησιμοποίησε επίσης ως νομισματική μονάδα στη Δανία και τη Σουηδία (και αργότερα ήταν μονάδα της γερμανικής νομισματικής ένωσης του 1857-73 ίση με τρία μάρκα).
Οι Άγγλοι άποικοι στην Αμερική χρησιμοποίησαν τη λέξη δολάριο από τη δεκαετία του 1580 σε σχέση με το ισπανικό πέσο ή «κομμάτι του οκτώ», επίσης ένα μεγάλο ασημένιο νόμισμα περίπου της ίδιας λεπτότητας με το τάλερ. Λόγω του εκτεταμένου εμπορίου με τις Ισπανικές Ινδίες και της εγγύτητας των ισπανικών αποικιών κατά μήκος της ακτής του Κόλπου, το ισπανικό δολάριο ήταν πιθανώς το πιο οικείο νόμισμα στις αμερικανικές αποικίες και το πιο κοντινό σε ένα πρότυπο σε όλες.
ΛΙΡΑ
Ιταλική νομισματική μονάδα, δεκαετία του 1610, από ιταλική λίρα, κυριολεκτικά "λίβρα", από το λατινικό libra "λίβρα (μονάδα βάρους),από την πρωτο-ιταλική *leitra- "λίρα." Ο De Vaan συγκρίνει την ελληνική λίτρα «όνομα ενός σικελικού νομίσματος», το οποίο «πιθανότατα δανείστηκε από μια ιταλική γλώσσα στο στάδιο που περιείχε [-thr-].
ΠΑΟΥΝΤ-ΑΓΓΛΙΚΗ ΛΙΡΑ
Από το πρωτο-γερμανικό *punda- "λίβρα" ως μέτρο βάρους (πηγή γοτθικού πονδίου, παλαιο-γερμανικό phunt, γερμανικό Pfund, μεσαίο ολλανδικό pont, παλαιοφρισικό και παλαιοσκανδιναβικό pund), ένα πρώιμο δανεισμό από το λατινικό pondo "pound, " αρχικά στο libra pondo "μια λίβρα κατά βάρος", από το pondo (επίρρ.) "κατά βάρος", αφαιρετικό του pondus "βάρος", από το στέλεχος του pendere "να κρεμάσει, να προκαλέσει κρεμάσμα, να ζυγίσει"
ΠΕΣΕΤΑ ΙΣΠΑΝΙΑΣ
Η πεσέτα ήταν το νόμισμα της Ισπανίας από το 1869 ως το 2002, οπότε αντικαταστάθηκε από το ευρώ. Μαζί με το φράγκο Γαλλίας ήταν επίσης το νόμισμα της Ανδόρρας. Ο κωδικός ISO 4217 ήταν ESP. Υποδιαιρούνταν σε 100 θέντιμος (céntimos).
Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το καταλανικό «peceta» που σημαίνει «κομματάκι», ως υποκοριστικό του «peça», που σημαίνει «κομμάτι».
Η πεσέτα εισήχθη το 1869 σε αντικατάσταση του παλαιότερου εσκούδου Ισπανίας, σε αναλογία 1 εσκούδο:2,5 πεσέτες. Αντικαταστάθηκε το 2002 από το ευρώ, το οποίο είχε ήδη εισαχθεί από το 1999, σε αναλογία 1 ευρώ:166,386 πεσέτες.
ΡΕΑΛ-ΡΙΑΛΙΑ
Το ρεάλ (σημαίνει: "βασιλικό", πληθυντικός: reales-*Hreh-i- «πλούτος, αγαθά», πηγή επίσης του σανσκριτικού rayim, rayah «ιδιοκτησία, αγαθά», αβεστάν raii-i- «πλούτος».), παλαιότερα γνωστό στην Ελλάδα ως ρεάλι/ριάλι, ήταν μία νομισματική μονάδα στην Ισπανία για αρκετούς αιώνες μετά τα μέσα του 14ου αι. Υπέστη αρκετές αλλαγές στην αξία σε σχέση με άλλες μονάδες καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, μέχρι να αντικατασταθεί από την πεσέτα το 1868. Η πιο κοινή αξία του ήταν το αργυρό νόμισμα των οκτώ ρεάλ ή ισπανικό δολάριο (Real de a 8) ή πέσο που χρησιμοποιήθηκε σε όλη την Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία κατά τη διάρκεια της ακμής της Ισπανικής Αυτοκρατορίας.
ΦΡΑΓΚΟ
Φράγκο είναι η ονομασία διάφορων νομισματικών μονάδων, πιο σημαντικό εκ των οποίων ήταν το Γαλλικό φράγκο, το νόμισμα της Γαλλίας πριν από την υιοθέτηση του ευρώ το 1999 (με νόμο, από το 2002 de facto), και το Ελβετικό φράγκο, που είναι ακόμα ένα από τα κύρια νομίσματα παγκοσμίως, εξαιτίας κυρίως του ελβετικού τραπεζικού συστήματος. Ένα φράγκο συνήθως υποδιαιρείται σε 100 σαντίμ (centimes, ελλ. λεπτά). Το σύμβολο του γαλλικού φράγκου ήταν ένα F με μία επιπλέον γραμμή (₣).
φράγκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική franco < γαλλική franc μέση γαλλική franc < παλαιά γαλλική franc < μεσαιωνική λατινική Francus < φραγκική *Frank < πρωτογερμανική *frankô (δόρυ, ακόντιο)
ΡΟΥΒΛΙ
Το ρούβλι (Ρωσικά рубль) είναι το νόμισμα της Ρωσίας, της Λευκορωσίας, Υπερδνειστερίας και των δύο δημοκρατιών, της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσσετίας. Στο παρελθόν υπήρξε της Σοβιετικής Ένωσης, Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, Ουκρανίας, Τατζικιστάν, Λετονίας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ένα ρούβλι διαιρείται σε 100 Καπίκια (Ρωσικά копейки).
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΆ το ρούβλι < καθαρεύουσα ρούβλιον < ρωσική рубль (rublʹ) παραδοσιακά λέγεται ότι προέρχεται ίσως από το παλιό ρωσικό ρουμπί «ο τεμαχισμός», που ονομάζεται έτσι επειδή το αρχικό μεταλλικό νόμισμα της Ρωσίας (14 αι.) αποτελούνταν από ράβδους αργύρου, από τις οποίες αποκόπηκε η απαραίτητη ποσότητα (από τα πρωτοσλαβικά * rub-, από ρίζα PIE *reub-, *reup- "να αρπάξω;
Το δε καπίκι έχει σχέση με το copy-κόβω-διαιρώ.
ΓΙΕΝ
Το γιεν (ακριβέστερα:εν, ιαπωνικά: 円), yen) είναι το επίσημο νόμισμα της Ιαπωνίας. Χρησιμοποιείται επίσης ως αποθεματικό νόμισμα σε ευρεία κλίμακα, μαζί με το δολάριο ΗΠΑ και το ευρώ. Οι κωδικοί κατά ISO 4217 για το γιεν είναι οι JPY και 392. Το εκλατινισμένο σύμβολο για το γιεν είναι το ¥, ενώ στα ιαπωνικά γράφεται με το κάντζι 円.
Στην ιαπωνική γλώσσα, το γιεν προφέρεται «εν», αλλά η απόδοσή του ως «yen» στο λατινικό αλφάβητο και ως «γιεν» στο ελληνικό είναι τυποποιημένη, λόγω της ιστορικής του απόδοσης κατ' αυτόν τον τρόπο για πρώτη φορά από τους Πορτογάλους. Το γιεν συγγενεύει ετυμολογικά με το κινεζικό γιουάν και το κορεατικό γουόν, ενώ αρχικά γραφόταν με το ίδιο κάντζι (ιδεόγραμμα) με το κινεζικό γιουάν (圓 πινγίν: yuán, Ουέηντ-Τζάιλς: yuen). Στη σύγχρονη ιαπωνική γραφή χρησιμοποιείται ο απλοποιημένος (σιντζιτάι) χαρακτήρας 円, ο οποίος διαφέρει απ' αυτόν που χρησιμοποιείται στη δημοτική γραφή της κινεζικής γλώσσας (元). Πάντως, το εκλατινισμένο σύμβολο (¥) για το γιεν είναι το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείται για το κινεζικό γιουάν, αν και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επίσης χρησιμοποιεί το γράμμα Υ με μία οριζόντια γραμμή (Ұ). Συνεπώς, χρησιμοποιούνται οι συντμήσεις κατά ISO για τα δύο νομίσματα, JPY για το γιεν και CNY για το γιουάν, ώστε ν' αποφευχθεί η σύγχυση μεταξύ των δύο νομισμάτων.
Κατά κυριολεξία, η λέξη «en» στα ιαπωνικά σημαίνει «στρογγυλό αντικείμενο», όπως και η λέξη γιουάν στα κινεζικά, εννοώντας τα αρχαία κινεζικά νομίσματα που είχαν στρογγυλό σχήμα και χρησιμοποιούνταν ευρέως και στην Ιαπωνία μέχρι την Περίοδο Τοκουγκάουα. Η γραφή και προφορά με το αρχικό y (στα ελληνικά γι) βασίζεται στον λατινικό μεταγραμματισμό μίας παλαιάς γραφής της λέξης. Ο ίδιος συνδυασμός εμφανίζεται σε λέξεις όπως Ουγιέντα, Γιεμπίσου, Ιγιεγιάσου, Ινοουγιέ και Γιέντο. Όπως και στην περίπτωση των ονομάτων Ιαπώνων που ζουν εκτός Ιαπωνίας, ο μεταγραμματισμός του γιεν (yen) έχει αποκτήσει κατάσταση μονιμότητας.
ΝΤΙΡΑΜ
Το ντιρχάμ ή ντιράμ (αραβικά: درهم) είναι το νόμισμα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Έχει κωδικό ISO 4217 AED. Οι ανεπίσημες συντομογραφίες περιλαμβάνουν τα DH ή Dhs. Το ντιρχάμ υποδιαιρείται σε 100 φιλς (fils) (فلس).
Η λέξη ντιράμ ΄΄εχει σχέση με την ελληνική λέξη δραχμή
ΣΕΚΕΛ
To Νέο ισραηλινό σεκέλ (εβραϊκά: שֶׁקֶל חָדָשׁ sheqel ẖadash, αραβικά: شيكل جديد šēkal jadīd, σύμβολο: ₪, κωδικός: ILS) είναι το νόμισμα του Ισραήλ. Χρησιμοποιείται επίσης και ως Νόμιμο χρήμα στα Παλαιστινιακά Εδάφη της Δυτικής Όχθης και στη Λωρίδα της Γάζας. Το νέο σεκέλ διαιρείται σε 100 αγόρα. Αποτελεί μετάφραση της φοινικικής λέξης σέκελ (schequel), που σήμαινε σταθμησμένο ή ζυγισμένο και σταθερό βάρος. Το σέκελ ήταν νόμισμα των λαών της Μέσης Ανατολής.Στα ελληνικά μεταφέρθηκε ως στατήρας.