Ticker

3/recent/ticker-posts

Από που πήραν το όνομά τους οι θεοί των διαφόρων θρησκειών

Τι είναι θεός; 

Με τον γενικό όρο Θεός (πληθ. θεοί, θεές) εννοείται η υπέρτατη οντότητα, το υπερφυσικό ον ή γενικότερα μία οντότητα με υπερφυσικές δυνατότητες. Στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Θεός φέρεται ως ο δημιουργός όλου του Κόσμου.
Στην αρχαιότητα, στην βοιωτική διάλεκτο, σύμφωνα με το λεξικό Liddell-Scott, η λέξη απαντούσε ως θιός ή σιός, στην Λακωνική σιός, στη Δωρική θεύς, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα και στην Καινή Διαθήκη, ως Θεός. Η έκταση της δικαιοδοσίας της έννοιας του θεού ή των Θεών στην Ελληνική Μυθολογία ποικίλλει από μυθολογία σε μυθολογία. Ως Θέαινα ή Θεά απαντάται η θηλυκή θεότητα, παρούσα κυρίως στις πολυθεϊστικές θρησκείες.Οι περισσότεροι θεοί εμφανίζουν ανθρωπομορφικό χαρακτήρα, κίνητρα και συμπεριφορά

θεός, ήδη μυκηναϊκή 𐀳𐀃 (te-o). Πολλές εκδοχές ετυμολόγησης. Δε συνδέεται με τη λατινική deus, ούτε με λέξεις παλιότερων υποθέσεων (όπως θόος ή θέω. 

Πιθανολογείται αναγωγή σε θέμα που υπάρχει και στο τίθημι ως εξής: πρωτοελληνική *tʰehós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dʰéh₁s < *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s 

Τι είναι θρησκεία;

Θρησκεία είναι πολιτιστικό σύστημα σχεδιασμένων ηθών, συμπεριφορών, απόψεων και καθημερινών πρακτικών, όπως κοσμοθεάσων, ιερών κειμένων, ιερών τόπων και οργανισμών τα οποία συνδέουν τους ανθρώπους με υπερφυσικά φαινόμενα ή οντότητες.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος 2,5[Ι 665 a]η λέξη θρησκεία ετυμολογείται από τη λέξη Θρήσσα-Θρήσσαι, δηλαδή από τις μυημένες στα Καβείρια μυστήρια θράκισσες γυναίκες που καταλαμβάνονταν από ενθουσιασμό και ιερή μανία.

Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ


Ας δούμε από πού πήραν το όνομά τους οι θεοί

Ήλιος (αρχαία ελληνικά: Ἥλιος, Ἠέλιος στην Ομηρική διάλεκτο, αλλά και Αέλιος) είναι το όνομα του θεού και προσωποποίηση του ήλιου στην αρχαία Ελληνική θρησκεία και μυθολογία. Στην αρχαία τέχνη συχνά εμφανίζεται ως ένας νεαρός άνδρας με ηλιακό στέμμα που οδηγεί ένα τέθριππο στον ουρανό. Λόγω της ιδιότητάς του ως Ήλιος που βλέπει τα πάντα, ήταν και θεός των όρκων.

Ο Ήλιος εμφανίζεται σε πολλά έργα της Ελληνικής μυθολογίας, ποίησης και λογοτεχνίας, όπου παρουσιάζεται ως ο γιος του Υπερίονα και της Θείας, αδελφός της Σελήνης (θεά του φεγγαριού) και της Ηούς (θεά της αυγής).

Ο άνθρωπος λάτρεψε από τα πανάρχαια χρόνια τον Ήλιο ως τον υπέρτατο θεό όχι μόνον για τη θερμότητά του, αλλά κυρίως για το φως του. Ο Ήλιος ήταν ο ζωοδότης και φωτοδότης θεός. Άλλωστε μέχρι την ανακάλυψη της φωτιάς το άπλετο φως του Ήλιου, καθώς και το αμυδρό φως της Σελήνης, ήταν ο μοναδικός τρόπος φωτισμού στη Γη. Όλοι οι αρχαίοι λαοί λάτρευαν τον φωτοδότη και ζωοδότη Ήλιο. Ήταν ο Ούτου των Σουμερίων, ο Σαμάς των Ακκαδίων, ο Ελ των Φοινίκων και των Χαναναίων, ο Μολώχ των Αμμωνιτών, ο Χιμώχ των Μωαβιτών, ο Άμμων-Ρα των Αιγυπτίων, ο Μίθρα των Περσών, ο Σούρυα των Ινδών, ο Φοίβος-Ήλιος για τους αρχαίους Έλληνες. Επόμενο ήταν, λοιπόν, όλοι οι αρχαίοι λαοί να καθιερώσουν προς τιμήν του Ήλιου τις λαμπρότερες γιορτές τους, ιδιαιτέρως στις ισημερίες και τα ηλιοστάσια, αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά σημεία της φαινόμενης τροχιάς του Ήλιου, που υποδήλωναν και υποδηλώνουν το πέρασμα από τη μια εποχή στην άλλη. 

Η ελληνική λέξη ἥλιος (πρότερη μορφή ἡϝελιος) προέρχεται από την Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη για τον ήλιο seh₂u-el ή   *s(e)wol-, ή *sawel- και συγγενεύει με τη Λατινική sol, Σανσκριτική surya, και Παλαιοαγγλική swegl, Ουαλική haul. Η λέξη "Ελένη" κατά κάποιους έχει παρόμοια ετυμολογία και ίσως υποδεικνύει μια ηλιακή πλευρά της Ελένης.


Η λατρεία των  12 θεών του Ολύμπου


ΔΙΑΣ

Aνώτατος θεός των αρχαίων Ελλήνων και κύριος των άλλων, από το PIE *dewos- «θεός» (πηγή επίσης του λατινικού deus «θεός», παλαιοπερσικό daiva- «δαίμων, κακός θεός», παλαιοεκκλησιαστικά σλαβονικά deivai , σανσκριτικά deva-), ή από τη ρίζα *dyeu- «να λάμπω»,  Η αίσθηση  «αν ήταν αρχικά θεός του ήλιου ή ως φωτιστής» δεν είναι  ξεκάθαρο.

ΗΡΑ

Αδελφή και σύζυγος του Δία, ο τύπος της ενάρετης γυναίκας, από την ελληνική Hēra, κυριολεκτικά «προστάτιδα», που σχετίζεται με τον «ήρωα» του hērō, αρχικά «υπερασπιστής, προστάτης"
ΑΘΗΝΑ
Ελληνική θεά της σοφίας, της δεξιοτεχνίας στις τέχνες, του δίκαιου πολέμου κ.λπ.,   που χρονολογείται στους Μινωικούς χρόνους, που απεικονίζεται με ένα φίδι και προστατεύει το παλάτι. «Όπως η ίδια η θεά, το όνομα είναι προελληνικό» . Ταυτίστηκε από τους Ρωμαίους με τη Μινέρβα τους.

ΠΟΣΕΙΔΩΝ
Έλληνας θεός της θάλασσας και των σεισμών, ένας από τους αρχηγούς Ολύμπιους, αδελφός του Δία, Έλληνας Ποσειδώνας (Δωρικός Ποτείδανος), όνομα αβέβαιης προέλευσης

ΑΡΗΣ

Η αρχαιότερη μορφή τού θεωνυμίου Ἄρης συναντάται στη Γραμμική Β΄ με τον τύπο a-re = Ἄρει (τύπος δοτικής). Η ετυμολογική προέλευση δεν είναι επιβεβαιωμένη· συνήθως προτείνεται η σύνδεση με το αρχ. ἀρή/ἀρά «κατάρα, καταστροφή» ή με το αρχ. ἄρος «βοήθεια, όφελος», αν και αρκετοί θεωρούν πιθανή την προελληνική του αρχή. Δεν σχετίζεται ετυμολογικά με το αντίστοιχο λατινικό Mars, -tis.

ΑΠΟΛΛΩΝ
Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είναι αγνώστου ετύμου. Μπορεί να προέρχεται από το “άπελος”, που σημαίνει “δύναμη” - στον Όμηρο, ο αδύναμος είναι “ολιγηπελέων”. Ή, μπορεί να σχετίζεται με το “απέλλαι” που σημαίνει “ιερά”

ΗΦΑΙΣΤΟΣ

Ήφαιστος Ο θεός της φωτιάς και των τεχνών. Το όνομά του προέρχεται α) από το ρ. φάω = φωτίζω + ἵστωρ = ο γνώστης, δηλαδή αυτός που είναι ειδήμων στη γνώση του φωτός ή της φωτιάς, β) από το ἅπτω = ανάβω, γ) από το Άφαιστος: προθετικό α + φαιστός

ΕΡΜΗΣ

Γιος του Δία και της Μαίας στην ελληνική μυθολογία. Ολύμπιος αγγελιοφόρος και θεός του εμπορίου, των αγορών και των δρόμων. προστάτης των βοσκών, των ταξιδιωτών και των απατεώνων. χαριστής της καλής τύχης, θεός των μυστικών συναλλαγών και μαέστρος των νεκρών. από το ελληνικό Ερμής, λέξη άγνωστης προέλευσης

ΑΡΤΕΜΙΣ

Ελληνική θεά του φεγγαριού, των άγριων ζώων, του κυνηγιού, του τοκετού κ.λπ. κόρη του Δία και της Λητούς, δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα. Το όνομα τής Αειπαρθένου Αρτέμιδος προέρχεται από το επίθετο «αρτεμής», δηλαδή «σώος, ακέραιος, υγιής», το οποίο, με την σειρά του, συντίθεται από τις λέξεις «άρτιος» (τέλειος, πλήρης) και «τέμνω» (κόβω, τεμαχίζω).

ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Ελληνική θεά της αγάπης και της ομορφιάς, προσωποποίηση της γυναικείας χάρης, δεκαετία του 1650. οι αρχαίοι πήραν το όνομά της από την ελληνική αφρός «αφρός», από την ιστορία της γέννησής της, αλλά η λέξη είναι ίσως μάλλον από το φοινικικό Ashtaroth (ασσυριακό Ishtar). Ο Beekes γράφει, "Καθώς η θεά φαίνεται να είναι ανατολίτικης καταγωγής..., το όνομα πιθανότατα προέρχεται επίσης από την Ανατολή... Μπορεί να εισήλθε στα ελληνικά μέσω άλλης γλώσσας." Και καταλήγει, «[Φαίνεται] πιθανό ότι το όνομα προήλθε από τη μία γλώσσα [sic] που για ιστορικούς λόγους θα έπρεπε να περιμένουμε να είναι σχετικές: την κυπριακή φοινικική».

Συνδέθηκε από τους Ρωμαίους με την VENUS, η οποία αρχικά ήταν μια λιγότερο σημαντική θεά. 

ΔΗΜΗΤΡΑ
Η Ολύμπιος θεά της γεωργίας και της χρήσιμης βλάστησης, προστάτιδα της κοινωνικής τάξης και του γάμου, μητέρα της Περσεφόνης, Σύνθετη λέξη το δεύτερο συνθετικό  είναι το μήτηρ - μητέρα , το πρώτο συνθετικό πιθανώς από το da, δωρική μορφή του ελληνικού gē «γη» (βλ. Γαία), αλλά οι Liddell & Scott το βρίσκουν «απίθανο» και ο Beekes γράφει, «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το [da] σημαίνει «γη», αν και έχει λήφθηκε επίσης στο όνομα του Ποσειδώνα». 

ΑΔΗΣ

Ο Άδης (γνωστός και ως Άιδης, πολυτονικώς: ᾍδης) γενικά στην Ελληνική Μυθολογία σήμαινε τόσο τον κάτω κόσμο όπου μεταβαίνουν οι ψυχές μετά θάνατο όσο και την ίδια ιδεατή ανθρωπόμορφη δύναμη που κυβερνούσε αυτόν τον χώρο. Η λέξη αρχικά αναφερόταν αποκλειστικά στον θεό. Η γενική πτώση της λέξης (Ἅιδου), ήταν συντόμευση της φράσης «σπίτι του Άδη», αλλά τελικά και η ονομαστική της λέξης άρχισε να περιγράφει την κατοικία των νεκρών.
Ετυμολογικά ο Άδης < αρχαία ελληνική ᾍδης < ἀ- στερητικό + ἰδεῖν(από τη ρίζα PIE *weid- "βλέπω")

ΕΣΤΙΑ 

Κατά την ελληνική μυθολογία, η Εστία είναι η θεά της εστίας, της οικιακής ζωής και της οικογένειας, η οποία λάμβανε την πρώτη προσφορά σε κάθε θυσία που λάμβανε χώρα σε μια οικία και δεν είχε δημόσια λατρεία. Στη ρωμαϊκή μυθολογία, παρεμφερής αυτής είναι η Βέστα (ομόηχη λέξη, η οποία έχει προκύψει από δάνειο της ρίζας της) και προσωποποιούσε τη δημόσια εστία, της οποίας η λατρεία έδενε τους Ρωμαίους με μια μορφή ευρύτερης οικογένειας.
Ετυμολογικά προέρχεται , από  τη ρίζα  της ΠΙΕ *wes- (3) "να κατοικώ, να μείνω" (πηγή επίσης του σανσκριτικού vasati "μένει, κατοικεί", γοτθικά wisan, παλιά αγγλικά, παλιά ανώτερα γερμανικά wesan "να είναι" )

Οι Θεοί των Αρχαίων Περσών

Ο Ζωροαστρισμός είναι μια από τις παλαιότερες θρησκείες που έχουν ακόμη οπαδούς. Η εμφάνισή του χρονολογείται περίπου 2.600 χρόνια πριν, ως ριζική αναμόρφωση της πολυθεϊστικής ιρανικής θρησκείας, η οποία επικράτησε στην Περσική Αυτοκρατορία με κρατική υποστήριξη. Ο Ζωροαστρισμός διατηρεί κάποιες από τις πρακτικές της προϊστορικής, κοινής ινδοϊρανικής θρησκείας και επομένως παρουσιάζει ομοιότητες με τον Ινδουισμό της βεδικής περιόδου, όπως π.χ. την πυρολατρεία, ορισμένες μυθικές αφηγήσεις και τον σεβασμό προς τις δυνάμεις της φύσης.

ΑΧΟΥΡΑ ΜΑΖΔΑ

Το βασικό δόγμα του Ζωροαστρισμού περικλείεται στα εξής χαρακτηριστικά διακριτικά στοιχεία:

  • Υπάρχει ένας καθολικός και υπερβατικός θεός, με την ονομασία Αχούρα Μάζντα (= σοφός κύριος) μόνος αδημιούργητος δημιουργός, ο οποίος και αποτελεί το αντικείμενο κάθε λατρείας. Από τον Αχούρα Μάζντα προέρχεται καθετί καλό. Είναι σοφός και δημιούργησε το σύμπαν. Επιβλέπει τις ενέργειες των ανθρώπων. Κατεξοχήν σύμβολα του Αχούρα Μάζντα, είναι ο Ήλιος και το Πύρ. Ο μονοθεϊσμός του Ζωροαστρισμού είναι βασικό χαρακτηριστικό. Δίνεται έμφαση στην υπερβατικότητα του θεού, ο οποίος είναι εντελώς απαλλαγμένος από ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. Γι' αυτό οι Πέρσες δεν είχαν αγάλματα
Αχούρα Μάζντα < Ahura Mazda < αβεστική . Στα αρχαία ελληνικά ονομάζονταν  Ὠρομάσδης .
Ετυμολογική ανάλυση:ο Θεός του Ζωροαστρισμού, από το Αβεστανό ahura- «πνεύμα, άρχοντας», από τα ινδοϊρανικά *asuras, από την κατάληξη της ρίζας PIE *ansu- «πνεύμα»  +  mazda- «σοφός», από το PIE *mens -dhe- "να βάλω το μυαλό" (από τη ρίζα *men- (1) "να σκέφτομαι" + ρίζα *dhe- "να θέτω, να βάζω")

ΜΙΘΡΑΣ

Αρχαίος Περσικός θεός του φωτός ή του ήλιου, που τελικά θεωρήθηκε ως κυρίαρχος του υλικού και πνευματικού σύμπαντος.Ετυμολογικά έχει σχέση με το ινδο-ιρανικό *mitram «συμβόλαιο», από όπου *mitras «συμβατικός εταίρος , φίλος», Ίσως από τη ρίζα PIE *mei-  "να αλλάξω, να ανταλλάξω", σχετικά με την έννοια του "θεού του συμβολαίου" [Watkins].Θα μπορούσε κατά την γνώμη μου να έχει σχέση  και με την αραβική λέξη مسطرة-misthra που προσδιορίζει αυτόν καθορίζει τα πράγματα -αγγλικά ,the ruler
Επίσης θα μπορούσε να έχει σχέση με την ρίζα της ΠΙΕ *meg- που σημαίνει ο μέγας, το οποίο σαν έννοια δεν απέχει και πολύ από αυτό που πίστευαν για τον Μίθρα 

Σχετίζεται με τη σανσκριτική Mitrah, μια βεδική θεότητα που σχετίζεται με τη Βαρούνα. «Το όνομά του είναι μια από τις αρχαιότερες ινδικές λέξεις που διαθέτουμε, και βρίσκεται σε πήλινες πλάκες από την Ανατολία που χρονολογούνται περίπου στο 1500 π.Χ.». [Calvert Watkins, "Dictionary of Indo-European Roots", 2000]. Η λατρεία του υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους και γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα στην πρώιμη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. 

ΘΕΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΊΩΝ ΑΙΓΥΠΤΊΩΝ 

Όσιρις
όνομα ενός κύριου θεού της Αιγύπτου, κριτής των νεκρών, από το λατινικό Osiris, από το ελληνικό Όσιρις  από το αιγυπτιακό Asar. Στην αρχή της χριστιανικής εποχής η λατρεία του επεκτάθηκε στη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και τη Ρώμη


Ra
"Κύριος θεός του ήλιου με κεφάλι γερακιού της αιγυπτιακής μυθολογίας", από το αιγυπτιακό R' "ήλιος, ημέρα".
Ίσις
Αιγυπτιακή θεά, από την ελληνική Ίσιδα, από την αιγυπτιακή Hes, γυναικεία θεότητα που ταυτίζεται από τους Έλληνες με την Ιώ. Διακρίνεται σε οπτικές αναπαραστάσεις από τον ηλιακό δίσκο και τα κέρατα αγελάδας στο κεφάλι της.
Άνουβις
τσακαλοκέφαλος θεός της αιγυπτιακής θρησκείας, που ταυτίστηκε από τους μεταγενέστερους Έλληνες με τον Ερμή τους, από το ελληνικό Anoubis, από το αιγυπτιακό Anpu, Anepu.
Θώθ
αρχαίος αιγυπτιακός θεός της σοφίας και της μαγείας, των ιερογλυφικών και του υπολογισμού του χρόνου, από τα λατινικά, από τα ελληνικά Thoth, από την αιγυπτιακή Tehuti. Συνήθως παριστάνεται ως ανθρώπινη φιγούρα με κεφάλι ίβης. Από τους Έλληνες, αφομοιωμένους με τον Ερμή τους.


Θα συνεχίσουμε με την Χριστιανική θρησκεία

ΜΕΣΣΙΑΣ 

Ο όρος μεσσίας αποτελεί ελληνική μεταφορά του εβραϊκού όρου μασιάχ (מָשִׁיחַ‎), που σημαίνει «χρισμένος», ενώ η πάγια ελληνική απόδοση του όρου είναι χριστός. Αρχικά σήμαινε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο χριόταν με λάδι κατά την ανάληψη ενός αξιώματος μεταξύ των αρχαίων Ισραηλιτών. Η  διαδικασία  να χριστει κάποιος αφορούσε τον Αρχιερέα, τον Βασιλιά και, μεταγενέστερα, τους προφήτες.

Στη σύγχρονη εποχή ο όρος Μεσσίας μπορεί να περιγράφει:

  1. Σύμφωνα με τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών (Παλαιά Διαθήκη), τον αναμενόμενο βασιλιά από τη γραμμή του Δαβίδ ο οποίος θα κυβερνήσει όλη την ανθρωπότητα. Μέσα στα πλαίσια του Ιουδαϊσμού υπάρχουν ποικίλες ερμηνείες για την ταυτότητα και τον ρόλο του.
  2. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, τον Ιησού Χριστό ο οποίος αποτέλεσε την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης ως ο Βασιλιάς της Βασιλείας του Θεού και Αρχιερέας μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού. Μεταξύ των Χριστιανών υπάρχουν ποικίλες αντιλήψεις ως προς τον τρόπο που ασκεί τη βασιλεία του επί της ανθρωπότητας. Το Ισλάμ, επίσης, αναφέρεται στη μελλοντική μεσσιανική δράση του Ιησού.
  3. Με γενικότερη έννοια, οποιοδήποτε πρόσωπο ισχύος το οποίο αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην επίλυση κρίσιμων ζητημάτων.

ΙΗΣΟΥΣ


Το όνομα Ιησούς (λατ. Jesus, αγγλ. Jesus και Joshua) είναι η εξελληνισμένη μορφή του εβραϊκού ονόματος «Γεσούα» (ישוע), ή στην πλήρη του μορφή «Γεχοσούα» (יהושע), που σημαίνει «ο Γιαχβέ/Ιεχωβά είναι σωτηρία».

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ (προσωνύμιο του Ιησού)
Εμμανουήλ < ελληνιστική κοινή Ἐμμανουήλ < εβραϊκή עמנו אל (=Ο θεός μαζί μας) < עם (im: μαζί) + אל (el: θεόςθεότητα)


ΕΒΡΑΪΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ


ΓΙΑΧΒΕ -ΙΕΧΩΒΑΣ

Το Τετραγράμματο είναι η λέξη με την οποία είναι γραμμένο το προσωπικό όνομα του Θεού στο εβραϊκό κείμενο της Αγίας Γραφής. Η χρήση του όρου «Τετραγράμματο» καθιερώθηκε αφενός επειδή το όνομα γράφεται με τέσσερα γράμματα αφετέρου επειδή είναι αβέβαιο πώς προφερόταν στα αρχαία χρόνια, δεδομένου ότι η εβραϊκή γραφή έχει μόνο σύμφωνα και η γλώσσα επί πολλούς αιώνες ήταν ουσιαστικά νεκρή.

. Το Τετραγράμματο μεταγράφεται ως «Γιαχβέ» (ή Ιαβέ, αγγλ. Jahveh/Yahweh) ή «Ιεχωβά» (ή Ιεοβά, αγγλ. Jehovah/Yehowah). Παρά την αβεβαιότητα για την ετυμολογία και την προφορά του Τετραγράμματου ονόματος του Θεού, είναι κοινός τόπος ότι η θεολογική σημασία του μπορεί να προσδιοριστεί από τον τρόπο χρήσης του στο ιερό κείμενο. 

Το Τετραγράμματο αποτελείται από τα σύμφωνα ΓΧΒΧ (γιοδ, χε, βαβ, χε) και η παραδοσιακή άποψη είναι ότι αντιστοιχεί σε τύπο του ρήματος χαβάχ (είμαι, γίνομαι, συμβαίνω), δηλαδή της παλαιότερης μορφής του ρήματος χαγιάχ, στο τρίτο ενικό πρόσωπο. Εντούτοις, υπάρχουν διαφωνίες περί του ποιος ακριβώς είναι αυτός ο ρηματικός τύπος. Μερικοί πιστεύουν ότι το Τετραγράμματο αντιστοιχεί στον τύπο χιφίλ μη τετελεσμένο, κάτι που θα σήμαινε ότι κυριολεκτικά το Τετραγράμματο σημαίνει «Αυτός κάνει να είναι/γίνεται». Κατά τους υποστηρικτές αυτής της εκδοχής, ο τύπος χιφίλ θα μπορούσε να αναφέρεται στον ρόλο του Θεού ως δημιουργού, ως αιτίας ύπαρξης των πάντων ή, σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, ότι αυτός είναι που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του. Από τις αρχές του 20ού αιώνα επικράτησε η άποψη ότι το Τετραγράμματο αναπαριστά μάλλον τον ρηματικό τύπο καλ μη τετελεσμένο και σημαίνει ετυμολογικά: «Αυτός είναι/γίνεται» ή «Αυτός θα είναι/γίνει».


ΕΛΩΧΙΜ-ΕΛ

ένα όνομα του Θεού στη Βίβλο,  πληθυντικός (της μεγαλοπρέπειας;) του Eloh «Θεός» (συγγενής με τη λέξη  Αλλάχ), λέξη άγνωστης ετυμολογίας σύμφωνα με τους μελετητές.Ίσως όμως  να  έχει σχέση  με  τη λέξη ήλιος-aelios, μιας και ό ήλιος λατρεύονταν ως θεός από την αρχαιότητα στην περιοχή ,αλλά και σε όλο το κόσμο


ΑΔΩΝΑΪ

Το όνομα προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Ἄδωνις, φοινικικής αρχής: adon «κύριος», πιθανόν αρχικά «κυβερνήτης» ή και δυνατός, από το a-d-n «κρίνω, κυβερνώ» ίσως λόγω δύναμης.

Στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ο Άδωνις ήταν ένας πανέμορφος νέος που αγάπησε η Αφροδίτη· σύμβολο της αντρικής ομορφιάς, το όνομά του σήμερα συνώνυμο του εξαιρετικά ωραίου νέου.

Συγγενές όνομα το βιβλικό Ἀδωνίας, υἱὸς Ἀγγίθ (Βασιλειών Γ΄ 5). Το Ἀδωνίας, σύνθετο από το Adoni («ο Κύριός μου» Adonai) και Jah ή Yah  < Yahweh «Γιαχβέ»/«Ιεχωβά»), «Κύριός μου είναι ο Γιαχβέ


ΙΣΛΑΜΙΚΗ -ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Ας ξεκινήσουμε δίνοντας πρώτα πληροφορίες για τους όρους ισλάμ-μουσουλμάνος

και Μωάμεθ

ΙΣΛΑΜ

Το Ισλάμ σαν ετυμολογία σημαίνει υποταγή, υπακοή και ειρήνη. Ενώ σαν ορολογία είναι το όνομα της θρησκείας και του συνόλου των θείων εντολών που έχουν αναγνωριστεί στον άνθρωπο μέσω των προφητών του με σκοπό την ευτυχία του σε αυτήν και την μέλλουσα ζωή

Ισλάμ < (λόγιο δάνειο) γαλλική islam < αραβική إسلام (ʾislām, υποταγή-ακινησία) < أسلم (ʾaslama) < ρίζα س ل م‎ (s-l-m) ,από το τελευταίο προκύπτει και η λέξη ειρήνη στα αραβικά αλ σαλάμ το οποίο δηλώνει μια κατάσταση χωρίς κίνηση.

ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΣ

μουσουλμάνος < μεσαιωνική ελληνική μουσουλμάνος < περσική مسلمان (musalmân) < περσική مسلم (muslim) .Προσθέτοντας σε μια αραβική λέξε το πρόθεμα μου- ,προκύπτει ένα επίθετο  .Έτσι και εδώ με τη προσθήκη του προθέματος μου- στη λέξη ισλάμ ,προκύπτει το επίθετο μουσουλμάνος .Δηλαδή αυτός που δηλώνει υποταγή,κάθεται ακίνητος μπροστα στο θεό.

ΜΩΑΜΕΘ

Μωάμεθ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μωάμεθ < αραβική محمد (mu-ḥammad: ο προφήτης Μωάμεθ) < حمد (ḥammada: υμνώ, εγκωμιάζω) < ρίζα ح م د‎ (ḥ-m-d).Είναι και αυτό ένα  επίθετο  όπως και το μουσουλμάνος  ,οπότε θα το μεταφράζαμε ως ο υμνούμενος


ΑΛΛΑΧ

Με το αραβικό όνομα Αλλάχ (αραβ. الله , Allāh) οι μουσουλμάνοι κάθε εθνικότητας, αλλά και οι χριστιανοί αραβόφωνοι, αναφέρονται στον ένα και μοναδικό Θεό του κόσμου.

Η λέξη παράγεται από το αραβικό «αλ-ιλάχ», που σημαίνει «ο Θεός». Η ίδια λέξη εντοπίζεται και στα εβραϊκά και στα αραμαϊκά, καθώς και στην αρχαία αραβική γλώσσα των Σαβαίων.  Στα αραμαϊκά allah ή και allaha σημαίνει θεός και η ρίζα της συναντάται και στα αραβικά με τη λέξη θεός να είναι Al-ilāh. Επίσης El, Elah και Eloah εμφανίζεται σε πρώιμα αραμαϊκά κείμενα, ενώ ως Allah αναφέρουν τον Θεό και οι προφήτες Έσδρα και Δανιήλ στην Παλαιά Διαθήκη. Η σημασία της ρίζας απ' όπου προέρχεται είναι αμφιλεγόμενη αλλά ίσως να έχει σχέση με τη λέξη ήλιος-αέλιος  ,ο οποίος λατρεύονταν ως θεός πριν από την εμφάνιση της ισλαμικής θρησκείας




Βουδισμός

ΒΟΎΔΑΣ

 λέξη Βούδας ή Μπούντχα (χ δασύ) στην αρχαία ινδική γλώσσα, που περιλαμβάνει τη διάλεκτο Πάλι (Pāli) και τη Σανσκριτική, σημαίνει ο «Αφυπνισμένος» ή «Φωτισμένος». Προέρχεται από τη ρίζα budh "να ξυπνήσει, να γνωρίζει, να αντιληφθεί", το οποίο σχετίζεται με το σανσκριτικό bodhati "είναι ξύπνιος, παρατηρεί, κατανοεί", από τη ρίζα της ΠIE *bheudh- "να γνωρίζω, να συνειδητοποιώ,Η λέξη Βούδας είναι συγγενής με την αρχαία ελληνική οίδα που σημαίνει γνωρίζω επίσης ,

Η λέξη βούδας, συνεπώς, δεν αφορά στον συγκεκριμένο θρησκευτικό δάσκαλο που έζησε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά ένα τύπο ανθρώπου που έφθασε σε σημείο πνευματικής επίτευξης. Ο ιστορικός Σιντάρτα Γκαουτάμα είναι απλά ένας σε μια μεγάλη ακολουθία από Βούδες, η οποία κατευθύνεται είτε προς το άχρονο παρελθόν είτε στους μακρινούς ορίζοντες του μέλλοντος. Εντούτοις ξεχώρισε —και έγινε τελικά η ηγετική μορφή του Βουδισμού— καθώς δίδαξε και σε άλλους τον τρόπο για να ακολουθήσουν την πορεία του.[Μερικοί πιστεύουν ότι δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που βρήκε το μονοπάτι που τον οδήγησε τελικά στη φώτισή του και το δίδαξε στους μαθητές του. Άλλοι τον θεωρούν ως τον τελευταίο μιας σειράς από Βούδες που ήρθαν στον κόσμο για να κηρύξουν ή να αναβιώσουν την ντάρμα (στην παλική, Ντάμα), η οποία αποτελεί τη διδασκαλία ή την οδό του Βούδα. Κάποιοι άλλοι τον θεωρούν μποντισάτβα, έναν άνθρωπο που πέτυχε τη φώτιση αλλά ανέβαλε την είσοδό του στη Νιρβάνα για να βοηθήσει κι άλλους που αναζητούσαν τη φώτιση.


ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ


https://www.etymonline.com/


https://www.wikipedia.org/


https://en.wiktionary.org/