Ticker

3/recent/ticker-posts

Ποντιακή διάλεκτος

Ποντιακή διάλεκτος

 Ποιοί είναι οι Πόντιοι

Πόντιοι ονομάζονται οι Έλληνες που κατάγονται από την περιοχή του Πόντου, δηλαδή τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, στη βορειοανατολική Μικρά Ασία όπως επίσης και από την περιοχή του Καυκάσου. 

Οι ίδιοι αυτονομάζονται Ρωμιοί. Η παρουσία Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου ανάγεται από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους οπότε η πλειονότητά τους (οι χριστιανοί Πόντιοι) μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τη Γενοκτονία των Ελλήνων Ποντίων που εξαπολύθηκε από τους Νεότουρκους το 1919.

 Όσοι Πόντιοι είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσική Αυτοκρατορία ή είχαν διαφύγει στην ΕΣΣΔ, μετά από ένα σύντομο διάστημα ακμής που ακολουθήθηκε από διωγμούς, αναγκάστηκαν να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση της Ένωσης.

Οι ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου πριν την ανταλλαγή δεν αυτοχαρακτηρίζονταν ως Πόντιοι ενώ παραδοσιακά οι τοπικές ελίτ υιοθετούσαν μια στάση άμβλυνσης των διαφορών τους με τους λοιπούς Έλληνες και περιορισμού των ιδιαιτεροτήτων τους

Η σταδιακή διαμόρφωση μιας ενιαίας ποντιακής ταυτότητας άρχισε να λαμβάνει χώρα μετά τη μετεγκατάσταση του πρώτου ρεύματος προσφύγων στην Ελλάδα μετά το 1922


Χάρτης Δημοκρατίας του Πόντου

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

Η καταγωγή της ποντιακής διαλέκτου από την ιωνική διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής είναι γνωστή και αναμφισβήτητη, γεγονός το οποίο θεμελιώνεται όχι μόνο ιστορικά αλλά και γλωσσολογικά. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η ποντιακή διάλεκτος συντηρεί απλώς λεκτικά λείψανα της ιωνικής, αλλά ότι συνδέεται ποικιλοτρόπως με την αρχαία ελληνική, όπως αποδεικνύεται από πολλές εκφάνσεις της.Η Ποντιακή  διάλεκτος ,όπως συμβαίνει με όλες τις γλώσσες ,δέχτηκε επιρροές από διπλανές στον Πόντο γλώσσες όπως  η Περσική,η Αρμενική ,τα Τουρκικά,η Αραβική,τη γλώσσα  των Ρωμαίων  και τα Σλαβικά

Γι’ αυτό, όσο καλά και να κατέχει την ποντιακή κάποιος, δεν μπορεί να αποκλείσει κατά τη διδασκαλία της όλα εκείνα τα σημεία που προέρχονται από την αρχαία ελληνική.

Πρώτα και κύρια, η αρχαία ελληνική είναι απαραίτητη για να οδηγηθούμε με ασφάλεια στην ετυμολογία των λέξεων. Αν πιστεύει κάποιος ότι η ψιλή και η δασεία είναι παρωχημένα σύμβολα που εξυπηρετούσαν γλωσσικές ανάγκες άλλων εποχών, πώς θα ξεχωρίσει την «ρα» (=κατάλληλη εποχή) που γράφεται με δασεία από την «ρα» (=φροντίδα, μέριμνα) που γράφεται με ψιλή; Η πρώτη λέξη μαζί με το στερητικό «α» μας δίνει στην ποντιακή τον «άγουρο» (=ο νέος, ο άντρας), ενώ η λέξη «ρα» (=φροντίδα, μέριμνα) μας δίνει το παράγωγο στην ποντιακή ρήμα «ωράζω» και «εράζω».

Άλλωστε, και στην κοινή νεοελληνική οι δασείες υπάρχουν και καθορίζουν τη μορφή πολλών λέξεων. Λέμε «ανθυγιεινός», γιατί η λέξη «υγεία» γράφεται με δασεία και αυτό προκαλεί δάσυνση του «τ» της πρόθεσης «αντί»  σε «θ», και «αφαίρεση», γιατί το «αιρώ» δασύνεται και προκαλεί τη δάσυνση του «π» της πρόθεσης «από» σε «φ». Επομένως, μόνο ως επιπόλαιες κι επιφανειακές προσεγγίσεις κρίνονται όσες θεωρούν την κοινή νεοελληνική αποκομμένη από την αρχαία ελληνική.

Ακόμη και στην ερμηνεία των ρημάτων της ποντιακής η γνώση της αρχαίας ελληνικής είναι επιβεβλημένη. Πώς θα εξηγήσει ο διδάσκων την ποντιακή ότι το «έγκα» δεν είναι μόνο ο ιωνικός αόριστος «ήνεικα» του ρήματος «φέρω» αλλά και ο αόριστος του ρήματος «εβγάλλω» και των σύνθετων «επεβγάλλω» και «παρεβγάλλω», που μετατρέπονται αντίστοιχα σε «εξέγκα», «επεξέγκα» και «επαρεξέγκα»;

Η ερμηνεία των ρημάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, όχι μόνο για όσα στοιχεία προέρχονται από την αρχαία ελληνική, αλλά και για να μην παρασυρθεί κανείς και μπερδέψει τη σημασία του ίδιου ρήματος, όταν στην ποντιακή διαφέρει από τη νεοελληνική.

Ενδεικτικά, αναφέρουμε το ρήμα «αποπαίρνω», που στη νεοελληνική σημαίνει «μιλώ απότομα, ψέγω», ενώ στην ποντιακή «αποπαίρω» σημαίνει «καταλαβαίνω, εννοώ, νιώθω» (Άνθιμος Παπαδόπουλος, Ιστορικόν Λεξικόν Ποντικής Διαλέκτου). Γι’ αυτό η ερμηνεία των ρημάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και όχι απευθείας την ταύτιση της ερμηνείας τους με αυτήν της κοινής νεοελληνικής.

Ο παραλληλισμός της ποντιακής με την κοινή νεοελληνική και η ερμηνεία της ποντιακής αποκλειστικά και μόνο με βάση τους κανόνες της νεοελληνικής είναι πέρα για πέρα ακατάλληλη και μαρτυρά την προκρούστεια διάθεση ανθρώπων που δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της.

Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να επιβάλουμε στους ομιλητές των διαφορετικών ιδιωμάτων της ποντιακής τους κανόνες της νεοελληνικής για το τελικό -ν. Για τη χρήση του τελικού -ν στα ποντιακά κάνει λόγο ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στη Γραμματική του, αναφέροντας τα ιδιώματα που το κρατούν και τα ιδιώματα που το αποβάλλουν. Η επιβολή ενός γενικού κανόνα για τους ομιλητές της ποντιακής συνιστά παραποίηση και διαστρέβλωση και θα οδηγήσει σε συγχύσεις, όπως η αποβολή του τελικού -ν στα αρσενικά προκαλούσε σύγχυση για το γένος του ουσιαστικού. Γι’ αυτό ακούγονται τύποι στον πληθυντικό όπως «τα φάκελα», από ομιλητές κυρίως προηγούμενων γενεών, που είχαν μάθει από το γλωσσικό τους περιβάλλον πως τα αρσενικά κρατούν το -ν.



Α

Αβούτο/Αούτο =Αυτό 
Αγγόνα =Φίδι 
Αγδήν Κονίαμα = Γουδοχέρι 
Αγελάδ/Xτήνον/Βούδ=Αγελάδα 
Αγλιανεύκουμαι Περνάω =ευχάριστα 
Αγνόν =Περίεργο 
Aγραεύω/'γραεύω =Παθαίνω 
Αγράμπελον Άγριο =Αμπέλι 
Αγράνεμον Άγριος =Ανεμος 
Αγρασεύω =προσπαθώ 
Aδακά Εδώ =πέρα 
Αερόπον =Άνεμος 
Αέτς =Έτσι 
Αζπάρια =Αυλόπορτες ή εξώπορτες παράθυρου 
Αητέντς =Αετός 
Άθια =Άνθη 
Αίκος =Τέτοιος 
Α'ι'τέστε =Προχώρα 
Ακεκά =Εκεί πέρα 
Άκλερο =Που δεν εχει οικογενεια, ο μονος 
Άλας =Αλάτι 
Αλικόν =Με αλάτι 
Άμον =Σαν 
Άναβα =Εκτός 
Άναλον =Ανάλατο 
Aναχάπαρα =Ξαφνικά 
Αναμένω =Περιμένω 
Aνέντροπος =Αυτός που δεν ντρέπεται 
Αντρίζ' Γυναίκα =Παντρεύεται 
Αξινάρ =Τσικούρι 
Απάν =Επάνω 
Απαρδάλια =Μονοχρωμία 
Απές =Μέσα 
Απονεγκάσκουμαι ή αναπάουμαι =Ξεκουράζομαι 
Αποχασμούμαι =Χασμουριέμαι 
Aπουρπουνού =Πρωΐ 
Αραεύω =Γυρεύω 
Άρκος =Αρκούδα 
Aρλανεύκουμαι= Στεναχωριέμαι (ή παραπονιέμαι) 
Αρλίν =Στεναχωρεμένο αλλα και Παραπονιάρικο 
Αρωθυμία =Αποθυμία 
Ασηράχαντος =Σκαντζόχοιρος 
Ασλαεύω =Εμβολιάζω (φυτά) 
Aτεβήρευτον =Αυτό που στέκει όρθιο 
Aτλαεύω =Kανω μεγάλω βήμα,υπερπηδώ 
Ατό =Αυτό 
Ατσάπαν(Άτσαπα) ='Αραγε 
Ατώρα =Τώρα 
Αφκά =Κάτω 
Άφτει (Ν'άφτει)= Να ανάψει 
Αφώτιστο =Αβάπτιστο 
Αχάντ =Αγκάθι 
Αχούλ' =Το μυαλό 
Aχπαραγμένο =Τρομαγμένο 
Άψιμον =Πήρε φωτιά


Β

Βάλον/Βάλεν =Βάλε 
Βαρεσιγμένο =Οκνηρό 
Βούραν =Xούφτα 
βουρκιάντ =ξύλο που χτυπούσανε τα βόδια 
Βρούλα =Φωτιά


Γ

Γαιδούρ/Γαιδίρ =Γάιδαρος 
Γαίς =Λωρίδα 
Γαρή =Σύζυγος 
Γενεάν= Γενεά 
Γεράν =Πληγή 
Γιεργάν= Πάπλωμα 
Γιοσμάς =Λεβέντης, όμορφος 
Γλουπίζω =Ξεφλουδίζω 
Γομάτο =Γεμάτο 
Γομώνω =Γεμίζω 
Γούλα =Λαιμός 
Γονουσεύω =Μιλάω 
Γουρπάν(ι) =Θυσία 
Γουρτάρεμαν= Σωτηρία 
Γουρταρεύω =Σώζω 
Γουζεμέντζα/Κουζεμέντζα= Θυμωμένη 
Γρέα =Γριά 
Γυναικίζ' =Ο άντρας παντρεύεται


Δ

Δάκω =Δαγκώνω 
Δέβα =Πήγαινε 
Δέβολον =Διάβολος 
Δεξάμενος= Νονός 
Δουλία =Δουλειά


Ε

Εβώρα =Ίσκιος 
Έγκα =Έφερα 
Eγομώθαν =Γέμισαν 
Εγρoίξα =Κατάλαβα 
Εκλείδωσα =Κλείδωσα 
Εκούξεν =Φώναξε 
Έκσα =Άκουσα 
Έκσες =Άκουσες 
Eλάτο =Χριστουγεννιάτικο Δέντρο 
Ελέα =Ελιά 
Eλέπω= Βλέπω 
Eμέτσα =Μέθυσα 
Εμοβόρα =δεν είναι φυλική 
Ενέσπαλα =Ξέχασα 
Εντόκα =Χτύπησα 
Εέντονε =Έγινε 
Έξαψα =Άναψα 
Εξέβα =Βγήκα 
Επέζεψα= Βαρέθηκα/Συγχάθηκα 
Εποίκα =Έκανα 
Ερούξεν =Έπεσε 
Εσασίρεψα= Μπερδεύτηκα 
Έσειρα =Πέταξα 
Εσκούται / Σηκούται =Σηκώνεται 
Eτιγνάεψα =Kατάλαβα 
Eτσαραφήγα =Γραντζουνίστηκα 
Εφέκα =Άφησα 
Εφτάγω =Κάνο 
Eφτουλάξα= Παθαίνω ασφυξία ή Σταναχωρέθηκα 
Εχαρέθα =Πήρα χάρη


Ζ

Ζαέρ =Μάλλον μπορεί 
Ζαντός= Τρελλός 
Ζαντή/Ζαντέσα =Τρελλή 
Ζαρωτά =Στραβά  
Ζενγκιλούκ =Πλούτος 
Ζονάρ= Ζώνη 
Ζουβάλ= Ενα είδος καλαμποκιού


Η

Hβρίζω =Καθάρισμα σιταριού ή σουσάμι 
Ήμσον =Μισό


Θ

Θελκούρας =Άταχτα Κορίτσια 
Θiγατέρα =Κόρι 
Θρημούλια ή θρυμουλόπα =Ψίχουλα


Ι

Ιθάκ= Στήθος της Αγελάδας 
Ιλιαεύω= Χαιδεύω 
Ιμς =Μισό 
Ινιάτ ή ινάτ =Πείσμα


Κ

Καλατσεύω =Μιλάω 
Καλομάνα =Γιαγιά 
Κανείται =Φτάνει 
καράκωσε =κλείδωσε 
Κάτα =Γάτα 
Kέλεου μεγάλος =ποντικός 
Κεπίν =Κήπος 
Καρά =Μαύρο 
Καρδόπον =Καρδιά 
Καρτόφα =Πατάτα 
Καταμάγια= Το ξύλο με το βρεγμένο πανί 
Κεβιαζιάς =Πολυλογάς 
Κεβεζού =Κάποια που μιλάει πολύ 
Κιφάλ =Κεφάλι 
Κλώσκουμαι =Γυρνάω 
Κονεύω =Μπαίνω 
Κορτσόπον =Κορίτσι 
Κοσσάρα= Κότα 
κοτός =καλαμπόκι 
κουνίεται =κουνιέται 
Κούπα =Mπρούμυτα 
κουτούνα =κοτσάνι 
Κουτσή =Κορίτσι 
Κρομίδ =Κρεμμύδι 
κχύνω =Ρίχνω


Λ

Λαϊσκουμαι =Κουνιέμαι 
Λαΐστέρα =Κούνια/Κουνίστρα 
Λάσκουμαι= Τριγυρνάω 
Λαχόρ =Λωρίδα 
Λελέυω =Λατρεύω 
Λειβαδοτόπα =Λειβάδια 
Λεφτοκάρ =Φουντούκι 
Λίβ(ι)α =Σύννεφα 
Λιθάρ =Πέτρα 
Λινέα =Σύρμα που κρεμούσαν τα ρούχα 
Λυκοκαλομάνα =Πρόγιαγιά 
Λώματα =Ρούχα


Μ

Μαερεύω =Mαγειρεύω 
Μαντζίρα/Ξύγαλα =Γιαούρτι 
Μάραντα =Λουλούδια 
Μεντζόν Κάποιον =Φωνάζω 
Μιντίκ= Μικρό/Ζωηρό 
Μοθοπώρ= Φθινόπωρο 
Μονάζω =Φιλοξενώ


Ν

Ναζλής =Ναζιάρης 
Ναινά =Καθρέφτης 
Νακενάρ =Mανιτάρι (Σάντα) 
Nαλίν =Tσοκαρο 
Ναμούς =Συνείδηση 
Nάρ =Ρόδι 
Νεβίζω =Σβήνω 
Νέγκασμα / Νεγκασίαν =Κούραση 
Νέισα =Νέα 
Νεμπέφτει =Πέφτει 
Νεραξία/Νερεσία =Σίχαμα 
Νέτση (απο το νε κουτσή) =Κορίτσι 
Νιάτ =Ο τρόπος συμπεριφοράς (ενός ανθρώπου) 
Nιάτ =Σκοπός/θέληση/γνωμη 
Νίφκουμαι / Νίβομαι= Πλένω το πρόσωπό μου 
Νισαλού= Αρραβωνιαστικιά 
Νισάν =Σημάδι 
Νοσσάκα =Πουλάδα 
Νούνιγμαν =Σκέψη 
Νουνίζω =Σκέφτομαι 
Νούντζον =Σκέψου 
Ντο= Τι 
Νύφε =Νύφη 
Νυφέπαρμαν= Γαμπρός & Κουμπάρος πηγαίνουν νύφη στην εκκλησία 
Nυχτοπούλ =Nυχτοπούλι


Ξ

Ξάι = Καθόλου 
Ξαν =Ξανά 
Ξύνω =Ρίχνω


Ο

Ογραεύω =Παθαίνω 
Oκνέας =Τεμπέλης 
Ομάττια =Μάτια 
Oμούτ =Eλπίδα 
Oμνίσκουμε/Ορκίσκουμε= Ορκίζομαι 
Ονίδισμαν =Kοροϊδία 
Οξαεύω =Χαιδεύω 
Οξοπίς =Πίσω 
Οπις =Πίσω 
Οράζω/Οριάζω =Προσέχω/Παρακολουθώ 
Όραμαν =Όνειρο 
Oρμάνε =τα δάση 
Ορμίν =Ποταμάκι 
Ορτάρι =Kάλτσα 
Οφίδ =Φίδι 
Οφύγον= Φύγε 
Oψε =Εχθές


Π

Παλαλέσα =Τρελή 
Παλαλός =Παλαβός 
Παράδας =Λεφτά 
Παρχάρ =Οροπέδιο 
Πατήτσια =Φασολάκια 
Πατσί =Αδερφή 
Περισιάν =Ακατάστατος / Aτημέλητος 
Περισάντς =Tαλαιπωρημένος, τυρρανισμένος 
Πεσλεεύω =Θρέφω 
Πεχλιβάν =Παληκαράς 
Πεγάδ =Πηγάδι 
Πεγαδομάτε =Μάτι του Πηγαδιού 
Πίλικο =Φάκελο 
Πιλπίλ =Tο "μπλαμπλα" 
Πιπίλ =Σπόρος 
Πoίσον =Κάνε 
Ποδάρ =Πόδι
Πολεμώ =Προσπαθώ 
Πουργού Μικρί =Σίδερο για τρυπάνι 
Πουτσή =Κορίτσι 
Πυρίφτε =Ξύλο που έριχναν το ψώμι


Ρ

Ραγκάν =Κορυφή του Βουνού 
Ρακάν =Μικρό Ύψωμα 
Ραχία =Βουνά 
Ράσα =Ώμος 
Ραχνά =Αράχνη
Ρεβόλ =Είδος πιστολιού 
Ρίζα μ' Ρίζα μου= (χαϊδευτικό, χρήση όπως το πουλί μ') 
Ρωθωνίζω =Ροχαλίζω 
Ρούζω =Πέφτω


Σ

Σα =Στα 
Σαλαχανέας/ού =Κάποιος/οια που τριγυρνάει πολύ 
Σαμαρτσούκ(Σαμαρτσούχ) =Ένα είδος δέντρο 
Σαρί =Ξανθό 
Σαφλάς= Σάλια 
Σαφλέας= Σαλιάρης 
Σαχτάρ =Στάχτη 
Σεβάσκομαι =Σέβομαι 
Σεβντά =Αγάπη 
Σείρω =Να Πετάξω 
Σεκέρ =Ζάχαρη 
Σερεύω =Μαζεύω 
Σέφτελος= Χαζός 
Σιασιουρεμένος =Μπερδεμένος 
Σιάπκα/Σιάφκα =Καπέλο 
Σιλευτέρ =Σφουγγαρόπανο και για άνθρωπο απαξιωτικό
Σιλεύω =Σφουγγαρίζω 
Σιρ =Πετάω 
Σκαμνίν =Σκαμνί 
Σκολέκ =Σκουλίκι 
Σκωτούσαι= Σκοτώνεσαι 
Σκούμαι =Σηκώνομαι 
Σκυλάζω =Βρωμάω 
Σορός =Δάση 
Σούκ =Σήκω 
Σουμάδεμαν =Αρραβώνας 
Σουμπούλα =η κουνιστή και όμορφη 
Σουρούκ/Σουρούχ =Μακρύ ίσιο ξύλο για διάφορες χρήσεις 
Σοχάγα/Σοκκάκι= Μικρό δρομάκι 
Σπαλίζω= Κλείνω 
Σπαριέλ =Σουτιέν 
Σπογγίζω =Σκουπίζω 
Στα/Αστά ή Εστά =Σταμάτα/Περίμενε 
Στούδ =Κόκκαλο 
Στράτα =Δρόμος ή Πεζοδρόμιο


Τ

Ταγιανίζω =Aντέχω 
Ταπιάτ =Χαρακτήρα 
Ταρά(γ)ουμαι =Aνακατεύομαι 
Ταράζω =Ανακατεύω 
Tαραήλτς ή ταραήλες =Το ουράνιο τόξο 
Tαραπουτζίζ =Χοροπηδάω 
Τελένω =Τελειώνω 
Τεμέτερον =Δικό Μας 
Τ'εμόν =Δικό Μου 
Τ'εσόν =Δικό Σου 
Τέρεν =Κοίτα 
Τεστόπον =Στάμνα 
Τιδέν =Τίποτα 
Τιζεύω= Bάζω στη σειρά 
Τοσπαγάνος =Χελώνα 
Τρανίνω =Mεγαλώνω 
Τσαίζω =Φωνάζω 
Τσαμουρένεν τεστόπον =Xωμάτινη στάμνα 
Τσαρτιλίζ =Σπινθηρίζει 
Τσαφίζω/τσαφίουμαι ή κνέσκουμαι =ξύνομαι 
Τσερίζω =Σκίζω 
Τσιλίδ =Κάρβουνο 
Τσιλντεύω =Ουρώ 
Tσαμούρια =Λάσπες 
Τσιλίδια =Κάρβουνα 
Τσιμίσκος =Ηλίανθος 
Τσουμίζω =Στραγγίζω 
Τσουμούρ =Ψίχουλα απο ψωμί μαζί με λάδι τηγανιτό 
Τσούνα =Σκύλα


Υ

Ύειας =Υγεία 
Υλάζω =Γαβγίζω (λέω κάτι δυνατά)


Φ

Φάζω =Ταϊζω 
Φο(γ)ούμαι =Φοβάμαι 
Φουρκίζω =Πνίγω 
Φουρνίν =Φούρνος 
Φουρνός =Βάτραχος 
Φρανταλα =Όμορφη γυναίκα 
Φτουλίζω =Ξεπουπουλιάζω, μαδάω 
Φωταχτερέας =Φωτισμένoς (λάμπει) 
Φωταχτερού =Φωτισμένη (λάμπει)


Χ

Xαθ =Χάσου 
Xαιρετίας =Χαιρετισμούς 
Χαμούφτας =Φράουλα 
Χαντιλιάγουμαι =Γαργαλιέμαι 
Χαντόσχερο =Σκαντζόχηρος 
Χασεύω/ζεματώ =Καίω 
Χάταλα =Παιδιά 
Χαψία =Ψάρια 
Χείλε =Τα Xείλη 
Χίλε =Χίλια 
Χερ' =Χέρι 
Χερόπον =Χέρι 
Χουζάρ =Πριόνι 
Χουλέν =Ζεστό 
Χουλιάρ =Κουτάλι 
Χτήνον =Αγελάδα


Ψ

Ψαλαφώ =Ζητώ 
Ψη =Ψυχή 
Ψη μ' =Ψυχή μου


Ω

Ωβάζω =Κάνω αυγά 
Ωβοτάραχον =Ταραμάς,χαβιάρι 
Ωβόν =Αυγό 
Ωνώ =Τεμπελιάζω 
Ωμεσα= Ωμή 
Ωμίν =Ωμός 
Ωράζω (Ωριάζω) =Προσέχω ένα μέρος 
Ωρίαγμαν =Φροντίδα,Επιτήρηση 
Ωτιν =Αυτί 
Ωφ =Επιφώνημα πόνου/στεναχώριας 
Ωφλαεύω =Αναφωνώ την λέξη 'Ωφ'